Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πατρών

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΠΑΤΡΩΝ

Αρ. Γνωμ. 2/17-10-2005

ΠΡΟΣ ΤΟΝ

κ. Ιωάννη Θεοδώρου Μακρή

Γενικό Γραμματέα του Συλλόγου Δικαστικών Επιμελητών

της Περιφερείας του Εφετείου Πατρών,

κάτοικο Πατρών (οδός Γούναρη αρ. 25)

ΠΑΤΡΑ

Κοιν. α)κ. Εισαγγελέα Εφετών Πατρών.

         β)κ.κ. Εισαγγελείς και Αντεισαγγελείς της Εισαγγελίας Πρωτοδικών     Πατρών.

         γ)κ. Πρόεδρο Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών

         δ) κ. Αστυνομικό Διευθυντή Ασφαλείας Πατρών.

Σε απάντηση του από 13-10-2005 εγγράφου Σας, με το οποίο, και υπό την ως άνω αναφερομένη ιδιότητά Σας, αιτείσθε την άρθρον 25 Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ., Γνώμη μας, επί νομικού ζητήματος αναφυέντος κατά την εκτέλεση των υπηρεσιακών σας καθηκόντων, σχετικά, με το αν η άρνηση των αστυνομικών αρχών να χορηγήσουν στους δικαστικούς επιμελητές στοιχεία που αφορούν στην ταυτότητα των οφειλετών εις βάρος των οποίων έχει ήδη κινηθεί νομίμως και ευρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης των άρθρων 904 επ. του Κ.ΠολΔ., ευρίσκει νομικό έρεισμα στις ισχύουσες περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα διατάξεις του Ν. 2472/97, τις οποίες αυτές (αρχές ασφαλείας) άνευ ειδικοτέρου προσδιορισμού επικαλούνται, ή είναι μη νόμιμη, Σας γνωρίζομε τα ακόλουθα:

Ι.1. Ως γνωστόν, οι δικαστικοί επιμελητές – οι οποίοι δεν πρέπει να συγχέονται με τους έμμισθους επιμελητές των δικαστηρίων και των Εισαγγελιών που είναι αρμόδιοι για την ευταξία των ακροατηρίων, επίδοση κλήσεων κ.λπ.(αρ. 18 Ν.2812/2000) – είναι βάσει του ισχύοντος γι’ αυτούς νομοθετικού πλαισίου (αρ. 1 παρ.1Ν. 2318/1995,  «Κώδικας Δικαστικών Επιμελητών» ΦΕΚ 126τ.Α΄) άμισθοι δημόσιοι λειτουργοί και συνιστούν ειδική κατηγορία υποβοηθητικών τη Πολιτικής κυρίως δικαιοσύνης οργάνων, αφού, βασικό έργο τους είναι: α) η ενέργεια επιδόσεως δικογράφων και εξωδίκων εγγράφων, β) η εκτέλεση των αναφερομένων στην παράγραφο 2 του άρθρου 904 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας εκτελεστών τίτλων και γ) η εκτέλεση κάθε καθήκοντος που τους έχει ανατεθεί με νόμο (παρ. 2 αρ. 1 ιδίου ως άνω Κώδικα – εφεξής Κ.Δ.Ε.).

2. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους ενεργούν ως όργανα της πολιτείας σύμφωνα με τις επιταγές του νόμου (αρ. 25 παρ. 1 Κ.Δ.Ε.) απολαμβάνοντας σεβασμού εκ μέρους κάθε αρχής και προσώπου (άρ. 21 παρ. 1 Κ.Δ.Ε.), ασκούν δε στην ουσία αστυνομική εξουσία, αφού και αυτοί, όμως οι αστυνομικοί, δρουν και επεμβαίνουν τόσο στο πεδίο ελευθερίας των προσώπων, μετερχόμενοι κατ’ αυτών  ως μέτρο καταναγκασμού, εάν παραστεί ανάγκη, και νόμιμη υλική βία όσο και στο πεδίο στης περιουσίας προβαίνοντας σε κατασχέσεις αυτής.

Έτσι, εκτός των άλλων επαχθών μέτρων άσκησης νόμιμης βίας, όπως για παράδειγμα, το δικαίωμα να συλλαμβάνουν και να φυλάγουν (κρατούν), μέχρι την παράδοση στη Διεύθυνση της οικείας  φυλακής, τον οφειλέτη του δημοσίου ή τον οφειλέτη των ιδιωτικών απαιτήσεων που έχουν καταδικαστεί με δικαστική απόφαση, σε προσωπική κράτηση (αρ. 5Ν. 1867/1989 και 1049-1051 Κ.Πολ.Δ., σε συνδυασμό με 39 Κ.Δ.Ε), ή, εφόσον το απαιτεί ο σκοπός της αναγκαστικής εκτέλεσης, να εισέρχονται στην «κατοικία» του οφειλέτη (άρ. 929 παρ. 1 Κ.ΠολΔ.) χωρίς αυτό να συνιστά παραβίαση του «ασύλου» που προστατεύει το άρθρο 9 του Συντάγματος, διότι η προστασία αναφέρεται σε επέμβαση των διοικητικών οργάνων, ενώ οι δικαστικοί επιμελητές είναι βοηθητικά, ως ελέχθη, όργανα των δικαστικών λειτουργών (Σταθέας, Εκτέλεσις, τ.4.1984 .1484, Τάχος, Δίκαιο Δημόσιας Τάξης, 1990.40) και υπόκεινται στην εποπτεία και τον έλεγχο του οικείου Εισαγγελέα, ο οποίος δικαιούται να τους απευθύνει «παραγγελίες, γενικές οδηγίες και συστάσεις, σχετικές με την άσκηση των καθηκόντων τους» (άρθρα 19 παρ. 1ζ, 24 παρ. 5β και 25 παρ. 1, θ. ΚΟΔΚΔΛ), δικαιούται επίσης, κατά ρητή του νόμου  διαγόρευση (άρθρο 23 του ως άνω Κώδικά τους), να ενεργούν έλεγχο για την εξακρίβωση της ταυτότητας εκείνων τους οποίους αφορά η εκτέλεση ή η επίδοση. Στις περιπτώσεις μάλιστα αυτές, όποιος αρνηθεί να δηλώσει την ταυτότητά του ή δηλώσει ψευδή στοιχεία, τιμωρείται σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 225 του Ποινικού Κώδικα. Συναφές επίσης με το παραπάνω αστυνομικής φύσης δικαίωμά τους, είναι και εκείνο της αναζήτησης αναγκαίων από τους πολίτες πληροφοριών και ειδικότερα από σύνοικους, γείτονες, θυρωρούς και διαχειριστές πολυκατοικιών ή μεγάρων, οι οποίοι, αν με επίγνωσή τους δώσουν ψευδείς πληροφορίες, τιμωρούνται και αυτοί με τις αυτές ποινές της 225 παρ. 2.Π.Κ.

3. Οι δικαστικοί επιμελητές δικαιούνται ακόμα, να ζητούν, όταν οι ίδιοι το κρίνουν αναγκαίο, τη βοήθεια της αστυνομικής αρχής, η οποία υποχρεούται να τους συνδράμει αμέσως, χωρίς να παρεμβαίνει στα καθήκοντα τους και χωρίς να τους απομακρύνει από τον τόπο εκτελέσεως για οποιονδήποτε λόγο, πριν τελειώσει το έργο τους. Η συνδρομή αυτή, μπορεί να ζητηθεί και προφορικά ή τηλεφωνικά. (άρ. 42 παρ.2 του ιδίου Κώδικα σε συνδυασμό με άρθρα 929 παρ. 2Κ.Πολ.Δ., και 160 παρ. 1 Π.Δ. 141/91). Η εν λόγω διάταξη, αναφέρεται κυρίως σε περιπτώσεις παρεμπόδισης του έργου τους με τη δημιουργία πάσης φύσεως προσκομμάτων όπου βάσιμος υφίσταται κίνδυνος εκδηλώσεως επεισοδίων, με σκοπό τη ματαίωση της εκτέλεσης, πλην, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, η συνδρομή της Αστυνομίας μπορεί χωρίς αμφιβολία να ζητηθεί και όταν ο από μέρους των επιμελητών έλεγχος στην εξακρίβωση της ταυτότητας εκείνων τους οποίους αφορά η εκτέλεση ή η επίδοση, απέβη ελλείψει στοιχείων άκαρπος. Διότι, όπως είναι ευνόητο, προαπαιτούμενο στοιχείο για την κίνηση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, αποτελεί η επιτυχής ανεύρεση των πλήρων στοιχείων ταυτότητάς του καθού αύτη, προς αποφυγή περαιτέρω δυσμενών εννόμων συνεπειών (προβολή ενστάσεων ακυρότητας κ.λπ) οι οποίες θα οδηγούσαν στην ακύρωση ή και ματαίωση των πράξεων εκτελέσεως.

ΙΙ.1. Οι ανωτέρω αναλυόμενες διατάξεις του Κ.Δ.Ε., δεν προσκρούουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο σε εκείνες των διατάξεων των άρθρων 1 επ. του Ν. 2472/1997 «περί προστασίας του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» (ΦΕΚ 50τ.Α΄) και, πολύ περισσότερο, δεν θεμελιώνουν αντικειμενικά και υποκειμενικά ποινική παράβαση της παραγράφου ιδία 4 του άρ. 22 του ως άνω νομοθετήματος, κατά την οποία «όποιος χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιοδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών ή τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει, επεξεργάζεται, μεταδίδει, ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων ή τα εκμεταλλεύεται με οποιοδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή και αν πρόκειται για ευαίσθητα δεδομένα με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) έως δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών».

Διότι προκειμένου να καταστεί δυνατή η εφαρμογή του τελευταίου αυτού νόμου σε ορισμένους τομείς και συνακόλουθα η εξισορρόπηση συμφερόντων και δικαιωμάτων που κατοχυρώνει το Σύνταγμα (βλ.Εισηγ. Εκθ. , άρθρου 8Ν.2819/2000) ο νομοθέτης προχώρησε επανειλημμένα – σε νομοτεχνικού και ουσιαστικού χαρακτήρα – τροποποίηση ορισμένων διατάξεων τούτου και δη στο άρθρο 7 προστέθηκε με το άρθρο 8 του ανωτέρω νόμου 2819/2000 (ΦΕΚ Α΄84), το άρθρο 7Α,  σύμφωνα με το οποίο (παράγραφος 1) ο υπεύθυνος της επεξεργασίας απαλλάσσεται από την υποχρέωση γνωστοποίησης και λήψης αδείας (άρθρα 6 και 7 Ν. 2472/97) για την επεξεργασία και τήρηση των αρχείων που περιλαμβάνουν προσωπικά δεδομένα, όταν, πλην άλλων, ….ε) η επεξεργασία γίνεται από δικηγόρους, συμβολαιογράφους, άμισθους υποθηκοφύλακες και δικαστικούς επιμελητές και αφορά την παροχή νομικών υπηρεσιών προς πελάτες τους, εφόσον ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεσμεύεται από υποχρέωση απορρήτου που προβλέπει ο νόμος και τα δεδομένα δεν διαβιβάζονται ούτε κοινοποιούνται σε τρίτους, εκτός από τις περιπτώσεις που αυτό είναι αναγκαίο και συνδέεται άμεσα με την εκπλήρωση εντολής του πελάτη. Περαιτέρω, κατά την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου, σε όλες τις περιπτώσεις της παραγράφους 1 του παρόντος άρθρου, ο υπεύθυνος επεξεργασίας υπόκειται σε όλες τις υποχρεώσεις που προβλέπει ο παρών νόμος και υποχρεούται να συμμορφώνεται με ειδικούς κανόνες επεξεργασίας που η Αρχή εκδίδει, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 5 του παρόντος νόμου.

2. Κατά συνέπεια, από τη στιγμή που οι δικαστικοί επιμελητές κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους, διαβιβάσουν αιτιολογημένη αίτηση (υπό την μορφή συνδρομής που παραπάνω αναφέρεται) προς τις οικείες αστυνομικές αρχές για τη χορήγηση των απαραιτήτων στοιχείων ταυτότητας του καθού η αναγκαστική εκτέλεση, εφόσον ταυτόχρονα συνοδεύεται με την ως άνω γραπτή δέσμευσή τους περί τήρησης του απορρήτου των πληροφοριών και της μη διαβίβασης ή κοινοποίησης των δεδομένων σε τρίτους, οι τελευταίες υποχρεούνται να τους συνδράμουν και τους παράσχουν τις αναγκαίες πληροφορίες, η δε αδικαιολόγητη άρνησή τους, πέρα από το ότι συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα, συντρεχουσών και των λοιπών προϋποθέσεων, στοιχειοθετεί και το ποινικό αδίκημα της ανυποταξίας σε πολιτική αρχή του άρθρου 260 Π.Κ.  (Πλείονα επί του θέματος, Σοφουλάκης, Η άσκηση Αστυνομικής εξουσίας από μέρους των Δικαστικών Επιμελητών ως βοηθητικών οργάνων απονομής της δικαιοσύνης, μονογραφία, Ποιν. Δικ. 2002.1300-1303).

3. Επ’ ευκαιρία, για την σφαιρική αντιμετώπιση και κρισιολόγηση του θιγομένου ζητήματος, θεωρούμε χρήσιμο να αναφέρομε επικουρικά: α) ότι κατά τη γνώμη μας, ακόμα και αν δεν υπήρχε η ως άνω  ρητή του νόμου πρόβλεψη, περί της συμπερίληψης των δικαστικών επιμελητών στις περιπτώσεις των προσώπων που εξαιρούνται από την υποχρέωση γνωστοποίησης και λήψης άδειας από την Αρχή Προστασίας δεδομένων υπό τις προαναφερόμενες επιφυλάξεις και πάλι νομίμως θα ηδύναντο να ζητήσουν από την αστυνομία τα υπόψη στοιχεία, γιατί οι συνδυασμένες διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και του Κ.Δ.Ε., αναμφίβολα κατισχύουν ως ειδικότερες εκείνων του 2472/97, που κατά την εισηγητική του νόμου έκθεση (Κ.ΝοΒ., 1997 σελ. 503) στοχεύουν στην αντιμετώπιση από τη μια της προστασίας του ατόμου από την αθέμιτη επεξεργασία πληροφοριών που ανάγονται στην ιδιωτική ζωή του και την άσκηση των δικαιωμάτων του και από την άλλη στη διασφάλιση της χρήσης της πληροφορικής, τόσο από το Δημόσιο όσο και από ιδιώτες, για την επιδίωξη σκοπών που η έννομη τάξη προστατεύει και σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις ευνοεί και όχι βεβαίως να δυσχεράνουν ή πολύ περισσότερο να ανατρέψουν το ισχύον δικονομικό σύστημα απονομής της Πολιτικής ή Ποινικής Δικαιοσύνης, τμήμα του πρώτου των οποίων, αποτελεί, ως γνωστόν, και το καίριο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης (βλ. για την περίπτωση της μη εφαρμογής του νόμου 2472/97 επί ποινικής διαδικασίας εμπεριστατωμένη ανάλυση του δικαιοπολιτικού σκοπού του νομοθέτη, σε Εισαγγελική Πρόταση Κανελλόπούλου,  στην Εφ.Αθην. 984/2001, Π.Χ. ΝΓ΄(2003) 57-59, Ιδ. Γνωμ. Ανδρουλάκη, Π.Χ. ΝΑ΄(2001).278 επ. και ακόμα Εισήγηση Αντιπρ. του Α.Π. Αντωνίου, σε Επιστημονικό Συνέδριο του Δικηγορικού Συλλόγου Ιωαννίνων (Ιουν. 05), υπό τίτλο «Νομολογιακά δεδομένα μέσα από την ποινική δίκη» (σελ. 20-23) όπου παρατίθενται πλείονες επί του θέματος δικαστικές αποφάσεις, όπως η Α.Π. 1945/2002 κατά την οποία κρίθηκε νομολογιακά, ότι οι διατάξεις των άρθρων 358 και 364 Κ.Π.Δ. ως ειδικές κατισχύουν του Ν. 2472/97, ή ότι η δικογραφία εκκρεμούς υποθέσεως δεν αποτελεί αρχείο κατά την έννοια του Ν.2472/97 (Πλημ. Αθην. 2942/2003, Π.Χ.ΝΓ.1010 και Απόφαση Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, Ποιν. Δικ. 5.37, κ.ο.κ.) και β) Δεν πρέπει να δημιουργείται σύγχυση μεταξύ της υπό έρευνα περίπτωσης και εκείνης που πραγματεύεται η υπ. αριθμ. 17/1-12-1997 Γνμ.Εισ.Α.Π., κοινοποιηθείσας ήδη προς το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, την οποία προφανώς έχουν υπόψη τους οι αστυνομικοί υπάλληλοι. Γιατί εκεί ερμηνεύοντας την παρ. 3 και 1 του άρ. 16 του Ν. 1599/86, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, αποφαίνεται, πως, δεν είναι δυνατή η χορήγηση από τις αστυνομικές αρχές  στοιχείων ταυτότητας οποιουδήποτε ατόμου που περιέχονται σε διοικητικά έγγραφα ή στην καρτέλα ταυτότητάς του, έστω και αν επικαλείται ο αιτών έννομο συμφέρον, για όσους λόγους λεπτομερώς εκτίθενται , πλην, η απαγόρευση αυτή, όπως ρητά επισημαίνεται, αφορά αποκλειστικά και μόνο τους ιδιώτες.

ΙΙΙ. Συμπέρασμα: Η αδικαιολόγητη άρνηση των αστυνομικών αρχών να χορηγήσουν στους δικαστικούς επιμελητές κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους, πληροφορίες περί των στοιχείων ταυτότητας εκείνων του οποίους αφορά η εκτέλεση ή η επίδοση, παρά την από μέρους τους γραπτή δέσμευση τηρήσεως του απορρήτου αυτών και της μη διαβίβασης ή κοινοποίησης των δεδομένων σε τρίτους, δεν ευρίσκει νομικό έρεισμα στις περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα διατάξεις του Ν.2472/97, όπως αυτός ισχύει σήμερα.

ΠΑΤΡΑ 17-10-2005

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΠΑΤΡΩΝ

Λάμπρος Λ. Σοφουλάκης

Εισαγγελέας Πρωτοδικών