Καθηγήτριας Πολιτικής Δικονομίας Καλλιόπης Μακρίδου (Ζητήματα από ασφαλιστικά νομής και άρθρου 943 ΚΠολΔ)

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ Καλλιόπης Θ. Μακρίδου, Καθηγήτριας Πολιτικής Δικονομίας ΑΠΘ,

Αρμ. 2006, σελ. 346 έως 355

ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΠΟΒΟΛΗ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΝΟΜΗΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΕΓΓΡΑΦΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΟΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΚΙΝΗΤΟ ΚΑΙ ΑΔΕΙΑΣ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΥ ΚΙΝΗΤΩΝ (ΑΡΘΡ. 943 ΠΑΡ. 3 ΚΠολΔ)

Α΄ ΙΣΤΟΡΙΚΟ

 Η ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία «Υ. Α.Ε.» έθεσε υπόψη μου τα ακόλουθα περιστατικά:

Ι. Μεταξύ της εταιρείας με την επωνυμία «Υ. Α.Ε (μισθώτρια) και της εταιρίας με την επωνυμία «Κ.Χ.Α.Ε.» (εκμισθώτρια) συνήφθησαν δύο συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης και ειδικότερα α) η υπ’ αριθμ. 12/3-4-1997  σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης κινητών και β) η υπ’ αριθμ. 27.958/28.12.2001 συμβολαιογραφική σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης ακινήτου, με αντικείμενο  έναν  αγρό εκτάσεως 14.403,30 τ.μ. ευρισκόμενο στον Δήμο Μ. Αττικής με κτίσμα, δηλαδή ένα βιομηχανοστάσιο επιφάνειας 5.316,42 τ.μ.  και διάρκεια 15 ετών (28.12.2001 έως 28.12.2016). Τη χρηματοδοτική μίσθωση ακινήτου εγγυήθηκαν ως οφειλέτες  εις ολόκληρον, παραιτούμενοι δηλαδή από την ένσταση διζήσεως και λοιπά δικαιώματα, οι μέτοχοι και νόμιμοι εκπρόσωποι της μισθώτριας, Α και Κ.Σ.

 ΙΙ. Δυνάμει της υπ’ αριθμ. 60/2004 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (κατόπιν αιτήσεως της Τράπεζας) η «Υ.Α.Ε» κηρύχθηκε σε πτώχευση, ενώ κατόπιν  εφέσεως της, δυνάμει  της υπ΄ αριθμ.  1295/2005 αποφάσεως  του Εφετείου Αθηνών, η πρωτόδικη απόφαση εξαφανίστηκε και η κατάσταση επανήλθε στα προ της πτωχεύσεως δεδομένα. Εντωμεταξύ, και ενώ ίσχυε ακόμη η πρωτόδικη πτωχευτική απόφαση, η εκμισθώτρια κοινοποίησε στη μισθώτρια και στους εγγυητές   εξώδικη δήλωση περί αυτοδίκαιης λύσεως στης συμβάσεως λόγω πτωχεύσεως,  επικουρικά δε καταγγελία της ίδιας συμβάσεως ( υπ’ αριθμ. 27.958/2001) λόγω καθυστερήσεως περί την καταβολή μισθωμάτων και τόκων τους. Ως έδρα της μισθώτριας που είχε με την πρωτόδικη απόφαση κηρυχθεί σε πτώχευση, το μίσθιο ακίνητο σφραγίσθηκε, μετά δε από άδεια του εισηγητή- δικαστή, την 13-10-2004 τοποθετήθηκε υπάλληλος ασφαλείας με σκοπό να φυλάσσει τον χώρο. Με την έκδοση της εφετειακής αποφάσεως  που εξαφάνισε την πρωτόδικη πτωχευτική απόφαση, η μισθώτρια εγκαταστάθηκε στις 24.2.2005 εκ νέου στο ακίνητο, το οποίο παρέλαβε από τον υπάλληλο ασφαλείας.

ΙΙΙ. Την ίδια ημέρα (24-2-2005) η εκμισθώτρια κοινοποίησε στη μισθώτρια αντίγραφο εξ απογράφου του υπ’ αριθμ. 27958/2001 συμβολαίου χρηματοδοτικής μίσθωσης ακινήτου (υπ’ αριθμ. 150/2005) με επιταγή προς απόδοση του. Η μισθώτρια άσκησε ανακοπή κατ’ αυτής της εκτελέσεως (άρθρ. 933 ΚΠολΔ) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ζήτησε δε, με την από 1-3-2005 αίτηση, αναστολή δυνάμει του άρθρου 938 ΚΠολΔ. Εντωμεταξύ, η εκμισθώτρια προχώρησε σε αποβολή της μισθώτριας από το ακίνητο – βιομηχανοστάσιο δυνάμει της υπ’ αριθμ. 2112/4-3-2005 έκθεσης αποβολής και εγκατάστασης . Επειδή, συνεπώς, η από 1-3-2005 αίτηση αναστολής που είχε  υποβάλει η μισθώτρια εταιρεία κατέστη άνευ αντικειμένου, η τελευταία παραιτήθηκε νομότυπα από το σχετικό δικόγραφο, στο δικόγραφο νέας αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων για προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης που υποβλήθηκε ενώπιον  του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την 24-3-2005 (υπ’ αριθμ. καταθ. 3814/2005), ενόψει ανακοπής κατά της εκθέσεως αποβολής, η οποία κατατέθηκε την 21-3-2005 και προσδιορίσθηκε να δικαστεί ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου την 31.1.2006. Η από 24.3.2005 αίτηση Ασφαλιστικών μέτρων της μισθώτριας, η οποία συζητήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, είχε τα ακόλουθα αιτήματα:

1ον . Να ρυθμιστεί προσωρινά η κατάσταση μετά την παράνομη αποβολή της από το ακίνητο – βιομηχανοστάσιο με την άκυρη υπ’ αριθμ. 2112/2005 έκθεση αποβολής και εγκατάστασης.

2ον . Να διαταχθεί η αποβολή της εκμισθώτριας εταιρείας από τη νομή και κατοχή του ανωτέρω ακινήτου και η επανεγκατάσταση της αιτούσας σ’ αυτό  μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί των δύο ανωτέρω ανακοπών.

3ον. Να απαγορευθεί κάθε πράξη εκτελέσεως προς εκποίηση των εγκατεστημένων στο εργοστάσιο μηχανημάτων της αιτούσας, εργαλείων και εξοπλισμού που περιγράφεται αναλυτικά στην προσβαλλόμενη έκθεση. Επ’ αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 5512/13-7-2005 απόφαση του ΜονΠρΑθ, η οποία Α) Απέρριψε ως μη νόμιμα τα υπ’ αριθμ. 1 και 3 αιτήματα. Β) Απέρριψε ως απαράδεκτο λόγω καθύλην και κατά τόπον αναρμοδιότητας το 2ο αίτημα περί αποβολής της καθής από τη νομή και κατοχή του ακινήτου, διότι «τούτο το αίτημα είναι της αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου και του τόπου που ανήκει το ακίνητο, και εν προκειμένω στο Ειρηνοδικείο Ελευσίνας»,  κατόπιν, μάλιστα, αποδοχής σχετικής ενστάσεως αναρμοδιότητας που υπέβαλε η καθής – εκμισθώτρια εταιρία. Μετά την έκδοση της ανωτέρω αποφάσεως, η μισθώτρια κατέθεσε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ελευσίνας την υπ’ αριθμ. καταθ. 58/2005 αίτηση, με την οποία ζήτησε να αναγνωριστεί νομέας και κάτοχος του ακινήτου κατά την υπ’ αριθμ. 27958/2001 σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης, να διαταχθεί η αποβολή της εκμισθώτριας από τη νομή και κατοχή του και η εγκατάσταση της σ’ αυτό μέχρις εκδόσεως αμετάκλητων αποφάσεων επί των δύο ανακοπών της.  Με την αίτηση αυτή συνεκδικάσθηκαν, εξάλλου, από το Ειρηνοδικείο Ελευσίνας: α) Αίτηση της εκμισθώτριας κατά της μισθώτριας περί νομής κινητών και ανταίτηση της μισθώτριας περί νομής των ίδιων κινητών. β) Αίτηση της μισθώτριας περί αναστολής εκποιήσεως των κινητών που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο της εκτελέσεως. γ) Αίτηση της εκμισθώτριας για χορήγηση άδειας πλειστηριασμού των κινητών πραγμάτων που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο εκτελέσεως και είχαν παραδοθεί προς φύλαξη στον γενικό διευθυντή της αιτούσας ως μεσεγγυούχο, κατ’ άρθρο 943 παρ. 3 ΚΠολΔ, δ)  Ανακοίνωση δίκης, δύο κύριες παρεμβάσεις και μία πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της μισθώτριας εταιρείας. Επ’ αυτών εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 58/2005 απόφαση του Ειρηνοδικείου Ελευσίνας, η οποία 1ον απέρριψε τις αιτήσεις και την ανακοίνωση δίκης της εκμισθώτριας, 2ον δεν εξέτασε διότι κατέστη άνευ αντικείμενου την υπό β΄ αίτηση της μισθώτριας, αφού είχε απορρίψει την υπό γ’ αίτηση της εκμισθώτριας , 3ον έκανε δεκτή την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων νομής της μισθώτριας εταιρείας, τις κύριες παρεμβάσεις και την πρόσθετη  παρέμβαση, εντέλει δε επιδίκασε τη νομή και κατοχή του μισθίου ακινήτου στη μισθώτρια, ενώ διέταξε την αποβολή της εκμισθώτριας απ’ αυτό μέχρις εκδόσεως αμετάκλητων αποφάσεων επί των δύο ανακοπών της μισθώτριας, οι οποίες πρόκειται να συζητηθούν την 31-1-2006. Στη συνέχεια, η ηττηθείσα εκμισθώτρια και ο γενικός διευθυντής της, με την ιδιότητά του κατ’ άρθρ. 943 παρ. 3 ΚΠολΔ μεσεγγυούχου, άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 58/2005 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Ελευσίνας, επικαλούμενοι μία σειρά λόγων εφέσεως.

ΙV. Υπόψη μου τέθηκαν, εξάλλου, τα παρακάτω διαδικαστικά έγγραφα:

1.Η από 24-3-2005 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της μισθώτριας (ΜονΠρΑθ).

2.Η από 24-3-2005 ανακοπή της μισθώτριας ( ΜονΠρΑθ).

3. Η υπ’ αριθμ. 5512/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

4. Η υπ’ αριθμ.58/2005 απόφαση του Ειρηνοδικείου Ελευσίνας.

5.Η από 4.11.2005 έφεση της εκμισθώτριας και του γενικού διευθυντή της κατά της υπ’ αριθμ. 58/2005 αποφάσεως ΕιρΕλευσίνας και των αντιδίκων των πρωτόδικης δίκης.

Β΄ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ

Με βάση τα παραπάνω περιστατικά και σε αναφορά προς τους λόγους της από 4.11.2005 εφέσεως κατά της υπ’ αριθμ. 58/2005 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Ελευσίνας, τέθηκαν σε μένα τα ακόλουθα ερωτήματα:

1ον. Αν οι αιτήσεις της μισθώτριας κατά της εκμισθώτριας εταιρείας και αντιστρόφως, παραδεκτά συνεκδικάσθηκαν από το Ειρηνοδικείο Ελευσίνας, κατ’ αρθρ. 246 ΚΠολΔ.

2ον. Αν η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων νομής του ακινήτου ισοδυναμεί με μη νόμιμη αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, που ισχύει μόνον επί εξαφανίσεως δικαστικών αποφάσεων και όχι συμβολαιογραφικών τίτλων.

3ον. Αν η υπ’ αριθμ. 5512/2005 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών παρήγαγε προσωρινό δεδικασμένο που θα έπρεπε να οδηγήσει σε απόρριψη λόγω απαραδέκτου της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων νομής του ακινήτου, η οποία υπεβλήθη εκ μέρους της μισθώτριας και έγινε δεκτή δυνάμει της υπ’ αριθμ. 58/2005 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Ελευσίνας.

4ον. Αν το Ειρηνοδικείο Ελευσίνας ήταν καθύλην και κατά τόπον αρμόδιο να εκδικάσει την κατά τα ανωτέρω αίτηση της μισθώτριας για λήψη ασφαλιστικών μέτρων νομής του ακινήτου, ή αν επρόκειτο για διαφορά περί την εκτέλεση, η οποία εκδικάζεται από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.

5ον. Αν υπήρξε παράνομη αποβολή της μισθώτριας εταιρείας από τη νομή του ακινήτου.

6ον . Επί ζητημάτων αποδείξεως και συγκεκριμένα, αν επιβάλλεται παραχρήμα απόδειξη του γεγονότος ότι η μισθώτρια δεν όφειλε μισθώματα και τόκους επ’ αυτών από τη σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης του ακινήτου, διότι το τίμημα των πωλήσεως δεν πληρώθηκε προς την πωλήτρια του ακινήτου, αλλά παρακρατήθηκε από την εκμισθώτρια εταιρεία προς εξασφάλιση των συμφωνημένων μισθωμάτων, ώστε η καταγγελία της εν λόγω συμβάσεως εκ μέρους της εκμισθώτριας να μην είναι νόμιμη.

Γ. ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΕΡΩΤΗΜΑΤΩΝ

Ερώτημα πρώτο

            Όπως προβλέπει το άρθρο 246 ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται ακώλυτα στη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων (Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, ΙΙ [1994] άρθρ.246 αριθ.1), το Ειρηνοδικείο Ελευσίνας αυτεπαγγέλτως διέταξε τη συνεκδίκαση των ακόλουθων αιτήσεων: Αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων νομής κινητών και ακινήτου, αιτήσεως αναστολής εκποιήσεως κινητών και αιτήσεως περί χορηγήσεως άδειας πλειστηριασμού κινητών, κατ’ αρθρ. 943 παρ. 3 ΚΠολΔ. Οι εκκαλούντες προβάλλουν ως λόγο εφέσεως την κατά παράβαση νόμου συνεκδίκαση, διότι «πρόκειται για αιτήσεις με διάφορη νομική φύση, που δεν εκδικάζονται από την ίδια σύνθεση δικαστηρίου», αφού σε κάποια μόνον από τα αιτούμενα ασφαλιστικά μέτρα συμπράττει γραμματέας (άρθρο 734 παρ. 3 ΚΠολΔ), ενώ κάποια από αυτά δεν ανήκουν στην κατηγορία των γνήσιων ασφαλιστικών μέτρων.

            Δυνάμει του άρθρου 246 ΚΠολΔ, που συνιστά  εκδήλωση της αρχής της οικονομίας της δίκης, εναπόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου να διατάξει τη συνεκδίκαση περισσότερων δικών που εκκρεμούν ενώπιόν του, εφόσον υπάγονται στην ίδια διαδικασία. Μοναδικές, λοιπόν, προϋποθέσεις που ο νόμος θέτει, ώστε να χωρεί, κατά την κρίση του δικαστηρίου, συνεκδίκαση είναι η εκκρεμότητα των δικών ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου και τη ταυτότητα διαδικασίας και όχι η νόμιμη φύση των εισαγόμενων διαφορών. Ερευνητέο, συνεπώς, είναι, αν οι συνεκδικασθείσες αιτήσεις εκδικάζονται από το ίδιο δικαστήριο, με την ίδια διαδικασία. Δυνάμει του άρθρου 734 παρ. 2 ΚΠολΔ, αρμόδιο για τη διαταγή ασφαλιστικών μέτρων νομής είναι, ως γνωστόν, το Ειρηνοδικείο. Το ίδιο δικαστήριο είναι αρμόδιο για τη χορήγηση άδειας πλειστηριασμού κινητών υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 943 παρ. 3 ΚΠολΔ, καθώς και για την αναστολή της διαδικασίας εκποίησής τους. Η χρήση του όρου «Ειρηνοδίκης» («μετά από άδεια του ειρηνοδίκη») στο άρθρο 943 παρ. 3 ΚΠολΔ και όχι «ειρηνοδικείου» δεν σηματοδοτεί καμία διαφοροποίηση δικαστηρίων, αφού ο ειρηνοδίκης ασκεί εδώ δικαιοδοτική λειτουργία εκδίδοντας δικαστική απόφαση  (έτσι λ.χ. και στο άρθρο 690 παρ. 2 ΚΠολΔ), ώστε η σχετική αρμοδιότητα να απονέμεται στο ειρηνοδικείο και όχι σε δικαστή που υπηρετεί στο ειρηνοδικείο (όπως λ. χ. συμβαίνει στο άρθρο 625 ΚΠολΔ). Εξ αυτού του λόγου στα κατά καιρούς κείμενα  του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, άλλοτε χρησιμοποιείται, κατά τη διατύπωση του άρθρου 943 παρ. 3 ΚΠολΔ, ο ένας και άλλοτε ο άλλος όρος (βλ. λ.χ. Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλεση ΙΙ, άρθρ. 943, Μητσόπουλο – Μπέη, ΚΠολΔ2  [1976], άρθρ. 943). Αλλά και η υποχρεωτική σύμπραξη γραμματέα κατά την εκδίκαση ασφαλιστικών μέτρων νομής (άρθρ. 734 παρ. 5 ΚΠολΔ) δεν εμποδίζει τη συνεκδίκασή τους με άλλα γνήσια ή μη ασφαλιστικά μέτρα. Η πρόσθετη αυτή προϋπόθεση τέθηκε στο νόμο, με σκοπό να διασφαλιστεί η γνώση και η ορθή κρίση του ειρηνοδικείου ως προς το αποδεικτικό υλικό. Ωστόσο, και στα λοιπά ασφαλιστικά μέτρα προβλέπεται ευχέρεια του δικαστή να διατάξει τη σύμπραξη γραμματέα, αν κρίνει αναγκαία την τήρηση πρακτικών (άρθρ.690 παρ. 2 ΚΠολΔ.). Η συμμετοχή λοιπόν γραμματέα στη σύνθεση του ειρηνοδικείου δεν είναι απαγορευτική, αλλά δυνητική στα λοιπά, πλην νομής, ασφαλιστικά μέτρα – γνήσια ή μη γνήσια, ώστε η τήρηση πρακτικών κατά τη συζήτηση να μη γεννά, προφανώς καμίας μορφής απαράδεκτο (βλ. ΑΠ 1284/2003, ΕλλΔνη 2004. 478). Εντέλει, αν ληφθεί επιπλέον υπόψη η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων, που επιτρέπει την τήρηση πρακτικών από τον ίδιο τον ειρηνοδίκη να δεν υπάρχει ή απουσιάζει ή κωλύεται ο γραμματέας ειρηνοδικείου, σαφώς προκύπτει ότι η εν λόγω διαφοροποίηση δεν αλλοιώνει ούτε την ταυτότητα του δικαστηρίου, ούτε της διαδικασίας, όπως αξιώνονται από το άρθρο 246 ΚΠολΔ..  Πρόκειται για επιπρόσθετη εγγύηση ορθής απονομής δικαιοσύνης, ώστε η συνδρομής της σε όλες  τις συνεκδικαζόμενες αιτήσεις επιτρέπεται κατά νόμο (άρθρα 690 παρ. 2 και 734 παρ. 5 ΚΠολΔ), αλλά και ωφελεί τη διαδικασία και την τυπικότερη διεξαγωγή της.

            Η συνεκδίκαση αιτήσεως για λήψη ασφαλιστικών μέτρων νομής και αιτήσεως για χορήγηση άδειας πλειστηριασμού κατ’ άρθρο 943 παρ. 3 ΚΠολΔ ουδόλως παρεμποδίζεται από το γεγονός ότι εδώ συγκεντρώνονται σε κοινή διαδικασία ένα γνήσιο και ένα μη γνήσιο ασφαλιστικό μέτρο. Στο πλαίσιο του άρθρου 943 παρ. 3 ΚΠολΔ παρέχεται οριστική διαδικαστική προστασία, η οποία , για λόγους ταχύτητας, εκδικάζεται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Πληρούται, έτσι, απολύτως η προϋπόθεση  του νόμου περί ταυτότητας διαδικασίας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 246 ΚΠολΔ, διότι αμφότερες  οι αιτήσεις εκδικάζονται  με κοινή διαδικασία, εκείνη των ασφαλιστικών μέτρων, Κανένα, εξάλλου, πρόβλημα δεν δημιουργεί στη συνεκδίκαση αυτήν ο διαφορετικός ενδεχομένως τρόπος προσβολής κάθε αποφάσεως επί των συνεκδικαζόμενων αιτήσεων, μετά το αιτιολογικό ότι η απόφαση επί της αιτήσεως του άρθρου 943 παρ. 3 ΚΠολΔ δεν υπόκειται στην κατά  αρθρ. 699 ΚΠολΔ ανάκληση. Πράγματι, νομολογία ( ΟλΑΠ 38/200, ΕλλΔνη 2003. 116 ΑΠ 1588/2003, ΝοΒ 2004.1183) και θεωρία ( με πρώτο τον Φραγκίστα, γνμδ. , Δ1975.545) ομοφωνούν ότι στις περιπτώσεις που τέμνεται οριστικά η διαφορά, μολονότι εφαρμόζεται η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, δεν θα ήταν  ορθό να παράγουν οι αποφάσεις ουσιαστικό δεδικασμένο χωρίς να επιτρέπεται ο έλεγχος των ενδίκων μέσων. Όμως, επί συνεκδικάσεως, γίνεται παγίως δεκτό ότι  ενώνονται σε κοινή διαδικασία  περισσότερες δίκες, οι οποίες δεν χάνουν την αυτοτέλειά τους (ΕφΑθ 950/2001, ΕλλΔνη 2001.773 ΕφΘες 175/2004, Αρμ 2005.13 Κεραμεύς /Κονδύλης /Νίκας (- Μακρίδου-), ΚΠολΔ Ι [2000]  246 αριθ. 7). Λόγω αυτής της αυτοτέλειας των δικών, κάθε ένδικο βοήθημα ή μέσο κρίνεται χωριστά ως προς τις προϋποθέσεις του παραδεκτού και της βασιμότητάς του (ΕφΑθ 950/2001, ΕλλΔνη 2001.772 Νίκας, Πολιτική Δικονομία ΙΙ [2005], σελ. 317), η οριστική δε απόφαση επί κάθε μίας από τις συνεκδικαζόμενες αγωγές ή αιτήσεις προσβάλλεται αυτοτελώς (ΑΠ 405/1986,  ΕΕΝ 1986.861 ΑΠ 1320/1992, ΕλλΔνη 1994.385,407 ΕφΘες719/2003, ΕΕργΔ 2004.666 Πατεράκης, ΝοΒ 1989.549). Κατά συνέπεια, ο διάφορος τρόπος προσβολής των αποφάσεων επί κάθε αιτήσεως, ασφαλιστικών μέτρων νομής ή άδειας πλειστηριασμού κινητών, δεν ορθώνει κανένα εμπόδιο στη συνεκδίκαση, αφού η απόφαση επί κάθε αιτήσεως θα προσβληθεί αυτοτελώς με τον νόμιμο για κάθε μία τρόπο. Συμπεραίνεται ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις για τη συνεκδίκαση των αιτήσεων, κατ’ άρθρο 246 ΚΠολΔ.

Ερώτημα δεύτερο

            Η υπ’ αριθμ. 5512/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών υιοθέτησε την άποψη, ότι επί εκτελεστών συμβολαιογραφικών εγγράφων δεν χωρεί ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων περί επαναφοράς, κατ’ άρθρ. 914 ΚΠολΔ, που καλείται σε εφαρμογή μόνον επί δικαστικής αποφάσεως ,η οποία αποβάλλει την ισχύ της (έτσι και ΕφΑθ 6458/1978, ΝοΒ 1979.586 Απαλαγάκη, Επαναφορά  και αποζημίωση [1994], σελ. 212 επ. αντιθ. ΕφΑθ 4328/2002, ΝοΒ2002.1874 πρβλ και Γέσιου Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως Ι,  σελ. 842). Συνακόλουθα, η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων νομής δεν μπορεί να ισοδυναμεί με μία μη νόμιμη αίτηση, καθόσον τέτοια, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν προβλέπεται στον ΚΠολΔ ( έτσι και ΠολΠρΜυτ 113/2002, ΑρχΝ 2003.385). Διάφορος νομικός χαρακτηρισμός ενός δικογράφου εκ μέρους του δικαστηρίου ασφαλώς επιτρέπεται στην πολιτική δίκη, αλλά μόνο εφόσον  πληρούνται οι προϋποθέσεις άλλης διαδικαστικής πράξεως ή οποία υφίσταται και προβλέπεται στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Εξάλλου, ένας τέτοιος ισχυρισμός (περί δήθεν ισοδυναμίας της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων μονής με μη νόμιμη αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προ της εκτελέσεως κατάσταση) δεν αποτελεί λόγο εφέσεως κατά της υπ’ αριθμ.58/2005 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου, αλλά θα έπρεπε να είχε προβληθεί από την εκμισθώτρια εταιρεία κατά της υπ’ αριθμ. 5512/2005 αποφάσεως του ΜονΠρΑθ (έφεση χωρεί εδώ, διότι αφορούσε στη λήψη μη γνήσιου ασφαλιστικού μέτρου), που διαφοροποίησε -ορθά  πάντως- τις δύο αιτήσεις. Εφόσον η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων νομής ως τέτοια μόνον μπορεί να εκληφθεί, κανένα προσωρινό δεδικασμένο δεν παράγεται γι’ αυτήν από την διαφορετική αίτηση επαναφοράς που απορρίφθηκε ως μη νομή δυνάμει της υπ΄ αριθμ. 5512 αποφάσεως του ΜονΠρΑθ. Ως προς την τελευταία, το προσωρινό δεδικασμένο καταλαμβάνει μόνον την κρίση του δικαστηρίου επί τη νομιμότητας αυτής της αιτήσεως και θα παρεμπόδιζε  μόνον την εκ νέου υποβολή αυτής της αιτήσεως, που κατά την κρίση του δικαστηρίου δεν προβλέπεται στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Ως προς την σωρευθείσα αίτηση ασφαλιστικών μέτρων νομής η κατά τα ανωτέρω απόρριψη της άλλης αιτήσεως ως μη νόμιμης  δεν παράγει κανένα δεδικασμένο.

Το ερώτημα που μένει πλέον να απαντηθεί είναι, αν η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων νομής νόμιμα υποβλήθηκε και έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν μετά την εκτέλεση του συμβολαιογραφικού εγγράφου και την αποβολή της αιτούσας, – μισθώτριας από το ακίνητο. Είναι γνωστό ότι η κατ’ άρθρο 938 ΚΠολΔ αναστολή προϋποθέτει εκκρεμή διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως. Ο αποκλεισμός της κατ΄άρθρ 938 ΚΠολΔ αναστολής μετά το τέλος της αναγκαστικής εκτελέσεως δεν σημαίνει όμως αποκλεισμό παροχής κάθε μορφής έννομης προστασίας. Αντίθετα, μάλιστα, από τη στιγμή που η εν λόγω αναστολή δεν ισχύει, υπάρχει έδαφος εφαρμογής άλλων ρυθμίσεων που δεν αποκλείονται ρητά από καμία διάταξη του ΚΠολΔ (έτσι ΜονΠρΘες 4484/1988, Αρμ1993.159 Σοφιαλίδης, Αρμ 1993.105 επ). Όταν μάλιστα η διατήρηση αυτής της κατάστασης προκαλεί ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούνται διάδικο, όπως πιθανολογήθηκε για τη μισθώτρια  εταιρία από το Ειρηνοδικείο Ελευσίνας, τότε η λήψη προσωρινών μέτρων φαίνεται επιβεβλημένη μέχρι  να ρυθμιστεί οριστικά η κατάσταση. Επομένως, το πέρας της αναγκαστικής εκτελέσεως αποκλείει μόνον την κατ’ αρθρ. 938 ΚΠολΔ αναστολή και όχι την παροχή προσωρινής προστασίας με τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων νομής, που δεν αποκλείονται από καμία νομοθετική διάταξη.

Ερώτημα τρίτο

            Η από  24.3.2005 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της μισθώτριας, η οποία συζητήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, είχε τα ακόλουθα αιτήματα,    όσον αφορά στο ακίνητο – βιομηχανοστάσιο : 1ον . Να ρυθμιστεί προσωρινά η κατάσταση μετά την παράνομη αποβολή της με την άκυρη υπ’ αριθμ.  2112/2005 έκθεση αποβολής και εγκατάστασης. 2ον Να διαταχθεί η αποβολή της εκμισθώτριας εταιρείας από τη νομή και κατοχή τους ανωτέρω ακινήτου και η επανεγκατάσταση της αιτούσας σ’ αυτό. Επί των αιτημάτων αυτών, η υπ’ αριθμ. 5512/13.7.2005 απόφαση του ΜονΠρΑθ απέρριψε ως μη νόμιμο το πρώτο αίτημα και ως απαράδεκτο το δεύτερο, λόγω καθύλην και κατά τόπον αναρμοδιότητας του δικαστηρίου, με το σκεπτικό ότι «τούτο το αίτημα είναι της αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου και του τόπου που ανήκει το ακίνητο, και εν προκειμένω στο Ειρηνοδικείο Ελευσίνας», κατόπιν μάλιστα αποδοχής σχετικής ενστάσεως αναρμοδιότητας που υπέβαλε η καθής – εκμισθώτρια εταιρεία. Μετά την έκδοση της ανωτέρω αποφάσεως, η μισθώτρια κατέθεσε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ελευσίνας  την υπ’ αριθμ. καταθ. 58/2005 αίτηση, με την οποία ζήτησε να αναγνωριστεί νομέας και κάτοχος του ακινήτου κατά την υπ’ αριθμ. 27958/2001 σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης, να διαταχθεί η αποβολή της εκμισθώτριας από τη νομή και κατοχή του και η εγκατάστασή της  σ’ αυτό μέχρις εκδόσεως αμετάκλητων αποφάσεων επί των δύο ανακοπών της. Εισήγαγε δηλαδή ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων νομής, η οποία είχε με την προηγούμενη απόφαση απορριφθεί  λόγω αναρμοδιότητας. Στο δικόγραφο της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, που είχε υποβληθεί ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η αιτούσα – μισθώτρια εταιρεία είχε σωρεύσει δύο χωριστές αιτήσεις, για τη λήψη διαφορετικών ασφαλιστικών μέτρων. Η πρώτη αίτηση είχε ως αντικείμενο την προσωρινή ρύθμιση καταστάσεως μετά την αναγκαστική εκτέλεση του υπ’ αριθμ. 27.958/2001 συμβολαίου χρηματοδοτικής μίσθωσης του ακινήτου, λόγω ακυρότητας της εκθέσεως αποβολής και εγκατάστασης. Η δεύτερη είχε ως αντικείμενο την αποβολή της καθής από τη νομή και κατοχή του ακινήτου της αιτούσας και την προσωρινή εγκατάσταση της τελευταίας σ’ αυτό . Το μονομελές Πρωτοδικείο ορθά διέκρινε τις δύο αιτήσεις και αποφάσισε ότι η δεύτερη αίτηση δεν ανήκει στην αρμοδιότητά του, αλλά και στην αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου Ελευσίνας, διότι πρόκειται για αίτηση ασφαλιστικών μέτρων νομής, εξ αυτού δε του λόγου απέρριψε ως απαράδεκτη την ενλόγω αίτηση. Έτσι, το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών ακολούθησε την νομολογιακή άποψη που τάσσεται υπέρ της απορρίψεως της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων λόγω αναρμοδιότητας (ΜονΠρΘες 4091/1979, Αρμ 1981.143  4595/1986, Αρμ 1986. 1087), ενώ κατ’ άλλη έκδοση χωρεί παραπομπή στο αρμόδιο δικαστήριο, αφού δημιουργείται εκκρεμοδικία ως προς το δικονομικό διαπλαστικό δικαίωμα του αιτούντος για παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας (ΕφΑθ 13407/1984, ΕλλΔνη 1985.305 ΜονΠρΠειρ 1536/1993, ΕλλΔνη 1995.1636 Μον Πρ Θεσ. 27021/1998, Αρμ 1999.417). Από την απόρριψη της εν λόγω αιτήσεως λόγω αναρμοδιότητας δεν υπάγεται, φυσικά, κανένα προσωρινό δεδικασμένο που να απαγορεύει την εκ νέου υποβολή της αιτήσεως ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου, αφού το μοναδικό σημείο της αιτήσεως, που κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου στο πλαίσιο της οριστικής αποφάσεως, αφορά στο απαράδεκτο της αιτήσεως λόγω αναρμοδιότητας. Αντιθέτως, μάλιστα η εν λόγω απόφαση έχει δεσμευτική ενέργεια ως προς το κριθέν δικονομικό ζήτημα της αναρμοδιότητας, κρίνοντας ότι το επιληφθέν δικαστήριο ήταν αναρμόδιο και υποδεικνύοντας ότι μοναδικό αρμόδιο είναι το Ειρηνοδικείο Ελευσίνας. Μετά την έκδοση της εν λόγω οριστικής αποφάσεως, ο αιτών έπραξε δικονομικά ως όφειλε, επανερχόμενος και ασκώντας την απορριφθείσα λόγω απαραδέκτου – αναρμοδιότητας αίτηση ασφαλιστικών μέτρων νομής ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου, αφού θεράπευσε δηλαδή το δικονομικό ελάττωμα (αναρμοδιότητα), για το οποίο μόνον είχε παραχθεί προσωρινό δεδικασμένο (αν το δικαστήριο είχε υιοθετήσει την νομολογιακή άποψη της παραπομπής λόγω αναρμοδιότητας, ο αιτών θα εισήγαγε την αίτηση του με κλήση ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου). Εξάλλου, ζήτημα προσωρινού δεδικασμένου δεν τίθεται ούτε από την απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου, η οποία είχε απορρίψει ως μη νόμιμη την αίτηση της εκμισθώτριας για προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης, διότι, όπως απαντήθηκε ήδη στο δεύτερο ερώτημα, η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων νομής δεν ισοδυναμεί με αίτηση που δεν προβλέπεται – κατά την κρίση του δικαστηρίου- στην πολιτική δίκη.

Συμπεραίνεται ότι η λόγω αναρμοδιότητας απόρριψη της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων νομής διά οριστικής αποφάσεως παράγει δέσμευση αποκλειστικά ως προς το δικονομικό ζήτημα της αναρμοδιότητας του επιληφθέντος δικαστηρίου και κανένα άλλο προσωρινό δεδικασμένο, ώστε παραδεκτά να εισάγεται η αυτή αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του αρμόδιου πλέον δικαστηρίου.

 Ερώτημα Τέταρτο

Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, δυνάμει της υπ΄ αριθμ. 5512/2005 αποφάσεώς του, έκρινε επί της ουσίας και απέρριψε  ως μη νόμιμη την αίτηση προσωρινής ρυθμίσεως καταστάσεως, έκρινε δε επί του παραδεκτού και απέρριψε λόγω αναρμοδιότητας την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων νομής. Πρόκειται για δύο διαφορετικές αιτήσεις, με τις οποίες ζητήθηκε η λήψη διάφορων ασφαλιστικών μέτρων ( η πρώτη έχει ως αίτημα την προσωρινή ρύθμιση καταστάσεως μετά την αναγκαστική εκτέλεση του συμβολαίου χρηματοδοτικής μίσθωσης του ακινήτου σε εκτέλεση του οποίου η αιτούσα μισθώτρια αποβλήθηκε παράνομα – όπως η ίδια ισχυρίζεται – από αυτό, η δε δεύτερη θεμελιώνεται στα άρθρα 976,984,987 ΑΚ και 733 ΚΠολΔ) απορρίφθηκε δε η κάθε μία από το Μονομελές Πρωτοδικείου Αθηνών για διαφορετικό λόγο. Ως προς την πρώτη αίτηση το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών θεώρησε εαυτό αρμόδιο και υπεισήλθε σε εξέταση της νομιμότητάς της, ως προς δε τη δεύτερη έκρινε εαυτό αναρμόδιο, ώστε περαιτέρω εξέταση επί της ουσίας δεν επήλθε. Οι δύο αιτήσεις δεν ταυτίζονται (βλ. και ανωτ. Ερώτημα δεύτερο) εξ αυτού δε του λόγου η αρμοδιότητα ορθά εξετάσθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο χωριστά για κάθε μία. Έτσι, έκρινε ότι τα ασφαλιστικά μέτρα νομής εκδικάζονται από το Ειρηνοδικείο, στο οποίο, στη συνέχεια, εισήχθη η αίτηση από την μισθώτρια εταιρία. Όπως προκύπτει, μάλιστα, από την υπ’ αριθμ. 5512/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου (τρίτο φύλλο αποφάσεως, «το αίτημα είναι της αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου και του τόπου που ανήκει το ακίνητο, και εν προκειμένω  το Ειρηνοδικείο Ελευσίνας, δεκτής γενομένης της σχετικής ένστασης της καθής»), η εκμισθώτρια εταιρεία είχε προτείνει η ίδια την αναρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου για την εκδίκαση της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων νομής της μισθώτριας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Η εκμισθώτρια  προβάλλει στη συνέχεια ως λόγο εφέσεως την έλλειψη καθύλην αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου Ελευσίνας να επιληφθεί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων  νομής, ενώ η ίδια είχε υποβάλει σχετική ένσταση αναρμοδιότητας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Μία τέτοια, όμως , δικονομική συμπεριφορά, η οποία έρχεται σε κατάφωρη αντίθεση  με προηγούμενη ενδοδιαδικαστική συμπεριφορά  του διαδίκου, παραβιάζει προφανώς την κατ’ άρθρο 116 ΚΠολΔ αρχή της καλόπιστης διεξαγωγής  της δίκης (πρβλ. ΕφΘες 1266/1980, ΕλλΔνη 1981. 666 ΕφΑθ 4322/1995, Δ 1996.1186, με ενημ. σημ. Σταματόπουλου) και οδηγεί σε απόρριψη του συγκεκριμένου λόγου εφέσεως ως απαράδεκτου λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος (βλ. αντίστοιχα επί απορρίψεως  ενστάσεως αναρμοδιότητας ως απαράδεκτης λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος, αν η παραπομπή στο αρμόδιο δικαστήριο διατάχθηκε μετά από υποβολή ενστάσεως του ίδιου διαδίκου, ΕφΑθ 4322/1995, ανωτ. Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα [Νίκα] ΚΠολΔ Ι (2000),  46 αριθ. 12 Μακρίδου, Η σιωπηρή αποδοχή των δικαστικών αποφάσεων [2004], σελ. 150).

 Συμπεραίνεται ότι επί σωρεύσεως δύο διαφόρων αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων από τις οποίες η μία απορρίφθηκε ως μη νόμιμη και η δεύτερη ως απαράδεκτη λόγω αναρμοδιότητας, ο αιτών οφείλει να εισάγαγει τη δεύτερη αίτηση ενώπιον του δικαστηρίου το οποίο θεωρήθηκε από την πρώτη απόφαση αρμόδιο.

Ερώτημα πέμπτο

 Με την αποβολή της από το ακίνητο διά αμέσου εκτελέσεως, η αιτούσα – μισθώτρια εταιρεία απώλεσε τη νομή του ακινήτου στο οποίο εγκαταστάθηκε η εκμισθώτρια. Μέχρι να ακυρωθεί η εκτέλεση από το δικαστήριο που θα δικάσει τις ασκηθείσες ανακοπές εγκαθίσταται στη νομή του ακινήτου η εκμισθώτρια. Η αποβολή της μισθώτριας από αυτό συνιστά προσβολή της νομής και κατοχής της και δικαιολογεί τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων νομής, όταν η αποβολή αυτή είναι παράνομη πιθανολογείται δε ανεπανόρθωτη βλάβη, η οποία με τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων νομής είναι δυνατόν να αποτραπεί. Το ζήτημα, αν η αποβολή της μισθώτριας από τη νομή και κατοχή του ακινήτου έγινε νόμιμα ή όχι, κατά τη διάταξη του άρθρου 943 ΚΠολΔ, με συνέπεια την ακύρωση της υπ’ αριθμ. 2112/2005  εκθέσεως αποβολής και εγκατάστασής, θα κριθεί, ασφαλώς, στο πλαίσιο των ανακοπών που ασκήθηκαν κατ΄ αυτής, αφού πρόκειται για τα μοναδικά  ένδικα βοηθήματα που είναι ικανά να οδηγήσουν σε ακύρωση πράξεων της αναγκαστικής εκτελέσεως. Στη δίκη, ωστόσο, των ασφαλιστικών μέτρων νομής, οπότε κρίνονται οι ουσιαστικού δικαίου αξιώσεις, το δικαστήριο δικαιούται και υποχρεούται να εξετάσει παρεμπιπτόντως το κύρος των παραπάνω πράξεων, ώστε να εκφέρει ασφαλή κρίση για την αξίωση αποδόσεως τη νομής. Με την κρίση του αυτή δεν επηρεάζει το κύρος των πράξεων της εκτελέσεως, αλλά διαγιγνώσκονται προσωρινά μόνο οι αξιώσεις που το αστικό δίκαιο προβλέπει (πρβλ. Γεσίου – Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής  εκτελέσεως Ι, σελ. 484), με συνέπεια την προσωρινή και έμμεση – όχι άμεση- κατάλυση της εκτελεστότητας. Από τη στιγμή που έγινε δεκτό ότι ασφαλιστικά μέτρα νομής εδώ χωρούν (βλ. ανωτ. Ερώτημα δεύτερο), το ειρηνοδικείο δεν μπορεί να διαγνώσει προσωρινά τις αξιώσεις ουσιαστικού δικαίου από την προσβολή της νομής αν δεν εξετάσει παρεπιμπτόντως την εγκυρότητα της εκτελέσεως. Επομένως , το Ειρηνοδικείο Ελευσίνας ορθά υπεισήλθε σε παρεμπίπτουσα έρευνα του κύρους των πράξεων της εκτελέσεως με σκοπό να αποφανθεί επί του αιτήματος για προσωρινή επιδίκαση της νομής του ακινήτου στην αιτούσα –μισθώτρια. Η παρεμπίπτουσα κρίση του ουδόλως επηρέασε το κύρος των πράξεων της εκτελέσεως, αλλά ήταν απολύτως αναγκαία για την προσωρινή διάγνωση των ουσιαστικού δικαίου αξιώσεων από την επικαλούμενη προσβολή της νομής και κατοχής.

Ερώτημα έκτο

Το Ειρηνοδικείο Ελευσίνας πιθανολόγησε ότι η μισθώτρια εταιρία δεν ήταν υπερήμερη ως προς την καταβολή μισθωμάτων και τόκων που απέρρεαν από τη σύμβαση χρηματοδοτικής  μίσθωσης, ώστε η καταγγελία της τελευταίας εκ μέρους της εκμισθώτριας να μην είναι νόμιμη. Κρίθηκε, ακόμη ότι η απαίτηση  της εκμισθώτριας δεν ήταν εκκαθαρισμένη (άρθρ. 916 ΚΠολΔ). Για κανέναν  από τους παραπάνω  ισχυρισμούς που προβλήθηκαν από τη μισθώτρια εταιρία δεν επιβάλλεται παραχρήμα απόδειξη, αφού η διάταξη του άρθρου 933 παρ. 4 ΚΠολΔ ισχύει μόνον στις δίκες περί την εκτέλεση. Όταν ακολουθείται η διαδικασία  των ασφαλιστικών μέτρων, ως γνωστόν,  το δικαστήριο αποδεσμεύεται  από τους αυστηρούς κανόνες της αποδεικτικής διαδικασίας και εκτιμά ελεύθερα οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο κρίνει πρόσφορο (ΑΠ 1675/1995, ΕλλΔνη 1998.362). Ακόμη, όμως και στο πλαίσιο δίκης περί την εκτέλεση (επί της ανακοπής που πρόκειται να συζητηθεί), για κανέναν από τους παραπάνω ισχυρισμούς  δεν αξιώνεται παραχρήμα απόδειξη, αφού κανένας από αυτούς δεν αφορά στην απόσβεση της απαιτήσεως. Ειδικότερα α) Οι Λόγοι ανακοπής που συνίστανται στο ότι δεν υπάρχει απαίτηση βέβαιη και εκκαθαρισμένη αφορούν στον εκτελεστό τίτλο, ως έγγραφο που ενσαρκώνει αξίωση ώριμη για αναγκαστική εκτέλεση (Μητσόπουλος, ΝοΒ 1972.451 Γεσίου – Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής εκτελέσεως Ι, σελ. 637, σημ. 97). Β) Ο ισχυρισμός περί ανυπαρξίας απαιτήσεως για παράνομους τόκους αφορά στη γένεση και όχι στην απόσβεση της απαιτήσεως (ΕφΑθ 11005/1981, ΕλλΔνη 1982.395), γ) ο δε ισχυρισμός ότι δεν οφείλονταν τα συμφωνημένα στη σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης μισθώματα, αφού με τη σύναψη της ανωτέρω συμβάσεως καταβλήθηκαν όσα μισθώματα οφείλονταν τουλάχιστον  μέχρι αυτή να καταγγελθεί, διότι αφορά σε αποσβεστικό γεγονός που είχε επέλθει προ της επιδόσεως της επιταγής και αφορά έτσι σε ουσιαστικό ελάττωμα του τίτλου, ενώ το άρθρο 933 παρ. 4 ΚΠολΔ αναφέρεται μόνον σε αποσβεστικά γεγονότα που επέρχονται μετά την επίδοση της επιταγής (Κεραμεύς/ Κονδύλης / Νίκας [Νικολόπουλος-], ΚΠολΔ Ι [2000], 933 αριθ. 39 ΕφΘες 1955/1989, Αρμ 1991.1235).

Κατά συνέπεια, στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων νομής, όπου λαμβάνονται υπόψη όλα  τα κατά  την κρίση του δικαστηρίου πρόσφορα αποδεικτικά μέσα, κανένας από τους ανωτέρω ισχυρισμούς δεν έπρεπε να αποδειχθεί παραχρήμα.

                                                                                               Θεσσαλονίκη 3.1.2006