Εισαγγελέα Πρωτοδικών Λ. Σοφουλάκη (Η άσκηση αστυνομικής εξουσίας από μέρους των δικαστικών επιμελητών)

Η άσκηση αστυνομικής εξουσίας από μέρους των δικαστικών επιμελητών ως βοηθητικών οργάνων απονομής της δικαιοσύνης

ΛΑΜΠΡΟΥ ΣΟΦΟΥΛΑΚΗ, Εισαγγελέα Πρωτοδικών, Δ.Ν.

(Ποιν. Δικ. 12/2002, σελ. 1299)

Τα καθήκοντα των Δικαστικών Επιμελητών, ως βοηθητικών οργάνων απονομής της Δικαιοσύνης προσδιορίζονται κυρίως από το Ν. 2318/1995. Ειδικότερα, στις περιπτώσεις των έργων που συνεπάγονται άσκηση αστυνομικής εξουσίας γίνεται δεκτό ότι κατά την εκτέλεσή τους είναι απαραίτητη η σύνεση, η αυτοσυγκράτηση και η αποφυγή προστριβών με τους καθών η εκτέλεση, ενώ συνιστάται η εκ των προτέρων προσφυγή στην βοήθεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής.

The duties of Judiciary Comissaries as auxiliary organs of justice are determined principally by L 2318/1995. Especially when the use of police power is needed, they must show prudence and self restraint.

  1. Εισαγωγή – Διάκριση από τους επιμελητές δικαστηρίων

Η Δικαιοσύνη στη χώρα μας, απονέμεται, ως γνωστόν, από δικαστήρια τα οποία συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές που απολαμβάνουν προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία (άρθρο 87 παρ.1 του ισχύοντος Συντάγματος 1976/2001). Για την από πλευράς γραμματειακής υποστήριξης υποβοήθηση του έργου τους, σε κάθε Δικαστήριο και Εισαγγελία λειτουργεί η Γραμματεία, αποτελούμενη από τους δικαστικούς υπαλλήλους, ήτοι ειδική κατηγορία δημοσίων υπαλλήλων  (άρθρο 92 Σ και 1Ν 2812/2000 «Κύρωση του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων»(ΦΕΚ Α΄67), που ως καθήκον έχουν, πλην της παράστασής τους στις συνεδριάσεις του δικαστηρίου, του δικαστικού συμβουλίου και της Ολομέλειας του δικαστηρίου, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά και την κατ’ αυτές σύνταξη με ευθύνη τους ως και του διευθύνοντος τη συζήτηση δικαστού, των Πρακτικών, τη σύνταξη εκθέσεων, πράξεων και άλλων εγγράφων που απαιτεί ο νόμος για την πιστοποίηση των δικαστικών ενεργειών και ακόμα την έκδοση αντιγράφων, απογράφων, πιστοποιητικών και αποσπασμάτων, την τήρηση και ενημέρωση των βιβλίων, φύλαξη του αρχείου και των άλλων αντικειμένων του Δικαστηρίου ή της Εισαγγελίας και διαχείριση της πίστωσης για τη γραφική ύλη [άρθρο 10 παρ. 3Ν 1756/1988 «Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών», (ΦΕΚ Α΄35), ως ισχύει σήμερα, (εφεξής ΚΟΔΚΔΛ)].

Την ιδιότητα του δικαστικού υπαλλήλου φέρουν επίσης και οι καλούμενοι έμμισθοι επιμελητές των δικαστηρίων και των εισαγγελιών (άρθρο 18 Ν 2812/2000) που φροντίζουν για την ευταξία των ακροατηρίων, κάνουν τις επιδόσεις των εγγράφων και εκτελούν τις υπηρεσίες του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας που ανατίθενται σ’ αυτούς  από τον Προϊστάμενο της γραμματείας ή το γραμματέα  που διευθύνει τις υπηρεσίες της γραμματείας (άρθρο 10 παρ. 9 Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ).

Οι παραπάνω υπάλληλοι, δεν πρέπει να συγχέονται με τους Δικαστικούς Επιμελητές (παλαιότερα άμισθους δικαστικούς κλητήρες – βλ. ΚΠολΔ., όπου σε πολλές διατάξεις του πριν τη μεταγλώττιση διατηρούνταν ο τελευταίος όρος), για τους οποίους το υπό έρευνα θέμα, γιατί οι τελευταίοι, βάσει του άρθρου 1 παρ. 1 του ισχύοντος Κώδικά τους (Ν 2318/1995 ΦΕΚ 126 τ.Α΄), είναι άμισθοι δημόσιοι λειτουργοί, ενώ εκείνοι έμμισθοι δημόσιοι υπάλληλοι. Τον ίδιο ως άνω ή παρεμφερή όρο, φαίνεται ότι επιλέγει ο νομοθέτης και για άλλες κατηγορίες υποβοηθητικών της Δικαιοσύνης Οργάνων, όπως για παράδειγμα τους Δικηγόρους που τους Θεωρεί «αμίσθους δημοσίους υπαλλήλους» (άρθρο 1 ΝΔ 3026/1954 «περί του Κώδικος των Δικηγόρων»(ΦΕΚ Α΄, 235) και τους Συμβολαιογράφους που τους ονοματίζει «άμισθους δημόσιους λειτουργούς» (άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 2830/2000, ΦΕΚ Α΄ 96).

  1. Γενικά καθήκοντα και έργα των δικαστικών επιμελητών

Τα έργα των Δικαστικών Επιμελητών ως βοηθητικών οργάνων απονομής της Δικαιοσύνης, προσδιορίζονται κυρίως με το προαναφερόμενο ισχύον για αυτούς νομοθέτημα (Ν. 2318/1995 «Κώδικας Δικαστικών Επιμελητών») και συνίστανται ειδικότερα κατά το άρθρο 1 παρ. 1 τούτου:

α) στην επίδοση δικογράφων και εξωδίκων εγγράφων,

β) στην εκτέλεση των αναφερομένων στην παρ. 2 του άρθρου 904 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ) εκτελεστών τίτλων και δη: αα) των τελεσίδικων καθώς και αυτών που έχουν κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστές αποφάσεων οποιουδήποτε ημεδαπού δικαστηρίου, ββ) των διαιτητικών αποφάσεων, γγ) των περιεχόντων συμβιβασμό ή προσδιορισμό δικαστικών εξόδων πρακτικών ημεδαπών δικαστηρίων, δδ) των συμβολαιογραφικών εγγράφων, εε) των διαταγών πληρωμής και απόδοσης της χρήσης μισθίου που εκδίδονται από ημεδαπούς δικαστές, στστ) των αλλοδαπών τίτλων που κηρύχθηκαν εκτελεστοί, ζζ) των διαταγών και πράξεων που αναγνωρίζονται από το νόμο ως τίτλοι εκτελεστοί και τέλος

γ) στην εκτέλεση κάθε άλλου καθήκοντος που με νόμο θα τους ανατεθεί (περ. α,β και γ αντίστοιχα, παρ. 2 άρθρο 1 Ν 2318/1995), όπως για παράδειγμα κατασχέσεις επί ακινήτων, πλοίων ή αεροσκαφών του οφειλέτη του Δημοσίου (άρθρο 36 ΝΔ 356/1974 « Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων», (ΦΕΚ Α΄ 90),  εκτέλεση δικαστικής απόφασης με την οποία διατάσσεται η προσωπική κράτηση του οφειλέτη, ως αναγκαστικού μέτρου είσπραξης δημοσίων εσόδων (άρθρο 5 Ν. 1867/1989 (ΦΕΚ Α΄ 227), ή και όμοιας απαίτησης ιδιώτη (άρθρο 1047 και 1049 -1050 ΚΠολΔ)]. Τούτο σημαίνει, πως η ανωτέρω του νόμου απαρίθμησή, είναι ενδεικτική, αφού αρκείται στην περιγραφή των κυριότερων εξ αυτών (καθηκόντων και έργων τους), χωρίς να αποκλείει περαιτέρω τη με νόμο ανάληψη από αυτούς και εκτέλεση και άλλων παρεμφερών των εκτιθεμένων ή μη. Εξάλλου, δικαιολογητικό της ύπαρξης και λειτουργίας του σώματος των Δικαστικών Επιμελητών, λόγο, απετέλεσε κατά το σκοπό του νομοθέτη, η υποβοήθηση και υποστήριξη του έργου της Πολιτικής κυρίως Δικαιοσύνης, τόσο κατά τη διαδικασία επίδοσης δικογράφων όσο και ιδία  κατά τη σχετικά δύσκολη και πολύπλοκη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης που απαιτεί εξειδικευμένα προς τούτο όργανα  κατέχοντα ειδικές νομικές γνώσεις. Αυτός άλλωστε ο λόγος για τον οποίο και διαγωνιζόμενοι εξετάζονται ενδελεχώς, πλην άλλων, στα νομικά μαθήματα της πολιτικής δικονομίας και αστικού και εμπορικού δικαίου (άρθρο 10Ν. 2318/1995). Επισημαίνεται πάντως, ότι οι εν λόγω Επιμελητές, δεν ασχολούνται και με το αντίστοιχο έργο επίδοσης των ποινικών δικογράφων, κλήσεων κ.λπ. , ως και εκτέλεσης των αμετάκλητων αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων, γιατί με αυτό έχουν επιφορτισθεί οι προηγούμενοι αναφερόμενοι επιμελητές των δικαστηρίων αλλά και τα αστυνομικά όργανα που στην πράξη φέρουν ομολογουμένως το μεγαλύτερο βάρος τούτου (άρθρα 9 ΚΟΔΚΔΛ, 25 Π.Δ. 141/1991 και 13 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, βλ. ακόμα Μπουρόπουλο, Ερμηνεία του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας, εκδ. Β΄ 1957 τ.Α΄, σελ 28, Καρρά, Επίτομη Ερμηνεία του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας, 1995, σελ. 80, Κονταξή, ΚΠΔ, 1989, σελ. 178).

ΙΙΙ. Ειδικότερες περιπτώσεις έργων που συνεπάγονται άσκηση αστυνομικής εξουσίας

Είναι γνωστό, ότι τη γενική αστυνόμευση ως Υπηρεσία τήρησης της εσωτερικής δημόσιας τάξης  με τη στενή του όρου έννοια, ασκεί σήμερα, σύμφωνα και με τον ισχύοντα Ν. 2800/2000 «Αναδιάρθρωση Υπηρεσιών Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, σύσταση Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας και άλλες διατάξεις «ΦΕΚ Α΄ 41) το Σώμα της «Ελληνικής Αστυνομίας» (ΕΛ.ΑΣ) σε όλη την Επικράτεια εκτός από τους χώρους για τους οποίους ειδικές διατάξεις προβλέπουν αρμοδιότητα του Λιμενικού Σώματος, ή άλλων υπηρεσιών (π.χ. τελωνειακές αρχές) κ.λπ. (αναλυτικότερα Σοφουλάκη, Η χρήση βίας από τα αστυνομικά όργανα ως υλικό μέτρο άσκησης αστυνομικής εξουσίας,  ΠοινΔικ 6/2002, 647 επ.). Αστυνόμευση όμως με την ευρεία του όρου έννοια, επιτελούν και πολλές από τις πολιτικές διοικητικές  Υπηρεσίες του Κράτους ή άλλων Ν.Π.Δ.Δ. ή Ν.Π.Ι.Δ.  του δημόσιου τομέα αλλά και κατά παραχώρηση του κράτους από ιδιώτες. Όλως ενδεικτικώς, αναφέρομε, τις διάφορες υπηρεσίες που ασκούν κρατικές (ή άλλων Ν.Π.Δ.Δ.) αστυνόμευση σε διάφορους τομείς δραστηριότητας των προσώπων, όπως για παράδειγμα οι τεχνικές υπηρεσίες των Ο.Τ.Α. που ασκούν αστυνόμευση των δημοτικών και κοινοτικών έργων (άρθρο 272 Π.Δ. 410/1995), το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.) που έχει ως αποστολή τη δίωξη του οικονομικού εγκλήματος (άρθρο 4Ν 2343/1995), την αγροφυλακή που ασχολείται με την αγρονομική αστυνόμευση (άρθρο 1ΝΔ 3030/1954 και 110 Ν 1892/1990), τη Δασοφυλακή και Θηροφυλακή που έχουν ως αποστολή την προστασία των δασών και των θηραμάτων (άρθρο 267 ΝΔ 86/1967), τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους που ασκούν αστυνόμευση στους κρατούμενους (άρθρο 65Ν 2776/1999) κ.ο.κ.

Οι Δικαστικοί Επιμελητές κατά την άσκηση του λειτουργήματος τους, ενεργούν ως όργανα της πολιτείας σύμφωνα με τις επιταγές του νόμου και ασκούν κατά κύριο λόγο αστυνομική εξουσία, αφού και αυτοί όπως οι αστυνομικοί, δρουν  και επεμβαίνουν τόσο στο πεδίο της ελευθερίας των προσώπων, μετερχόμενοι κατ’ αυτών ως μέτρο καταναγκασμού εάν παραστεί ανάγκη και νόμιμη υλική βία όσο και στο πεδίο της περιουσίας προβαίνοντας σε κατασχέσεις αυτής. Ειδικότερα, μεταξύ των άλλων, δικαιούνται:

α) να εισέρχονται ελεύθερα σε όλα τα δημόσια καταστήματα, προκειμένου να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους (άρθρο 21 παρ. 1 ν. 2318/1995).

β) να ενεργούν έρευνες στα δημόσια βιβλία που τηρούνται στα υποθηκοφυλακεία, κτηματολογικά γραφεία, νηολόγια, ναυτικά υποθηκολόγια, μητρώα αεροσκαφών και διευθύνσεις συγκοινωνιών προς εξεύρεση περιουσιακών στοιχείων οφειλετών, εναντίον των οποίων έχει εντολή να διενεργήσει κατάσχεση ή άλλη πράξη εκτελέσεως (άρθρο 22 παρ. 2α Ν. 2318/1995). Για τον ίδιο σκοπό δικαιούνται να λαμβάνουν γνώση και να ζητούν αντίγραφα όλων των προς μεταγραφή πράξεων των συμβολαιογράφων, των συμβολαιογραφικών εγγράφων μεταβίβασης κυριότητας κινητών και των εγγραφών που αφορούν αναγκαστική εκτέλεση και είναι κατατεθειμένα σε συμβολαιογράφο (άρθρο 22 παρ. 2β Ν. 2318/1995).

γ) να ζητούν τις αναγκαίες πληροφορίες από τους πολίτες και ειδικότερα από τους σύνοικους, γείτονες, θυρωρούς και διαχειριστές πολυκατοικιών ή μεγάρων. Τούτο δεν συνιστά παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 9 παρ. 1 εδ. Β΄ του Σ (δικαίωμα στον ιδιωτικό βίο) ή του αρ. 9 Α του Σ. (δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων) ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο προσβολή της προσωπικότητας εκείνων για τους οποίους η αναζήτηση πληροφοριών (καθών η εκτέλεση), υπό την προϋπόθεση βεβαίως, ότι οι ενέργειες των Επιμελητών περιορίζονται στις εντελώς απαραίτητες για την εξυπηρέτηση του σκοπού της εκτέλεσης πληροφορίες, κινούμενοι εντός των πλαισίων ενάσκησης δικαιώματος προβλεπόμενου από το νόμο (άρθρο 20 Π.Κ.). Μάλιστα καθιερώνεται σαφής του ερωτωμένου υποχρέωση ακριβούς πληροφόρησης των υπόψη οργάνων, αφού η με επίγνωση αναφορά ψευδών πληροφοριών, τιμωρείται σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 225 του ποινικού κώδικα (ακροτελεύτιο εδάφιο της παρ. 2 άρθρο 25 Ν 2318/1995).

δ) να εισέρχονται στην κατοικία του καθού η εκτέλεση καθώς και σε κάθε άλλο χώρο ευρισκόμενο στην κατοχή του, να ανοίγουν θύρες και να προβαίνουν σε έρευνες, να ανοίγουν κλεισμένα έπιπλα, σκεύη και δοχεία εφόσον ο σκοπός της αναγκαστικής ή διοικητικής εκτέλεσης απαιτεί τούτο (άρθρο 929 παρ. 1 Κ.ΠολΔ. και 11 παρ. 1 Κ.Ε.Δ.Ε.),  ανεξαρτήτως ώρας και κατά τη διάρκεια της νύκτας σε επείγουσες περιπτώσεις ή προς αποτροπή επικειμένων κινδύνων (άρθρο 929 παρ. 3 Κ.ΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από την παρ. 1 του άρθρου 13 ν 3043/2002, σε συνδυασμό με άρθρο 686 επ. Κ.Πολ.Δ., σχετ. και Δ.ΠρΚερκ 11/1992, ΔιοικΔ 1992, 1164) ή σε περίπτωση κινδύνου φυγής του οφειλέτη του δημοσίου ή πιθανότητας ζημίας του δημοσίου (άρθρο 11 σε συνδ με 8 Κ.Ε.Δ.Ε.), ακόμα δε και κατά τις Κυριακές και τις νόμιμες αργίες (κατ’ εξαίρεση), εάν ο ειρηνοδίκης του τόπου εκτέλεσης ήθελε χορηγήσει την προς τούτο άδεια (άρθρο 929 παρ. 3, 429 παρ. 3 Κ.ΠολΔ. και 11 παρ. 3 Κ.Ε.Δ.Ε., σχετ. και ΕιρΡοδ 146/1993 Αρμ 1993,1065).

 Τίθεται όμως εδώ το ερώτημα, εάν κατά τις από τον Δικαστικό Επιμελητή διενεργούμενες ανωτέρω πράξεις (αναγκαστικής ή διοικητικής) εκτέλεσης, απαιτείται πάντοτε η παρουσία δικαστικού λειτουργού, ως το άρθρο 9 παρ. 1 εδ. γ΄ του Συντάγματος ρητά επιτάσσει, ή όχι για το λόγο ότι, η από αυτόν είσοδος στην κατοικία και η έρευνά της, δεν συνιστά παραβίαση του «ασύλου» που προστατεύεται από την παραπάνω διάταξη, καθόσον η προστασία αναφέρεται σε επέμβαση διοικητικών οργάνων, ενώ οι Δικαστικοί Επιμελητές, είναι, ως ελέχθη, βοηθητικά των δικαστικών λειτουργών όργανα, υποκείμενα μάλιστα στην εποπτεία αλλά και έλεγχο του οικείου Εισαγγελέα Πρωτοδικών, ο οποίος δικαιούται να τους απευθύνει «παραγγελίες γενικές οδηγίες και συστάσεις σχετικές με την άσκηση των καθηκόντων τους» (άρθρα 19 παρ. 1 περ. ζ΄, 24 παρ. 5 περ β΄, 25 παρ. 1 περ. θ΄ΚΟΔΚΔΛ_. Επί του προκειμένου ερωτήματος, έχουν ισοσθενώς υποστηριχθεί και οι δύο ως άνω εν συντομία εκφερόμενες εκδοχές (βλ. αναλυτικότερα για την εξ αυτών πρώτη,  Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα Α΄, 1991, σελ. 342, Μπρίνια, Αναγκαστική εκτέλεσις, τ. Α, 1983, σελ. 265, ΓνΕισΠρωτΠατρ 12/1975 Νοβ 1975, 1116 και την δεύτερη, Τάχο, Δίκαιο της Δημόσιας Τάξης, 1990, σελ. 40, ΓνμΕισΠρωτΠατρ 19/1975 ΝοΒ 1975, 1117-8, Ι. Παπαδημητρίου, ΝοΒ 1975, 1116-7, Σταθέα, Εκτέλεσις, τ.4, 1984, σελ. 1484).

Χωρίς να παραθεωρούμε τα όντως σοβαρά επιχειρήματα της δεύτερης εκδοχής που καθιστούν αναμφίβολα πλέον ευέλικτη και κατά τούτο ταχύτερη και αποτελεσματικότερη τη διαδικασία εκτέλεσης, κλίνομε, υπέρ της πρώτης τοιαύτης, γιατί  θεωρούμε, ότι ευρίσκεται περισσότερο εγγύτατα του γράμματος και πνεύματος της προαναφερομένης διάταξης του άρθρου 9 του Συντάγματος, η οποία δεν διακρίνει μεταξύ ποινικής ή άλλης έρευνας και χρόνου διεξαγωγής της και απαιτεί κατά τρόπο απόλυτο, (πάντοτε), δικαστική σύμπραξη, δηλ. παρουσία προσώπου που περιβάλλεται με τις συνταγματικές εγγυήσεις προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας (άρθρο 87-91 Σ), επιδιώκοντας έτσι με την παρουσία αυτού, να παράσχει μείζονα εχέγγυα προστασίας του οικιακού ασύλου.

ε) να ενεργούν έλεγχο για την εξακρίβωση της ταυτότητας εκείνων τους οποίους αφορά η εκτέλεση ή η επίδοση. Στις περιπτώσεις αυτές,  όποιος αρνηθεί να δηλώσει την ταυτότητα του ή δηλώσει ψευδή στοιχεία, τιμωρείται σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 2 του προαναφερόμενου άρθρου 225 του Ποινικού Κώδικα (άρθρο 23 ν 2318/1995). Ακόμη δικαιούνται να ενεργήσουν και επί του ιδίου του οφειλέτη σωματική έρευνα, όπως από στις παραπάνω  υπό στοιχ. δ΄ της παρούσας αναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 929 παρ. 1 ΚΠολΔ και 11 παρ. 1 Κ.Ε.Δ.Ε. ευθέως συνάγεται. Ευνόητο, ότι οι εν λόγω έρευνες και έλεγχοι,  πρέπει να ενεργούνται κατά ανάλογο όπως στο άρθρο 257 ΚΠΔ διαγράφεται τρόπο που δεν παραβλάπτει τη σωματική του ατόμου ακεραιότητα (Καρράς ο.π., σελ. 486) και με τη δέουσα πάντα ευπρέπεια και κοσμιότητα που στοιχεί με το πνεύμα των συνταγματικών διατάξεων που προστατεύουν την αξία, την αξιοπρέπεια και την τιμή του ανθρώπου (άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ.  1α και 7 παρ. 2Σ).

Η άσκηση θεμιτής βίας π.χ. για την αφαίρεση των ενδυμάτων ή υποδημάτων, δεν αποκλείεται, όπως και από τον αστυνομικό, στις περιπτώσεις δυστροπίας του καθού (Μπουρόπουλος, ο.π., Α΄, σελ. 339, Ζησιάδης, Ποινική Δικονομία, Β΄ (1977), σελ. 212, Δέδες, Ποινική Δικονομία, 1983, σελ. 384), αρκεί βεβαίως αυτή να περιορίζεται στο απόλυτα αναγκαίο για την περίσταση μέτρο και να μη θίγει τη σωματική του ακεραιότητα (Γάφος, Ποινική Δικονομία τ.Β΄, 1967, σελ. 42, Κονταξής ο.π., σελ. 1194).

στ) Να συλλαμβάνουν και να φυλάγουν (κρατούν), μέχρι  την παράδοση στη Διεύθυνση  της οικείας φυλακής, τον οφειλέτη του Δημοσίου, ή τον οφειλέτη των ιδιωτικών απαιτήσεων που έχουν καταδικαστεί με δικαστική απόφαση, σε προσωπική κράτηση (άρθρα 5 Ν 1867/1989 «Προσωπική κράτηση κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ Α΄ 227) και 1049-1051 Κ.Πολ.Δ.). Πρόκειται περί επαχθούς, αμιγώς αστυνομικού χαρακτήρα, μέτρου άσκησης νόμιμης Κρατικής υλικής βίας, γιατί συνεπάγεται άμεσα την στέρηση της ελευθερίας του καθού η εκτέλεση προσώπου.

Οι αναλυόμενες διατάξεις, δεν περιγράφουν βεβαίως τον τρόπο και ενέργειες κατά τη σύλληψη και προσαγωγή ατόμων οφειλετών από μέρους των Επιμελητών, αλλά ο ισχύων Κώδικας τους, προβλέπει εξασφάλιση των δικαιωμάτων του συλλαμβανομένου και κρατουμένου, αφού επιβάλλει στα εν λόγω όργανα ευπρεπή και ευγενική προς αυτούς συμπεριφορά και σεβασμό της τιμής και υπόληψής τους (άρθρο 39 παρ. 1). Για τυχόν χρήση από τους ίδιους μεθόδων βίας, δεν κάνει λόγο ευθέως η ανωτέρω διάταξη, πλην εμμέσως αναφέρεται «στη λήψη των αναγκαίων μέτρων» όταν αυτός κρίνεται «ύποπτος φυγής», αφήνοντας έτσι αυτά στην σώφρονα του δικαστικού επιμελητή κρίση και αντίληψη που πρέπει ορθά να αξιολογήσει τις διαθέσεις και αντιδράσεις του υπό σύλληψη προσώπου  και αν πιθανολογήσει  βασίμως απείθεια ή σφόδρα πιθανή τούτου φυγή, τότε μπορεί να κατά τη γνώμη μας να προβεί και στη δέσμευσή του, ή τη φρούρησή του στο κρατητήριο της αστυνομίας. Τα αυτά πρέπει κατ’ ανάλογη εφαρμογή της 278 παρ. 2 ΚΠΔ, να μετέλθει, όταν ο υπό σύλληψη προβάλλει αντίσταση. Σε κάθε όμως περίπτωση, η λήψη και εφαρμογή των ως άνω περιοριστικών μέτρων, θα πρέπει να γίνεται με φειδώ και μόνο αν συντρέχει, ως ελέχθη, απόλυτη ανάγκη, διότι άλλως παραβιάζονται οι προαναφερόμενες περί προστασίας της αξίας και αξιοπρέπειας του ατόμου διατάξεις του Συντάγματος (2 παρ. 1, 5 παρ. 2) και δεν αποκλείεται ο Επιμελητής να διωχθεί πειθαρχικά ή και ποινικά, αν συντρέξει περίπτωση.

 Καθόσον αφορά τους χώρους κράτησης και συλληφθέντος προ της παραδόσεώς του στις φυλακές, ειδικά στην περίπτωση που αυτός προβάλλει αντιρρήσεις κατά της προσωπικής τους κράτησης κατ’ άρθρον 6Ν 1867/1989 ενώπιον του αρμοδίου δικαστικού οργάνου και μέχρι της λήψεως και εκδόσεως παρ’ εκείνου αποφάσεως, προβλέπεται, ότι μπορεί να τον φυλάσσει ο ίδιος ή να τον παραδώσει σε αστυνομικό τμήμα της περιφέρειας του Πρωτοδικείου  που ασκεί τα καθήκοντά του (άρθρο 39 παρ. 1). Ακόμα ορίζεται, ότι στην περίπτωση που δεν λειτουργούν φυλακές στην περιφέρεια αρμοδιότητας του δικαστικού επιμελητή, εξακολουθεί αυτός να είναι αρμόδιος για την προσαγωγή και παράδοση του κρατουμένου στις αρμόδιες δικαστικές φυλακές, αν δε κατά τη μεταγωγή αυτή δεν είναι δυνατή η άμεση παράδοσή του στις φυλακές, τον παραδίδει προς φύλαξη στο αστυνομικό τμήμα της περιφέρειας των φυλακών. Αν η μεταγωγή του γίνεται με πλοίο, μπορεί κατά τη διάρκεια του ταξιδιού είτε να τον φυλάσσει ο ίδιος είτε να τον παραδώσει προς φύλαξη στον πλοίαρχο του πλοίου .

Προστίθεται τέλος, ότι υφίστανται και κάποιοι άλλοι περιορισμοί σε σχέση με τον τόπο και τον χρόνο διενέργειας της σύλληψης, όπως απαγορεύεται αυτή να γίνει : α) στον τόπο συνεδρίασης δικαστηρίου (οιουδήποτε) και κατά τη διάρκεια αυτής, β) σε καθιερωθέντα τόπο ιερουργίας από γνωστή θρησκεία και κατά τη διάρκεια αυτής, γ) από 1 έως 31 Αυγούστου, (άρθρο 1049 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. και σχετ. παρ. 7 άρθρο 147 του ιδίου Κώδικα όπως ισχύει με παρ. 4 αρ. 4Ν 2298/1995), ε) μεταξύ της 7ης εσπερινής και 7ης πρωινής ώρας και στ) κατά τις εθνικές επετείους, κατά το από 23 Δεκεμβρίου έως και 2 Ιανουαρίου χρονικό διάστημα, κατά τη διάρκεια της ψηφοφορίας επί βουλευτικών, δημοτικών και κοινοτικών εκλογών, οκτώ ημέρες πριν την έναρξη αυτών και πέντε μετά η λήξη και  κατά τη διάρκεια των εβδομάδων των Παθών και του Πάσχα (παρ. 2 άρθρο 5Ν. 1867/1989).

ζ) η απομάκρυνση από τον τόπο της εκτέλεσης ή της επιχειρούμενης πράξης, όσων με οποιονδήποτε τρόπο τους παρεμποδίζουν. Όποιος παρά ταύτα εξακολουθεί να παρακωλύει. Τιμωρείται για απείθεια κατά το άρθρο 169 του Π.Κ. (άρθρο 24 παρ. 1 Ν. 2318/1995). Η υπόψη διάταξη, πρέπει κατά τη γνώμη μας να ιδωθεί σε συσχέτιση με εκείνη της 930 του ΚΠολΔ, που πλέον χαρακτηριστικά τονίζει, πως αν προβληθεί αντίσταση κατά την αναγκαστική εκτέλεση, ο δικαστικός επιμελητής δύναται να μετέλθει βία για την απόκρουση της αντίστασης καλώντας συγχρόνως προς τούτο την αρμόδια για την τήρηση της τάξης Αρχή.

 Από το συνδυασμό λοιπόν των διατάξεων αυτών που παρέχουν προνομιακό δικαίωμα αστυνομικής με χρήση βίας εξουσίας στους Δικαστικούς Επιμελητές, γίνεται σαφές, ότι κατά την άσκηση αυτής, πρέπει πάντοτε να λαμβάνονται υπόψη οι θεμελιώδεις αρχές που ισχύουν σε κάθε Κράτος Δικαίου, δηλ. της αναγκαιότητας, αναλογικότητας και επιείκειας (Τάχος, ό.π, σελ. 54, Δαγτόγλου, ό.π. σελ. 167, Χαραλαμπάκης, Μελέτες Ποινικού Δικαίου, 1999, σελ. 101), τόσο μάλλον καθόσον, δεν καθορίζονται επακριβώς το είδος, ο τρόπος και τα μέσα που αυτοί νόμιμα θα μετέλθουν είτε στη μια είτε στην άλλη περίπτωση που παραπάνω αναφέρθηκαν. Εν πάσει περιπτώσει, με βάσει τις κατευθυντήριες των ανωτέρω  αρχών γραμμές, επιβάλλεται να χρησιμοποιηθούν οι λιγότερο ανώδυνοι τρόποι δράσης που πρέπει να διαρκέσουν μόνο για όσο χρόνο συντρέχει το γεγονός διατάραξης της συγκεκριμένης δημόσιας τάξης, ως π.χ. βίαιη του παρεμποδίζοντος απώθηση ή σύλληψη και δέσμεύση του αντιστεκόμενου, όχι όμως και ανηλεής ξυλοδαρμός τούτου με το πρόσχημα εκδήλωσης κατά των οργάνων πράξεων αντίστασης ή απείθειας ή όμοια βάναυση μεταχείριση, μετά τη σύλληψη του προς «σωφρονισμό» του (Σοφουλάκης, ό.π., σελ. 649). Καλόν βέβαια είναι προκειμένου να αποφεύγονται οι δυσάρεστες αυτές καταστάσεις, οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν και σε εκατέρωθεν ακρότητες, με περαιτέρω απρόβλεπτες συνέπειες, ως η δικαστηριακή πρακτική καθημερινώς καταδεικνύει, οι Επιμελητές να εκτιμούν εκ των προτέρων ως πιθανό ένα τέτοιο ενδεχόμενο και να ζητούν, εφόσον κρίνουν αναγκαίο, τη βοήθεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής, η οποία υποχρεούται να τους συνδράμει αμέσως, χωρίς να παρεμβαίνει στα καθήκοντα τους και χωρίς να τους απομακρύνει από τον τόπο της εκτελέσεως πριν τελειώσουν το έργο τους, σε τρόπο ώστε ακώλυτα και απρόσκοπτα να φέρουν σε αίσιο πέρας το έργο τους (άρθρο 24 παρ. 2 Ν. 2318/1995 και 160 παρ. 1 Π.Δ. 141/1991).

IV. Νομικές συνέπειες από την άσκηση αστυνομικής εξουσίας των δικ. Επιμελητών – Τελικά συμπεράσματα

1.Ενόψει της προαναφερομένης ιδιότητας και του έργου των Δικαστικών Επιμελητών που τους παρέχει, καθόσον χρόνο αυτό διαρκεί, όχι μόνο ηθικό δικαίωμα απόλαυσης σεβασμού εκ μέρους κάθε Αρχής και προσώπου (άρθρο 21 παρ. 1 Ν. 2318/1995), αλλά πρωτίστως και κυρίως, προνόμιο άσκησης αστυνομικής επί των ιδιωτών εξουσίας, ως προελέχθη, η χρήση του τελευταίου αυτού δικαιώματος, συνεπάγεται άφευκτα ορισμένες νομικές συνέπειες. Έτσι:

α) Οι ίδιοι οι Επιμελητές, υπέχουν ποινική, πειθαρχική και αστική προσωπική ευθύνη. Ειδικότερα, μπορεί να διωχθούν ποινικά για παράβαση καθήκοντος (άρθρο 259 ΠΚ), κατά την περίπτωση που με πρόθεση παραβούν τα καθήκοντα της υπηρεσίας τους με σκοπό να προσπορίσουν στον εαυτό  τους ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψουν το κράτος ή κάποιον άλλον (ενδεικτικά από τη νομολογία του Ακυρωτικού μας, Α.Π. 294/2001, Π.Λ. 1/2001, 207, Α.Π. 901/2001 Π.Λ. 3/2001, 1053), αφού ρητά συγκαταλέγονται στους υπαλλήλους κατά την έννοια του άρθρου 13α ΠΚ, (άρθρο 25 παρ. 2 Ν 2318/1995) και ακόμα έχει γι’ αυτούς εφαρμογή η επιβαρυντική του άρθρου 262 του ΠΚ διάταξη που επαυξάνει το ανώτατο όριο ποινής που αναγράφει ο νόμος κατά το ήμισυ, αν ασκούντες την υπηρεσία τους ή επωφελούμενοι από την ιδιότητά τους, γίνουν με πρόθεση υπαίτιοι κακουργήματος ή πλημμελήματος που προβλέπεται σε άλλο κεφάλαιο του ποινικού κώδικα. Η ειδική ωστόσο ποινική διάταξη που περιέχει η παρ. 2 του άρθρου 89 του παραπάνω Κώδικά τους, σύμφωνα με την οποία, τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρις έξι μηνών αν με οποιονδήποτε τρόπο παραβαίνουν τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από την κατά το άρθρο 51 του παρόντος Υπουργική απόφαση, δεν σχετίζεται με την κατά την εκτέλεση των αστυνομικής φύσεως καθηκόντων τους, αλλά αναφέρεται σε θέματα παρακράτησης και απόδοσης στον οικείο σύλλογο ποσοστών από την αμοιβή τους.

Καθόσον αφορά  την πειθαρχική τους ευθύνη, εν συντομία εκτίθεται, πως ο Κώδικας τους στο κεφάλαιο Η΄, περιλαμβάνει σειρά διατάξεων, (άρθρα 53-76), οι οποίες καθορίζουν ενδεικτικά τις πράξεις που συνιστούν πειθαρχικά αδικήματα και τη διαδικασία βεβαίωσης αυτών, ως και επιβολής πειθαρχικών από τα αρμόδια όργανα ποινών. Σημειώνεται  ωστόσο, ότι την πειθαρχική αγωγή ασκεί ο αρμόδιος Εισαγγελέας Πρωτοδικών (άρθρο 62) και οι πειθαρχικές ποινές επιβάλλονται σε πρώτο βαθμό από το πρωτοβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο που απαρτίζεται από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών της έδρας του συλλόγου των δικαστικών επιμελητών, του οποίου είναι μέλος ο κρινόμενος κατά το χρόνο της άσκησης της πειθαρχικής αγωγής ως πρόεδρο, τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της ίδιας έδρας, νόμιμα αναπληρούμενο και το γενικό γραμματέα του συλλόγου δικαστικών επιμελητών και σε δεύτερο και τελευταίο βαθμό από το δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο που απαρτίζεται από τους ως εκ της έδρας του οικείου συλλόγου δικαστικών επιμελητών αρμόδιο Πρόεδρο Εφετών, ως πρόεδρο, τον Εισαγγελέα Εφετών της ίδιας περιφέρειας και τον πρόεδρο του συλλόγου δικαστικών επιμελητών (άρθρο 55).

 Τέλος, αστική ευθύνη, μπορεί να αναζητηθεί επί προσωπικού πεδίου, βάσει των γενικών του άρθρου 914 ΑΚ διατάξεων, δεν φαίνεται όμως, και το Κράτος να υπέχει όμοια ένεκα παράνομης πράξης ή παράλειψης αυτών ευθύνη, σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, διότι ναι μεν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους ενεργούν ως όργανα της πολιτείας (άρθρο 25 παρ. 1), πλην δεν μπορούν να θεωρηθούν αληθώς ως πολιτικοί δημόσιοι υπάλληλοι, καθόσον δεν υφίσταται μεταξύ τούτων και της πολιτείας τέτοια υπαλληλική σχέση που δεν συνεπάγεται ευθύνη τους απέναντι σε τρίτους αλλά μόνον του δημοσίου.

β) Οι ιδιώτες λόγω της ιδιαίτερης ποινικής προστασίας που παρέχεται στους Επιμελητές κατά την άσκηση του ανωτέρω έργου τους, υπέχουν ποινική ευθύνη. Ήδη αναφέρθηκαν μερικές ρητά προβλεπόμενες τέτοιες (συνέπειες), όπως για απείθεια, (169 ΠΚ), όταν αρνούνται να απομακρυνθούν από τον τόπο εκτέλεσης και εξακολουθούν να παρεμποδίζουν, ψευδή ανώμοτη κατάθεση (225  παρ. 2 ΠΚ), όταν κατά τον έλεγχο για την εξακρίβωση της ταυτότητας των καθών η εκτέλεση ή η επίδοση, αρνούνται να δηλώσουν τα στοιχεία της ταυτότητάς τους ή δηλώνουν ψευδή στοιχεία, ή εν γνώσει τους εκθέτουν σ’ αυτούς ψέματα σχετικά με αιτούμενες για τον οφειλέτη πληροφορίες. Επίσης, μπορούν να διωχθούν για το σοβαρότερο ποινικό αδίκημα της αντίστασης (167ΠΚ), όταν μεταχειρίζονται βία ή απειλή βίας για να τους εξαναγκάσουν να παραλείψουν νόμιμη πράξη ή όταν  βιαιοπραγούν κατά προσώπου που έχει προσληφθεί (π.χ. μάρτυρα) ή άλλου υπαλλήλου που έχει προστρέξει να τους υποστηρίξει (π.χ. αστυνομικών) ή ακόμα και για αντιποίηση αρχής (175 Π.Κ.), αν, χωρίς να έχουν την ιδιότητά αυτή, ενεργούν πράξεις που ανάγονται στα καθήκοντά του (άρθρο 89 παρ. 1 Ν2318/1995), της διώξεως τέλος κινουμένης σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, αυτεπαγγέλτως και

γ) τα όργανα άλλων δημοσίων αρχών και δη οι αστυνομικοί υπάλληλοι, υπέχουν ποινική σε βαθμό πλημ/τος ευθύνη για παράβαση του άρθρου  260 Π.Κ. (ανυποταξία σε πολιτική αρχή), καθώς και πειθαρχική τοιαύτη, αν ρητά αρνηθούν ή αδρανήσουν να τους παράσχουν νόμιμη συνδρομή (άρθρο 24 παρ. 2 Ν 2318/1995). Προσθέτως, βάσει του ειδικού ευεργετήματος που τα ίδια όργανα (επιμελητές) απολαμβάνουν με την παρ. 3 του άρθρου 89 του αυτού νόμου (2318/1995), οι αστυνομικοί υποχρεούνται να απόσχουν από πράξεις σύλληψής τους καθώς και των προσώπων που συμπράττουν με αυτά, δηλ. δεν εφαρμόζεται εναντίον τους η αυτόφωρη διαδικασία, εφόσον οι ενέργείες τους λαμβάνουν χώρα κατά την εκτέλεση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων και έχουν σχέση με αυτά. Είναι δε εδώ προφανής ο σκοπός θέσπισης της παραπάνω εξαίρεσης, γιατί, ο νομοθέτης διέβλεψε, πως δεν θα ήταν λίγοι οι διάδικοι εκείνοι ή οι οφειλέτες, οι οποίοι εντελώς προσχηματικά και παρελκυστικά, προκειμένου να αποφύγουν, έστω προς καιρόν, την εις βάρος επικρεμάμενη διαδικασία της εκτέλεσης, θα έσπευδαν να υποβάλλουν αβάσιμες κατ’ αυτών και των βοηθών τους μηνύσεις και αναφορές, μετατρέποντάς τους έτσι αυτόματα, δε διαδίκους – αντιδίκους και δυσχεραίνοντας περαιτέρω σοβαρά το έργο της εκτέλεσης.

2. Η προηγηθείσα συνοπτική ανάλυση, του πλέγματος των σχετικών με το θέμα διατάξεων, αναδεικνύει, φρονούμε, τόσο τη σπουδαιότητα και αναγκαιότητα του ρόλου των Δικαστικών Επιμελητών στο δικαιοκρατικό μας σύστημα, ως βοηθητικών οργάνων απονομής της Δικαιοσύνης, με ιδιαίτερη αναφορά στο κύριο και βασικό τους έργο, της εκτέλεσης δηλ. των αποφάσεων των πολιτικών δικαστηρίων, όσο και τις ουσιαστικές και νομικές που συνεπάγεται συνέπειες, η άσκηση τούτου, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις χρήσης αστυνομικής από μέρους τους εξουσίας με την μορφή υλικής βίας, τονίζοντας συμπερασματικά για την τελευταία ιδία περίπτωση, ότι όπως με σεβασμό και αξία πρέπει τα παραπάνω όργανα της πολιτείας να περιβάλλονται από όλους κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, έτσι και αυτά πρέπει να συμπεριφέρονται έναντι των άλλων, δηλαδή με ευγένεια και κοσμιότητα, ενεργούν δε πάντα με σύνεση και αυτοσυγκράτηση, κινούμενα εντός των υπό των θεμελιωδών αρχών της νομιμότητας, αναγκαιότητας και αναλογικότητας διαγραφομένων  πλαισίων, οσάκις καλούνται να μετέλθουν τα ακραίο, επαχθές και επώδυνο για τους πολίτες μέσο της χρήσης κατ’ αυτών βίας.