Καθηγητή Κ. Μπέη (αναγκαστική εκτέλεση εναντίον αλλοδαπού κράτους)

Η ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ

ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΑΛΛΟΔΑΠΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

ΚΑΤΑ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΚΩΣΤΑ Ε. ΜΠΕΗ

Ομότιμου Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών

Ι

1. Ενόσω στις διακρατικές σχέσεις μπορούν οι διπλωματικές πιέσεις να έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα από τους κανόνες του δημόσιου διεθνούς δικαίου, οι ασθενέστερες χώρες πειθαναγκάζονται, αναφορικά με την πραγμάτωση των δικαιωμάτων των πολιτών των εναντίον ξένου κράτους, να την εξαρτούν από πολιτικές σκοπιμότητες, κατά τη σοφή παρατήρηση του Σόλωνα, ότι οι νόμοι είναι σαν τον ιστό της αράχνης, έτσι που, αν εμπλακεί σ’ αυτόν κάτι το αλαφρόμυαλο και ανίσχυρο, ο ιστός αντέχει και κρατάει το ζουζούνι δέσμιο, ενώ αν πρόκειται για κάτι ογκωδέστερο, τότε ο ιστός ξεσκίζεται και το ισχυρό ζωύφιο φεύγει ανενόχλητο (1)  . Αυτή η οδυνηρή για το κράτος δικαίου παραδοχή επιβεβαιώνεται στην περίπτωση του άρθρου 923 ΠολΔ, κατά το οποίο δεν επιτρέπεται αναγκαστική εκτέλεση εναντίον αλλοδαπού Δημοσίου (2) δίχως προηγούμενη  άδεια  του υπουργού Δικαιοσύνης, μια  άδεια  που,  καθώς φαίνεται, ουδέποτε χορηγήθηκε από τότε που, για πρώτη φορά, θεσπίστηκε ως ειδική προϋπόθεση, με το ν.δ. της 30/31 Δεκεμβρίου1925, καθώς και στη συνέχεια από τις αυστηρότερες παραλλαγές του α.ν 1519/1938, ο οποίος απετέλεσε την πηγή και του άρθρου 923 της ισχύουσας πολιτικής δικονομίας.

2. Η καθιερούμενη διακριτική ευχέρεια του υπουργού Δικαιοσύνης αφήνει κάποιο θεωρητικό περιθώριο, πως δεν αποκλείεται, κάποτε, να χορηγηθεί η ζητούμενη άδεια. Όμως εξ  αρχής θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι δεν υπάρχει τέτοιο ενδεχόμενο, επειδή ακριβώς δεν υπάρχει ούτε περιθώριο αντίστοιχης διακριτικής ευχέρειας του υπουργού Δικαιοσύνης, στις περιπτώσεις που το αλλοδαπό κράτος απολαύει ασυλίας (3), αναφορικά με χρηματικές υποχρεώσεις του από εξουσιαστικές πράξεις του (acta jure imperii), σύμφωνα με τους κανόνες του εθιμικού δημόσιου διεθνούς δικαίου (4).

3. Πέραν από την προαναφερόμενη περίπτωση δεν υπάρχει περιθώριο ισχύος της κατ’ άρθρο  923 ΠολΔ διακριτικής ευχέρειας του υπουργού Δικαιοσύνης στην περίπτωση του άρθρου 22  § 3 της Διεθνούς Σύμβασης της Βιέννης της 18 Απριλίου 1961, αναφορικά με τις διπλωματικές σχέσεις, που έχει κυρωθεί από την Ελλάδα με το ν.δ. 503/1970. Σύμφωνα μ’ αυτήν τη διάταξη, απαγορεύεται απολύτως και ανεπιφυλάκτως η κατάσχεση των χωρών και των κινητών μέσα σ’ αυτούς εγκαταστάσεων  των διπλωματικών αποστολών, καθώς και των μεταφορικών μέσων των.

4. Τέλος, εκφεύγουν της κατά το άρθρο 923ΠολΔ διακριτικής ευχέρειας του υπουργού Δικαιοσύνης εκείνες οι περιπτώσεις έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον αλλοδαπού κράτους, κατά τις οποίες πρόκειται να κατασχεθεί και να πλειστηριαστεί αναγκαστικώς δημόσια περιουσία του αλλοδαπού κράτους.

Αυτή η διάκριση ανάμεσα στην κατασχετή ιδιωτική και στην ακατάσχετη δημόσια περιουσία του ελληνικού Δημοσίου, του αλλοδαπού κράτους και των νομικών προσώπων του δημόσιου δικαίου είναι σχετικώς νέα στην ελληνική έννομη τάξη,  τη βιβλιογραφία και τη νομολογία της. Για το λόγο τούτο δεν είναι άσκοπη μια στοιχειώδης σκιαγράφηση της ακατάσχετης δημόσιας περιουσίας του αλλοδαπού κράτους, για την οποία, καθώς σημειώθηκε, δεν έχει καμιά διακριτική ευχέρεια ο υπουργός Δικαιοσύνης κατά το άρθρο 923 ΠολΔ.

Ως πριν από λίγα χρόνια το άρθρο 8 ν. 2097/1952 απαγόρευε απολύτως την αναγκαστική εκτέλεση εναντίον του ελληνικού Δημοσίου και των νομικών προσώπων του δημόσιου δικαίου, διαμέσου της κατάσχεσης και πλειστηρίασης οποιουδήποτε περιουσιακού αντικειμένου των. Παρά τα πλούσια ερεθίσματα που παρείχε η θεωρία (5) και η νομολογία των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων (6), η νομολογία του Αρείου Πάγου επέμενε ότι η καθολική απαγόρευση της αναγκαστικής κατάσχεσης εναντίον του ελληνικού Δημοσίου και των ν.π.δ.δ. δεν είχε τάχα πρόβλημα αντίθεσης προς το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (7).

Για πρώτη φορά η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου της 5ης Δεκεμβρίου 1995 (8) αποφάνθηκε ότι η κατά την ελληνική νομοθεσία απαγόρευση της αναγκαστικής κατάσχεσης εναντίον του ελληνικού Δημοσίου και των ν.π.δ.δ., καθ’ αυτήν, δεν ήταν αντίθετο στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, όμως ότι η άρνηση του ελληνικού Δημοσίου και αυτών των νομικών προσώπων να εκπληρώσουν τις νόμιμες χρηματικές υποχρεώσεις των, κατ’ επίκληση αυτής  την νομοθετικής απαγόρευσης, προσέβαλλε τα θεμελιακά δικαιώματα για δραστική δικαστική προστασία (ΕΣΔΑ 6 § 1) και για ειρηνική απόλαυση της περιουσίας (1 § 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου), στην έννοια της οποίας περιλαμβάνονται και τα ενοχικά δικαιώματα.

Τελικώς το πρόβλημα έφθασε ενώπιον και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα  Δικαιώματα του Ανθρώπου, το οποίο, σε πρώτη φάση, αποφάνθηκε κάπως αόριστα (9), ότι οι θεμελιακές αρχές της δραστικής δικαστικής προστασίας των διαδίκων και της αποκατάστασης της νομιμότητας στο  χώρο των υποχρεώσεων του κράτους θεμελιώνουν την υποχρέωσή του να προσαρμόσει τη συμπεριφορά του στις καταδικαστικές  αποφάσεις των ανώτατων δικαστηρίων του. Όμως αργότερα επανήλθε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στο ίδιο πρόβλημα, οπότε, δίχως περιστροφές, αποφάνθηκε, ότι (10) τη αξίωση για πρόσβαση στα δικαστήρια   θα   ήταν   παραπλανητική,   αν   η    έννομη   τάξη    ενός  συμβαλλόμενου κράτους στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου θα  αποδυνάμωνε τη δραστηριότητα της δεσμευτικότητας των δικαστικών αποφάσεων για χάρη της μιας διάδικης πλευράς και σε βάρος της άλλης. Για το λόγο τούτο, συνέχισε η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, η αναγκαστική εκτέλεση έχει το χαρακτήρα ανεπίδεκτου χωρισμού τμήματος της «δίκης», όπως την κατανοεί το άρθρο 6 ΕΣΔΑ.

Με καθυστέρηση τριάντα ετών επακολούθησε η εκ μέρους της Ελλάδας με το ν. 2462/1997 κύρωση του Διεθνούς Συμφώνου της 16 Δεκεμβρίου 1966 για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, με το άρθρο 2§ 3 εδ. γ΄ του οποίου τα συμβαλλόμενα κράτη αναλαμβάνουν τη δέσμευση να εγγυηθούν την εκτέλεση όλων των αποφάσεων αρμόδιων κρατικών οργάνων.

Κατόπιν τούτου πειθαναγκάστηκε και η νομολογία των ανώτατων ελληνικών δικαστηρίων στην παραδοχή ότι η ιδιωτική περιουσία του ελληνικού Δημοσίου και των ν.π.δ.δ. είναι κατασχετή (11).

Έτσι φθάσαμε στην αίσια έκβαση αυτής της δικαιικής περιπέτειας, και κατά την τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος προστέθηκε στο άρθρο 94 § 4 διάταξη, σύμφωνα με την οποία οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων του δημόσιου δικαίου, όπως νόμος ορίζει. Επακολούθησε όντως ο ν. 3068/2002, το άρθρο 4 του οποίου όρισε ότι «1. η αναγκαστική εκτέλεση για να ικανοποιηθεί χρηματική απαίτηση κατά του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των λοιπών ν.π.δ.δ. γίνεται με κατάσχεση της ιδιωτικής περιουσίας αυτών. Αποκλείεται η κατάσχεση απαιτήσεων που πηγάζουν από έννομη σχέση δημόσιου δικαίου ή απαιτήσεων χρηματικού ή μη αντικειμένου το οποίο έχει ταχθεί για την άμεση εξυπηρέτηση ειδικού δημόσιου σκοπού. 2. Αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. επιτρέπεται μετά παρέλευση εξήντα ημερών από την επίδοση της απόφασης στον υπουργό που είναι αρμόδιος για την πληρωμή ή στον εκπρόσωπο του ν.π.δ.δ. 3. κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του όγδοου βιβλίου του κώδικα πολιτικής δικονομίας».

5. Μετά από αυτήν τη νομοθετική εξέλιξη θα μπορούσε ν’ αναμενόταν ότι δεν έπρεπε εφεξής να διατηρούνται επιφυλάξεις αναφορικά με το κατασχετό της ιδιωτικής περιουσίας ξένων κρατών που βρίσκεται σ’ ελληνικό έδαφος, με την ιδιαιτερότητα του ελληνικού δικαίου που εξαρτά την κατάσχεση αυτής της επί ελληνικού εδάφους ιδιωτικής περιουσίας ξένου κράτους από την προηγούμενη άδεια του υπουργού Δικαιοσύνης, κατά το άρθρο 923 ΠολΔ, μια άδεια, η οποία, τουλάχιστον κατά τη γραμματική διατύπωση του άρθρου τούτου, δεν απαιτείται προκειμένου να επισπευσθεί αναγκαστική κατάσχεση της ιδιωτικής περιουσίας αλλοδαπού νομικού προσώπου του δημόσιου δικαίου.

ΙΙ

Το πρωταρχικό ερώτημα με την κατ’ άρθρο 923 ΠολΔ απαγόρευση της αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον ξένου κράτους δίχως προηγούμενη άδεια του υπουργού Δικαιοσύνης επικεντρώνεται  στο πρόβλημα, αν αυτή η ρύθμιση εναρμονίζεται με την εκτελεστότητα των δικαστικών αποφάσεων  ως έκφραση του θεμελιακού δικαιώματος για δραστική δικαστική προστασία κατά τα  20 § 1 Σ, 6 § 1 ΕΣΔΑ, καθώς και 2 § 1  και 14 Διεθν Σ ΑΠΔ του 1966.

1.Αναφορικά μ’ αυτό το ερώτημα  η ολομέλεια του Αρείου Πάγου αποφάνθηκε ομοφώνως (12), ότι το θεμελιακό δικαίωμα επί  την αναγκαστική εκτέλεση είναι δεκτικό νομοθετικών περιορισμών προς τις ακόλουθες κατευθύνσεις:

α) εφόσον αυτοί οι περιορισμοί επιδιώκουν θεμιτούς σκοπούς,

β) δεν προσβάλουν την ουσία αυτού του θεμελιακού δικαιώματος, και

γ) δεν παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας.

2. Σ’ αυτές τις προϋποθέσεις ανταποκρίνεται το άρθρο 923 ΠολΔ, κατά  την ομόφωνη νομολογία του Αρείου Πάγου, στο πλαίσιο των ακόλουθων σκέψεων:

α) ότι η κατά το εθιμικό δημόσιο διεθνές δίκαιο ασυλία των ξένων κρατών ισχύει αναφορικά και με την ιδιωτική περιουσία των,

β) ότι το εθιμικό δημόσιο διεθνές δίκαιο γνωρίζει δυο εντελώς διαφορετικές ασυλίες των ξένων κρατών, δηλαδή την ασυλία εναγωγής στο πλαίσιο διαγνωστικής διαδικασίας και την ανεξάρτητη απ’ αυτήν περαιτέρω ασυλία εκτελέσεως, έτσι ώστε η λαθεμένη κατάφαση ή άρνηση  της πρώτης να μην επηρεάζει την ύπαρξη ή την ανυπαρξία της δεύτερης,

(γ) ότι έχει προτεραιότητα η μη διατάραξη των διπλωματικών σχέσεων  της Ελλάδας με το ξένο κράτος που καταδικάστηκε τελεσιδίκως, εν όψει  της διάταξης του άρθρου 2 § 2 Σ, κατά το οποίο η Ελλάδα, ακολουθώντας τους γενικά αναγνωρισμένους κανόνες του διεθνούς δικαίου, επιδιώκει την εμπέδωση της ειρήνης, της δικαιοσύνης, καθώς και την ανάπτυξη των φιλικών σχέσεων μεταξύ των λαών και των κρατών,

(δ) αυτή η ρύθμιση τελικώς  είναι εναρμονισμένη και με το άρθρο  1§ 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, κατά το οποίο δέχεται την προσβολή του θεμελιακού δικαιώματος για ειρηνική απόλαυση της περιουσίας εκ μέρους του δικαιούχου ιδιώτη, όταν συντρέχει προς τούτο υπέρτερο δημόσιο συμφέρον,

(ε) ότι η άρνηση του υπουργού Δικαιοσύνης, να χορηγήσει την αιτούμενη άδεια αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον ξένου κράτους δεν παραβλάπτει τη δραστικότητα της δικαστικής προστασίας που παρασχέθηκε, επειδή το δεδικασμένο της σχετικής απόφασης παραμένει σε πλήρη ισχύ, όπως και η εκτελεστότητά της, η οποία μπορεί να επιδιωχθεί στο έδαφος του ενεχόμενου ξένου κράτους, ενώ τέλος

(ς) ότι ο περιορισμός της δημόσιας αξίωσης που έχει ο ιδιώτης εναντίον της ελληνικής πολιτείας για παροχή έννομης προστασίας με τη μορφή της αναγκαστικής εκτέλεσης, δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, εν όψει της βαρύτητάς της σημασίας που έχει για ολόκληρο το ελληνικό έθνος η διαφύλαξη των ομαλών διπλωματικών σχέσεων με το ενεχόμενο ξένο κράτος, στο πλαίσιο του άρθρου 25 § 1 Σ.

3. Είναι πειστικές αυτές οι αιτιολογίες της θέσης που υποστήριξε η ολομέλεια του Αρείου Πάγου;

(α) Σε παλιότερες εποχές κυριαρχούσε η λεγόμενη απόλυτη ασυλία των κρατών, η οποία  όμως με την πάροδο των χρόνων και τις συντελούμενες κατακτήσεις της ιδέας του κράτους δικαίου, περιορίστηκε στην ευθύνη του από τις λεγόμενες κυριαρχικές πράξεις του (acta jure imperii). Στην εποχή μας κανένα ευρωπαϊκό κράτος δεν διαθέτει προνόμιο ετεροδικίας για ενοχές του από σχέσεις ιδιωτικού δικαίου (acta jure gestionis). Από αυτήν τη σύγχρονη κατάκτηση απορρέει κατά λογική αναγκαιότητα η παραδοχή ότι η κατά το άρθρο 923 ΠολΔ απαιτούμενη άδεια του υπουργού Δικαιοσύνης δεν έχει κανένα έρεισμα στο σύγχρονο ευρωπαϊκό εθιμικό δημόσιο διεθνές δίκαιο, προκειμένου ο δανειστής από σχέση ιδιωτικού δικαίου να προχωρήσει στην αναγκαστική κατάσχεση της ιδιωτικής περιουσίας που έχει ξένο κράτος στο ελληνικό έδαφος.

(β) Ασφαλώς κατά το ελληνικό Σύνταγμα είναι μία από τις αποστολές του ελληνικού κράτους να συμβάλλει στη διατήρηση της ειρήνης και στην ανάπτυξη των φιλικών σχέσεων με άλλους λαούς και άλλα κράτη. Όμως αυτή η αποστολή σε καμιά περίπτωση δεν είναι δυνατόν να επιδιώκεται με εκπτώσεις σε βάρος των αρχών του κράτους δικαίου, έτσι ώστε η επιδίωξη της ειρήνης και της ανάπτυξης των φιλικών σχέσεων στις διεθνείς σχέσεις να μην μπορεί να έχει ως θύμα την εκτελεστότητα των δικαστικών αποφάσεων.

(γ) Ασφαλώς η άρνηση του υπουργού Δικαιοσύνης να χορηγήσει άδεια αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον του αλλοδαπού κράτους δεν προσβάλλει το θεμελιακό δικαίωμα του δανειστή για αδιακώλυτη απόλαυση της περιουσίας του, αν το ελληνικό Δημόσιο προσφέρεται σε πλήρη αποζημίωση του δανειστή, όπως άλλωστε αξιώνει και το άρθρο 1 §  1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, όταν στο τελευταίο εδάφιό του αναφέρεται στους προβλεπόμενους από το νόμο και τις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου όρους. Ανεξάρτητα όμως από αυτήν την παραδοχή, και μάλιστα με τον όρο της πλήρους αποζημίωσης, πάντως η μη προσβολή του δικαιώματος  για ειρηνική απόλαυση της περιουσίας δεν λειτουργεί ως ίαμα και για το προσβαλλόμενο δικαίωμα των άρθρων 20 § 1 Σ, 6 § 1 ΕΣΔΑ και 2 § 3 ΔιεθνΣ ΑΠΔ, για την παροχή δραστικής δικαστικής προστασίας, κάτι που είναι ένα άλλο, αυτοτελές, και άξιο σεβασμού και προστασίας θεμελιακό δικαίωμα.

(δ) Το άρθρο 20 § 1 Σ αφορά τη δραστικότητα της δικαστικής προστασίας στο χώρο της ελληνικής έννομης τάξης. Για το λόγο τούτο η ενδεχόμενη δυνατότητα να επισπευσθεί αναγκαστική εκτέλεση εναντίον του ενεχόμενου ξένου κράτους στο έδαφος άλλου κράτους, όπως λ.χ. στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, όπου, καθώς ακούγεται, έγινε ήδη η δικαστική κήρυξη της εκτελεστότητας της αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης του πολυμελούς πρωτοδικείου Λιβαδιάς, για τη δικαίωση των θυμάτων του ολοκαυτώματος του Διστόμου, δεν μπορεί να λειτουργεί ως θεραπευτήριο για την επιλήσμονα των δικαιοπρακτικών υποχρεώσεών της ελληνική έννομη τάξη. Κατά το λόγο, που η ενδεχόμενη απαγόρευση του Έλληνα υπουργού Δικαιοσύνης, απευθυνόμενη προς ελληνικό  δικαστήριο, με την εντολή να μη δικάσει ιδιωτική διαφορά με  ξένο κράτος, θα ήταν αντίθετη στο άρθρο 20 § 1 Σ, κατά τον ίδιο λόγο παραβιάζει αυτόν τον συνταγματικό κανόνα και η εξάρτηση της αναγκαστικής εκτέλεσης από την προηγούμενη άδεια του υπουργού Δικαιοσύνης, αναφορικά με αξιώσεις από ιδιωτικές έννομες σχέσεις, όταν επισπεύδεται κατάσχεση της ιδιωτικής περιουσίας του ενεχόμενου ξένου κράτους.

(ε) Ας δούμε τώρα το έσχατο επιχείρημα της ολομέλειας του Αρείου Πάγου, ότι δηλαδή το ιδιωτικό συμφέρον του ατόμου υποχωρεί ενώπιον του υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος του κράτους. Αυτό το επιχείρημα είναι όντως αξιοπρόσεχτο. Όμως πειστικό είναι μόνον όταν τα βάρη για την προαγωγή του γενικότερου συμφέροντος δεν επωμίζεται ο αδύνατος ιδιώτης, αλλ΄’ η ολότητα, με την έννοια ότι η σχετική οικονομική θυσία θα καταμεριστεί σ’ όλους τους φορολογούμενους και θα πληρωθεί στον θυσιαζόμενο ιδιώτη διαμέσου του κρατικού προϋπολογισμού. Αυτήν τη διάσταση λησμόνησαν τελείως οι προφάσεις για την διάσωση του άρθρου 923 ΠολΔ, μια διάταξης ανύπαρκτης σε άλλες ευρωπαϊκές έννομες τάξεις, και ανάξιας για ένα κράτος που θα ήθελε να γίνεται σεβαστό ως αξιόπιστο κράτος δικαίου.

 Στο ενδεχόμενο λοιπόν ερώτημα, αν είναι άξια χλευασμού η αδυναμία του ελληνικού κράτους να περιφρουρήσει τη δραστικότητα των αμετάκλητων καταδικαστικών αποφάσεων των δικαστηρίων του απέναντι στον τσαμπουκά ξένων ισχυρών κρατών, η ήπια απάντηση περιορίζεται στην υπενθύμιση ότι αυτή η οδυνηρή και αναπότρεπτη χρεία είναι βεβαίως οδυνηρή, αλλά δεν απαλλάσσει ένα κράτος, που διαθέτει αυτοσεβασμό απέναντι στην ιστορία του και στις υποχρεώσεις του ως ευρωπαϊκού κράτους δικαίου, να πληρώσει αποζημίωση στον ιδιώτη για την εκτελεστότητα που του αποστερεί από την αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση που εκείνος έχει στα χέρια του.

Για όλους αυτούς τους λόγους η φερόμενη ως επιχειρηματολογία της ολομέλειας του Αρείου Πάγου δεν είναι δυνατόν να πείσει.

4. Όμως, οφείλουμε να παραδεχθούμε, ότι στα βήματα της ολομέλειας του Αρείου Πάγου κινήθηκε και η προαναφερόμενη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου της 12 Δεκεμβρίου 2002 στην υπόθεση Καλογερόπουλος κ.λπ. εναντίον Ελλάδας και Γερμανίας. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο υποστήριξε την εκδοχή, ότι το θεμελιακό δικαίωμα για πρόσβαση στα δικαστήρια δεν είναι απόλυτο, αλλ’  ότι υπόκειται σε περιορισμούς, οι οποίοι απορρέουν από την παραδοχή ότι αυτό το θεμελιακό δικαίωμα, από τη φύση του, προϋποθέτει την ειδικότερη ρύθμιση του από τις εθνικές νομοθεσίες των συμβαλλόμενων στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση κρατών, κάτι που σημαίνει ότι οι ειδικότερες τούτες εθνικές ρυθμίσεις από τη φύση των ανήκουν στην διακριτική ευχέρεια κάθε συμβαλλόμενου κράτους, έτσι ώστε να είναι θεμιτοί διάφοροι περιορισμοί, υπό την προϋπόθεση ότι το θεμελιακό δικαίωμα του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ δεν θα θίγει στην ουσία του, καθώς και ότι οι καθιερούμενοι από την εθνική νομοθεσία περιορισμοί θα διατηρούν τον χαρακτήρα των ως θεμιτών εξαιρέσεων, όπως αυτό συμβαίνει στην περίπτωση της ασυλίας των κρατών, η οποία αναγνωρίζεται από το δημόσιο διεθνές δίκαιο. Μ’ αυτήν την αφετηρία το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο παραπέμπει στο άρθρο 31 § 3 εδ. γ΄ της Διεθνούς Σύμβασης της Βιέννης της 23 Μαϊου 1969, κατά το οποίο μια διεθνής σύμβαση δεν πρέπει να ερμηνεύεται και εφαρμόζεται καθ’ αυτή και σε κενό χώρο, αλλά σε αρμονία με συνάφεια με τους κανόνες του δημόσιου διεθνούς δικαίου.

5. Όμως αυτή η σκέψη της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου πείθει μόνο στην έκταση, που το δημόσιο διεθνές δίκαιο εξοπλίζει το ενεχόμενο ξένο κράτος με τη λεγόμενη ασυλία αναγκαστικής εκτέλεσης, και όχι στις περιπτώσεις που είναι βέβαιο ότι δεν υπάρχει ασυλία, όπως τούτο όντως συμβαίνει στις ακόλουθες δύο περιπτώσεις:

(α) όταν η αιτούμενη κατά το άρθρο 923 ΠολΔ άδεια του υπουργού Δικαιοσύνης για την επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον ενεχόμενου ξένου κράτους αναφέρεται στην ικανοποίηση ιδιωτικού δικαίου αξίωσης του αιτούντα ιδιώτη (acta jure gestionis), δηλαδή σε περίπτωση που ο υπουργός Δικαιοσύνης, δεν μπορεί να έχει εξουσία να προσδώσει στο ξένο κράτος ασυλία, την οποία δεν του αναγνωρίζουν οι κανόνες του δημόσιου διεθνούς δικαίου, και

(β) όταν ήδη έχει διαγνωστεί με δύναμη δεδικασμένου, ότι το ενεχόμενο ξένο κράτος δεν έχει προνόμιο ασυλίας εναγωγής του, κάτι που ήδη αποκλείει και την αντίστοιχη ασυλία αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον του (13).

6. Ανεξάρτητα από την προηγηθείσα παρατήρηση θα πρέπει να συνεκτιμηθεί ότι η αποκρουόμενη εκδοχή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου δεν παρέχει πειστική απάντηση στο ερώτημα, αν η άρνηση του  Έλληνα υπουργού Δικαιοσύνης να παράσχει τη ζητούμενη άδεια αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον του ενεχόμενου ξένου κράτους, δεν προσβάλλει τάχα το θεμελιακό δικαίωμα του δανειστή για πρόσβαση σε δικαστήριο με δικαιοπρακτικές εγγυήσεις κατά το άρθρο 6 § 1 ΕΣΔΑ, ακόμη και όταν επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση εναντίον ξένου κράτους για ιδιωτικού δικαίου χρηματική υποχρέωσή του διαμέσου της κατάσχεσης αντικειμένων της ιδιωτικής περιουσίας του, όπως είναι λ.χ. ένα οικόπεδο που έχει εκμισθωθεί σ’ επιχείρηση στάθμευσης ιδιωτικών αυτοκινήτων.

7. Κατά τη γνώμη μου η ως τώρα διαπραγμάτευση του προβλήματος, που συνιστά το αντικείμενο της παρούσας μελέτης, κατέληξε στα ακόλουθα μη αναστρέψιμα πορίσματα:

(α) Αν το ξένο κράτος απολαύει του ευεργετήματος της ασυλίας αναγκαστικής εκτέλεσης, η ρύθμιση του άρθρου 923 ΠολΔ.  Είναι παραπλανητική και περιττή, επειδή η εκτέλεση δεν εξαρτάται από τη διακριτική ευχέρεια του υπουργού Δικαιοσύνης, αλλ’ απαγορεύεται ευθέως και ανεξαιρέτως από τους σχετικούς με την ασυλία κανόνες του δημόσιου διεθνούς δικαίου, οι οποίοι έχουν προτεραιότητα έναντι των κανόνων της εθνικής νομοθεσίας κατά το άρθρο 28 § 1 Σ, έτσι που να μη μένει κανένα περιθώριο για ενδεχόμενες σταθμίσεις εκ μέρους του υπουργού Δικαιοσύνης.

(β) Αντιθέτως, αν το ξένο κράτος δεν απολαύει προνομίου ασυλίας αναγκαστικής εκτέλεσης, η εξάρτηση της εναντίον του αναγκαστικής κατάσχεσης από την προηγούμενη άδεια του υπουργού Δικαιοσύνης είναι αντίθετη στο Σύνταγμα και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου στο πλαίσιο των ακόλουθων δύο λόγων:

-πρώτον, επειδή προσβάλλει το θεμελιακό δικαίωμα για δραστική δικαστική προστασία (20 § 1 Σ, 6 § 1  ΕΣΔΑ και 2 § 3 ΔιεθνΣ ΑΠΔ)και

-δεύτερον, επειδή παραβιάζει τη θεμελιακή δικαιική αρχή της αναλογικότητας (Σ 25 § 1), αφού το κόστος για τη διαφύλαξη του δημόσιου συμφέροντος του ελληνικού κράτους, για ομαλές διπλωματικές σχέσεις με άλλα κράτη, καλείται να φέρει αποκλειστικώς εξατομικευμένος δανειστής, αντί του συνόλου των φορολογουμένων διαμέσου του κρατικού προϋπολογισμού, υπόχρεου σε αποζημίωση του δανειστή που αποστερείται από το δικαίωμα στην αναγκαστική εκτέλεση. Δίχως προηγούμενη εκ μέρους του ελληνικού κράτους πλήρη αποζημίωση του δικαιούχου της αναγκαστικής εκτέλεσης, η απαγόρευση της παραβιάζει προδήλως την αρχή της αναλογικότητας. Αυτήν την αποζημίωση απέκλειε ρητώς ο α.ν. 1519/1938, κάτι, που δεν επανέλαβε το άρθρο 923 ΠολΔ. Αλλά και αν ακόμη θα το απαγόρευε κάποια διάταξη ελληνικού νόμου, αυτή θα ήταν αντίθετη στο άρθρο 1 § 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.

ΙΙΙ

1.Κατά τους κανόνες του δημόσιου διεθνούς δικαίου δεν ισχύει ασυλία εκτελέσεως, καθώς ήδη σημειώθηκε, αν η εκτέλεση αφορά την ικανοποίηση χρηματικής αξίωσης εναντίον του ξένου κράτους από σχέση ιδιωτικού δικαίου (acta jure gestionis) και πρόκειται να κατασχεθούν αντικείμενα της ιδιωτικής περιουσίας του ενεχόμενου ξένου κράτους (14). Σε μια τέτοια περίπτωση η εξάρτηση της αναγκαστικής εκτέλεσης από την προηγούμενη κατ’ άρθρο 923 ΠολΔ άδεια του υπουργού Δικαιοσύνης θα μπορούσε ίσως με την πρώτη ματιά να θεωρηθεί ως φρόνιμη ρύθμιση, προκειμένου ν’ αποτραπεί η διαταραχή των φιλικών διπλωματικών σχέσεων της Ελλάδας με το ενεχόμενο ξένο κράτος, για χάρη των ιδιωτικών συμφερόντων αλλοδαπού δανειστή, και πολύ περισσότερο αν ο δανειστής είναι πολίτης του ενεχόμενου ξένου κράτους. Η παραδοχή της θυσίας των συμφερόντων του ατόμου για χάρη του συμφέροντος της ολότητας υπήρξε πάντα ελκυστική (15), πολύ περισσότερο όταν πρόκειται να διαφυλαχθούν τα συμφέροντα του έθνους σε βάρος κάποιου αλλοδαπού δανειστή!

2. Μολοντούτο δεν πρέπει να παραθεωρείται ότι το θεμελιακό δικαίωμα για τη δραστική έννομη προστασία δεν ισχύει μόνο για τους πολίτες μιας χώρας, αλλά και για τους φιλοξενούμενους σ’ αυτήν αλλοδαπούς. Το άρθρο 20 § 1  Σ αναφέρεται σε «καθέναν» και το άρθρο 6 § 1  ΕΣΔΑ σε «παν πρόσωπον», ανεξαρτήτως εθνικότητας ή άλλων διακριτικών γνωρισμάτων. Είτα πρόκειται λοιπόν για ημεδαπό είτε για αλλοδαπό δανειστή, η ευρωπαϊκή (1§ 1  του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου), συνακόλουθα δε και η εθνική (Σ 28 § 1) έννομη τάξη ανέχονται να θυσιαστεί το ατομικό  συμφέρον εκείνου για χάρη του εθνικού συμφέροντος, όμως μόνον υπό τον απαράβατο όρο της πλήρους αποζημίωσής του από τον κρατικό προϋπολογισμό, και διαμέσου αυτού από το σύνολο των φορολογουμένων.

 Το συμπέρασμα είναι ότι το άρθρο 923 ΠολΔ δεν παρέχει στον υπουργό Δικαιοσύνης θεμιτή ευχέρεια ν’ αρνηθεί τη ζητούμενη άδεια ή να παραλείψει ν’ απαντήσει στο σχετικό αίτημα, αναφορικά με την κατάσχεση αντικειμένων της ιδιωτικής περιουσίας του ενεχόμενου ξένου κράτους, για την ικανοποίηση χρηματικής απαίτησης του αιτούντα δανειστή από σχέση ιδιωτικού δικαίου, δηλαδή από μη εξουσιαστική σχέση.

IV

Το άρθρο 2 α.ν. 1519/1938 όριζε απεριφράστως ότι ο αιτών την άδεια του  υπουργού   Δικαιοσύνης  δεν  έχει  ούτε  διαπλαστικό   δικαίωμα προσφυγής στο Συμβούλιο Επικρατείας προς ακύρωση της άρνησής του να δεχθεί το αίτημα της εκτέλεσης εναντίον του ενεχόμενου ξένου κράτους, ή προς ακύρωση της παράλειψής του ν’ απαντήσει σ’ αυτό το αίτημα, μήτε απαίτηση αποζημίωσης για τη βλάβη που υφίσταται. Αυτή η ρύθμιση δεν μεταφέρθηκε στη διάταξη του άρθρου 923 ΠολΔ, δίχως αυτή η παράλειψη, καθ’ αυτήν, να σημαίνει ότι έπαψαν να ισχύουν οι προαναφερόμενες απαγορευτικές διατάξεις του άρθρου 2 α.ν. 1519/1938. Είναι όμως αδύνατον να εξακολουθούν να ισχύουν αυτές οι διατάξεις στη δική μας εποχή, ως αντίθετες, η μεν πρώτη στα άρθρα 20 § 1 Σ και 6 § 1 ΕΣΔΑ, η δε δεύτερη στο άρθρο 1 § 1  του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.

 Ο δανειστής λοιπόν, που ζήτησε από τον υπουργό Δικαιοσύνης άδεια αναγκαστικής κατάσχεσης περιουσιακών αντικειμένων της ιδιωτικής περιουσίας του ενεχόμενου ξένου κράτους για την ικανοποίηση απαίτησής του από ιδιωτικού δικαίου έννομη σχέση, έχει να διαλέξει ανάμεσα στις ακόλουθες νόμιμες λύσεις:

(α) αν προσφύγει ακυρωτικώς στο Συμβούλιο Επικρατείας,

(β) ν’ ασκήσει αγωγή αποζημίωσης εναντίον του ελληνικού Δημοσίου ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 1 § 1  του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου,

(γ) να προχωρήσει στην αναγκαστική κατάσχεση και , να ζητήσει από το πολιτικό δικαστήριο, που θα κληθεί να δικάσει την κατ’ άρθρο 933 ανακοπή και την κατ’ άρθρο 938 αίτηση αναστολής, να εξετάσει παρεμπιπτόντως (ΠολΔ 284) τον παράνομο χαρακτήρα της άρνησης ή της παράλειψης του υπουργού Δικαιοσύνης.

V

Αφορμή για τις σκέψεις που προηγήθηκαν μου έδωσε η ατυχής περίπτωση της αναγκαστικής κατάσχεσης των κτηρίων λειτουργίας στην Αθήνα του Ινστιτούτου Goethe και της Γερμανικής Αρχαιολογικής Σχολής. Αυτά τα κτήρια δεν ανήκουν στη γερμανική διπλωματική αποστολή στην Ελλάδα, έτσι που να μην υπόκεινται στη ρύθμιση του άρθρου 22 § 3 της Διεθνούς Σύμβασης της Βιέννης για τις διπλωματικές σχέσεις. Όμως, κατά τη γνώμη μου, αυτά τα κτήρια υπάγονται στη ρύθμιση του άρθρου 966 ΑΚ, που χαρακτηρίζει ως εκτός  συναλλαγής τα πράγματα που είναι προορισμένα στην εξυπηρέτηση δημόσιων σκοπών, έτσι ώστε να είναι ακατάσχετα (επιχείρημα από ΠολΔ 1022). Το άρθρο 966 ΑΚ δεν περιορίζεται στους δημόσιους σκοπούς μόνο του ελληνικού κράτους, κατά τον ίδιο λόγο που δεν περιορίζεται μόνο στους θρησκευτικούς  σκοπούς μόνο της Ορθόδοξης  Εκκλησίας της Ελλάδας. Συνεπώς τα κτήρια λειτουργίας στην Αθήνα του Ινστιτούτου Goethe και της Γερμανικής Αρχαιολογικής Σχολής είναι ακατάσχετα (16). Μ’ αυτήν την αιτιολογία έπρεπε κατά τη γνώμη μου να διεκπεραιωθεί η σχετική αντιδικία ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων. Ατυχώς όμως τα δικαστήριά μας ενεπλάκησαν σε επιχειρηματολογίες, που δύσκολα μπορούν να θεωρηθούν ως ανεπίδεκτες βάσιμου αντιλόγου.

2. Σε πρώτη φάση τέθηκε το ερώτημα, αν η αμετάκλητη απόρριψη από την ολομέλεια του Αρείου Πάγου (17) της ένστασης ασυλίας, την οποία είχε προτείνει η ενεχόμενη Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κάλυπτε με το δεδικασμένο της και την ήδη προτεινόμενη ένσταση ασυλίας εκτελέσεως.

Η ολομέλεια του Αρείου Πάγου αποφάνθηκε γι’ αυτό το ζήτημα ότι οι δύο ασυλίες (η ασυλία εναγωγής σε διαγνωστική δίκη και η ασυλία εκτελέσεως) είναι χωριστές και εντελώς ανεξάρτητες μεταξύ των, έτσι ώστε να ερευνώνται από τα δικαστήρια αυτοτελώς (18).

Αυτή η αντίληψη είναι σφαλερή. Βεβαίως είναι αλήθεια ότι η παραίτηση του ξένου κράτους από την ασυλία εναγωγής του δεν συμπαρασύρει ούτε κατ’ άλλον τρόπο επηρεάζει αυτοδικαίως και την ασυλία εκτελέσεως (19). Όμως αυτή η παραδοχή δεν στηρίζεται στην αντίληψη του Αρείου Πάγου,  ότι δήθεν πρόκειται για δύο διαφορετικές και ανεξάρτητες απ’ αλλήλων ασυλίες, αλλά στην ιδιορρυθμία ότι η ίδια  και αδιαίρετη ασυλία αφορά δυο διαφορετικές διαδικασίες, έτσι ώστε η παραίτηση από την μία και μοναδική ασυλία στο χώρο της μια διαδικασίας να μην ισχύει αυτοδικαίως και αναγκαστικώς και ως παραίτηση στο χώρο της άλλης διαδικασίας.

Από την άλλη μεριά, είναι βεβαίως ορθό ότι η τελεσίδικη (ή αμετάκλητη) καταδίκη του ξένου κράτους δίχως να προσεχθεί από το δικαστήριο η ισχύουσα ασυλία του, δεν το εμποδίζει να την επικαλεστεί στην επακολουθούσα διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης. Όμως αυτό ισχύει στο πλαίσιο άλλης θεμελίωσης, ανεξάρτητης  εκείνης, στην οποία κατέφυγε η ολομέλεια του Αρείου Πάγου, δηλαδή επειδή η απόφαση, που εκδίδεται εναντίον προσώπου που απολαύει του προνομίου της ετεροδικίας (εδώ της ασυλίας του ξένου κράτους), είναι αυτοδικαίως άκυρη (ανύπαρκτη, κατά την ορολογία του άρθρου 313 § 1 εδ. β΄ και ε΄ ΠολΔ), έτσι που να μην αναπτύσσει εκτελεστότητα.

Όμως τονίζεται ιδιαιτέρως και με έμφαση (20), ότι αν το εναγόμενο ξένο κράτος είχε προτείνει ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας λόγω ασυλίας του, η οποία απορρίφθηκε τελεσιδίκως (ή αμετακλήτως) ως αβάσιμη, τότε το δεδικασμένο αυτής της απορριπτικής απόφασης, αναφορικά με την ανυπαρξία ασυλίας, εμποδίζει την μετέπειτα εναντίωση του ξένου κράτους διαμέσου ανακοπής κατά της επισπευδόμενης εναντίον του εκτέλεσης, αν με την ανακοπή προτείνεται η ένσταση ασυλίας, που έχει ήδη απορριφθεί τελεσιδίκως ή αμετακλήτως στο πλαίσιο της διαγνωστικής διαδικασίας επί της αγωγής (πρβλ.ΠολΔ 313 § 2).

3. Οι αποφάσεις 36 και 37/2002 της ολομέλειας του Αρείου Πάγου μπορούσαν  και όφειλαν ν’ αρκεστούν στο να επιβεβαιώσουν την ακυρότητα της αναγκαστικής κατάσχεσης των ακινήτων του Ινστιτούτου Goethe και της Γερμανικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Αθήνα, με βάση το άρθρο 966 ΑΚ, που καθιστά ανεπίδεκτα συναλλαγής τα πράγματα που είναι αφιερωμένα στην εξυπηρέτηση δημόσιου σκοπού, δίχως να διακρίνει αν πρόκειται για δημόσιο σκοπό του ελληνικού ή ξένου κράτους, σε συνδυασμό με το άρθρο 1022 ΠολΔ, που θεσπίζει την αρχή ότι δεν είναι κατασχετή η εκτός συναλλαγής περιουσία του οφειλέτη.

 Με το να παρασυρθεί η ολομέλεια του Αρείου Πάγου στη σφαλερή αντίληψη της αντιδιαστολής της διαγνωστικής από την εκτελεστική ασυλία έχασε επιπροσθέτως την ευκαιρία να οριοθετήσει το χώρο ισχύος του άρθρου 923 ΠολΔ, αναφορικά με την απαιτούμενη υπουργική άδεια για την επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον ξένου κράτους, υπό το φως των θεμελιακών δικαιωμάτων του δανειστή για δραστική δικαστική προστασία (Σ 20 § 1, ΕΣΔΑ 6 § 1 και ΔιεθνΣ ΑΠΔ 2 § 3, 14) και για ειρηνική απόλαυση της περιούσιας του (1 § 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου).

4. Τελικά η υπόθεση έφθασε στο Στρασβούργο. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, παραπέμποντας στις προαναφερόμενες δύο αποφάσεις της ολομέλειας του Αρείου Πάγου, απέρριψε το παράπονο των προσφευγόντων ότι η κατά το ελληνικό δίκαιο εξάρτηση της αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον ξένου κράτους είναι αντίθετη στο άρθρο 6 § 1 ΕΣΔΑ και στο άρθρο 1 § 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Άνθρώπου (21). Και τούτο, γιατί «δεν αποκλείεται η εκτέλεση να γίνει αργότερα σε ημερομηνία που κρίνεται πιο πρόσφορη, είτε στο έδαφος άλλης χώρας, για παράδειγμα στη Γερμανία». Η πειστικότητα αυτής της σκέψης αφήνεται στη φρόνιμη κρίση των αναγνωστών. Πέραν τούτου το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου έκρινε, ότι δεν υπάρχει περιθώριο εξαίρεσης από τον κανόνα της ασυλίας των κρατών, όταν πρόκειται για αξιώσεις αποζημίωσης, που απορρέουν από εγκλήματα που διαπράχθηκαν κατά της πολιτισμένης ανθρωπότητας. Είτε λοιπόν το δικαστήριο του Στρασβούργου, και μάλιστα ομοφώνως, ότι «κρίνει αβάσιμο τον ισχυρισμό ότι γίνεται ήδη αποδεκτό στο διεθνές δίκαιο πως  τα   κράτη   δεν   μπορούν   να  προβάλλουν το προνόμιο της ετεροδικίας σε περιπτώσεις αστικών αγωγών αποζημίωσης για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που έχουν διαπραχθεί εκτός του κράτους που έχει δικαιοδοσία (βλ.AlAdsani κατά Ηνωμένου Βασιλείου, ό.π. § 66)». Εν τούτοις αυτή η εμβόλιμη σκέψη δεν είναι απαλλαγμένη από πρόδηλες αδυναμίες, και ειδικότερα:

(α) ότι στην υπόθεση Al- Adsani κατά Ηνωμένου Βασιλείου (22) είχαν μεν διαπραχθεί εγκλήματα κατά της πολιτισμένης ανθρωπότητας, όμως αυτά είχαν διαπραχθεί σε τρίτη χώρα, και όχι στη χώρα του δικάζοντος (βρετανικού) δικαστηρίου, το οποίο αποκλειστικώς και μόνο γι’ αυτόν το λόγο είχε δεχθεί τη δική του έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας, και την αντίστοιχη θεμελίωση της ένστασης ασυλίας του Κουβέιτ, χώρας δηλαδή εκτός του Συμβουλίου της Ευρώπης,

(β) ότι στην – έτσι κι αλλιώς διαφορετική από την υπόθεση του Διστόμου- υπόθεση Al – Adsani κατά Ηνωμένου Βασιλείου το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο είχε αποφασίσει με την οριακή πλειοψηφία μιας μόνον ψήφου (9 προς 8), κάτι που δικαιολογεί την εύλογη προσδοκία ότι δεν θ’ αργήσει η ήμερα που οι συσχετισμοί δυνάμεων θ’ αντιστραφούν. Και αυτήν την εξέλιξη δεν παραβλέπει η απόφαση του δικαστηρίου του Στρασβούργου στην υπόθεση Καλογεροπούλου, καθώς – κατά πλειοψηφία – αποφαίνεται ότι η παραδοχή της ασυλίας του εναγόμενου ξένου κράτους, ακόμη και για εγκλήματα κατά της πολιτισμένης ανθρωπότητας είναι μια «αλήθεια τουλάχιστον για την παρούσα κατάσταση του δημόσιου διεθνούς δικαίου, όπως την παρουσίασε το Δικαστήριο στην προαναφερόμενη υπόθεση AlAdsani,  γεγονός το οποίο δεν αποκλείει την εξέλιξη του εθιμικού διεθνούς δικαίου στο μέλλον»,

(γ) ότι δέχεται μεν πως δεν έχει διαμορφωθεί ακόμη αντίθετος εθιμικός κανόνας του δημόσιου διεθνούς δικαίου, που να αίρει την ασυλία του εναγόμενου ξένου κράτους για εγκλήματα των οργάνων του εναντίον της πολιτισμένης ανθρωπότητας, όμως διέφυγε της προσοχής του δικαστηρίου ν’ αναρωτηθεί, μήπως έχει ήδη ανατραπεί η απαιτούμενη για τη διατήρηση ενός εθιμικού κανόνα δικαίου καθολική και σταθερή opinion juris, αν όχι γι’ άλλους λόγους, τουλάχιστον εν όψει της οριακής πλειοψηφίας μιας ψήφου (9 προς 8), με την οποία εκδόθηκε η απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Al- Adsani κατά Ηνωμένου Βασιλείου. Και

(δ) ότι μένει άξιο απορίας, πως και γιατί δικαστές του δικαστηρίου του Στρασβούργου στην υπόθεση Al Adsani κατά Ηνωμένου Βασιλείου και είχαν μετάσχει στην επιβλητική μειοψηφία  των 8 έναντι της πλειοψηφίας των 9, ήδη, στην υπόθεση Καλογεροπούλου, εγκαταλείπουν – δίχως την παραμικρή εξήγηση – τις διεξοδικές αιτιολογίες της μειοψηφίας των στην υπόθεση Al Adsani, ιδίως δε την κραυγή απόγνωσης που τότε είχε ακουστεί : «Whatapity! The Court, whose task in this case was to rule whether there had been a violation of Article 6 § 1 , had a golden opportunity to issue a clear and forceful condemnation of all acts of torture» (= τικρίμαΤο δικαστήριο, που είχε να κρίνει σ’ αυτήν την υπόθεση αν παραβιάστηκε το άρθρο 6 § 1 , έχασε μια χρυσή ευκαιρία να  εκφέρει μια καθαρή και ισχυρή καταδίκη για κάθε πράξη βασανισμού).

V

Η οδυνηρή διάσταση του άρθρου 923 ΠολΔ εντοπίζεται σε τούτο: ότι η αναγκαστική εκτέλεση εναντίον ξένου κράτους στο ελληνικό έδαφος εξαρτάται από την άδεια του υπουργού Δικαιοσύνης, ακόμη κι αν με την εκτέλεση επιδιώκεται η ικανοποίηση απαίτησης εναντίον του από σχέση ιδιωτικού δικαίου (acta jure gestionis), και μάλιστα ακόμη και αν πρόκειται να κατασχεθούν αντικείμενα της ιδιωτικής περιουσίας του ξένου κράτους, και μάλιστα δίχως την προηγούμενη αποζημίωση του δανειστή που αθεμίτως χάνει τη δυνατότητα της δραστικής έννομης προστασίας στον τόπο του. Αλλ’ αυτό δεν είναι πια λειτουργία κράτους δικαίου. Είναι τριτοκοσμικό κατάντημα.

Παρά τις ριζικές κατακτήσεις στο χώρο της ευρωπαϊκής νομιμότητας, και ιδίως στο χώρο του σεβασμού και της προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, η απειλή της αυθαίρετης διαταραχής των διπλωματικών σχέσεων ισότιμων μέσα στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης κρατών εξακολουθεί να ρίχνει βαριά σκιά πάνω στις ωραίες διακηρύξεις για τη δραστική έννομη προστασία του ατόμου απέναντι στο πανίσχυρο κράτος. Ο ιδιώτης μένει έκθετος στην αυθαιρεσία, και ματαίως αναμένει μια πειστική εξήγηση, γιατί θα πρέπει να πληρώσει αυτός  το κόστος για τη διάσωση των τόσο ευάλωτων διπλωματικών σχέσεων των αδύνατων κρατών με τις μεγάλες δυνάμεις. Οφείλει λοιπόν να συνεχίζεται αγώνας για την αξιοπιστία των δικαιοκρατικών εγγυήσεων μέσα στους κόλπους της εθνικής και της ευρωπαϊκής συνύπαρξής μας.

————————————————————————————————

1.Διογένης Λαέρτιος, Φιλοσόφων βίοι (Σόλων), 1.59.4: έλεγε δε (…)τους δε νόμους αραχνίοις ομοίους και γαρ εκείνα, εάν μεν εμπέση τι κούφον και ασθενές, στέγειν εάν δε μείζον, διακόψαν οίχεσθαι.

2.Το άρθρο 923 ΠολΔ αναφέρεται σ΄ εκτέλεση εναντίον αλλοδαπού Δημοσίου, αγνοώντας προδήλως  ότι υπάρχουν έννομες τάξεις, όπως η γερμανική, όπου δεν γίνεται διάκριση μεταξύ του κράτους, ως φορέα δημόσιας εξουσίας, και του Δημοσίου, ως ισότιμου με τα άλλα υποκείμενα του δικαίου νομικού προσώπου. Η μελέτη ακολουθεί τη σύγχρονη διεθνή ορολογία, που αναφέρεται στο αλλοδαπό κράτος, και όχι στο αλλοδαπό Δημόσιο.

3. Η σύγχρονη διεθνής ορολογία αναφέρεται σε ασυλία των κρατών, και όχι σ’ ετεροδικία του αλλοδαπού Δημοσίου.

4.Βλ. σχετικώς αναλυτικότερα πιο κάτω, υπό V 2.

5. Κατά χρονολογική σειρά: Ι.Κοντιάδης, ΕΕΝ 36.392 επ.(395). Γ. Μητσόπουλος, Πολιτική δικονομία,  Α΄ 1972 σελ. 79. Ι. Μπρίνιας, ΝοΒ 21. 1055. Κ. Μπέης, Δ 10.417 (418 επ.) ο ίδιος. Εισαγωγή στη δικονομική σκέψη, 3η έκδ. 1981 §  2 σ.48 (σ’ αντίθεση με την 1η  έκδοση του 1973 σ. 17, καθώς και την ερμηνεία ΠολΔ (1973) 110 ΙΙΙ 2 σ. 56).

6. Ενδεικτικώς  ΜΠρ Αθ 14602/1978 Δ 10. 419 επ. με σύμφωνες παρατ. Κ. Μπέη.

7.Ενδεικτικώς ΑΠ 1309/1995 Δ 27.260 με αντίθετες παρατ. Κ. Χορομίδη και Κ.Μπέη.

8. Δ 27.1164.

9.Απόφαση της 19 Μαρτίου 1997 στην υπόθεση Homsby κατά Ελλάδας, Recueils des arrets et decisions 1997- II S. 510 f. § 40 επ.

10. Απόφαση της  12 Δεκεμβρίου 2002 στην υπόθεση Καλογεροπούλου κ.λπ. εναντίον Ελλάδας και Γερμανίας, Δ 34.291 με σύμφωνες παρατ. Κ. Μπέη.

11.Απόφαση της 25 Μαϊου 1998 της ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Δ 29. 1068 με σύμφωνες παρατ. Κ. Μπέη, καθώς και απόφασης της ΟλΑΠ 17/2002 Δ 33.1178 με σύμφωνες παρατ. Κ. Μπέη.

12. Αποφάσεις 36 και 37/2002 ΧρΙΔ 2.803 και ΕλλΔνη 43.1027.

13. Βλ. σχετικώς αναλυτικότερη ανάπτυξη πιο κάτω, υπό  V 2 με περαιτέρω παραπομπές στη βιβλιογραφία.

14. Rosenberg – Gaul – Schilken, ο.π. σ. 389

15. Πρβλ. το τέταρτο (ως κατά Ιωάννην φερόμενο) ευαγγέλιο, 18,14: «ήν δε Καϊάφας ο συμβουλεύσας τοις Ιουδαίοις ότι συμφέρει ένα άνθρωπον απολέσθαι υπέρ του λαού». Vgl. diesbezuglich Johannes, 18,14: «Es war aber Kaiphas, der den Juden geraten hatte, es ware gut, dab ein Mensch sturbe fur das Volk»

16. Κ. Μπέης, παρατ. κάτω από την απόφαση ΑΠ 301/2002 Δ 33.1367 επ.

17. 11/2000 Δ 31. 696 με την αγόρευση του εισαγγελέα  ΑΠ Π. Δημόπουλου, την έκθεση του ειισηγητή Ν. Γεωργίλη και παρατ. Κ.Μπέη.

18. ΟλΑΠ 36 και 37/2002 ο.π.

19. Rosenberg – Gaul- Schilken, ο.π.. σ. 388.

20. Rosenberg – Gaul- Schilken, ό.π. Πρβλ. επίσης  και Rosenberg – Schwab – Gottwald, 15η έκδ. 1993 §19 ΙΙ 1 υποσ. 11 σ. 91.

21. Απόφαση του ΕΔΔΑ της 12 Δεκεμβρίου 2002 στην υπόθεση Καλλογερόπουλος κ.λπ. κατά Ελλάδας και Γερμανίας, Δ 34.291 επ. με παρατ. Κ. Μπέη.

22.Δ 33.792 επ. με παρατ. Κ.Μπέη.