Η ΕΠΙΔΟΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΣΤΗΝ ΑΛΛΟΔΑΠΗ ΚΑΙ Η ΑΓΝΩΣΤΗ ΔΙΑΜΟΝΗ ΤΟΥ ΟΦΕΙΛΕΤΗ.

Σ. Πανταζόπουλος

Μέχρι την ισχύ του ν. 4335/2015, προτεινόμενος λόγος ανακοπής μπορούσε να ήταν ο ισχυρισμός οτι κατά τον χρόνο της έκδοσης (όχι της υποβολής της αίτησης ή της επίδοσης) της διαταγής πληρωμής ο οφειλέτης, ανεξάρτητα αν είναι αλλοδαπός ή ημεδαπός, διέμενε στην αλλοδαπή, ή ήταν άγνωστης διαμονής (προίσχύον άρθρο 624 παρ. 2 ΚΠολΔ) και ότι εστερείτο κατοικίας στην Ελλάδα.

 Καθιερωνόταν απαράδεκτο της αίτηση; διαταγής πληρωμής και όχι έλλειψη δικαιοδοσίας του δικαστή για την έκδοσή της. Επομένως, αν κατά το χρόνο έκδοσης της διαταγής πληρωμής, ο οφειλέτης διέμενε στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, αλλά κατά το χρόνο επίδοσής της μετέβαλε τη διαμονή του και απέκτησε γνωστή διαμονή στην Ελλάδα, η διαταγή πληρωμής δεν καθίσταται έγκυρη. Και αντίστροφα, όταν κατά το χρόνο έκδοσης της διαταγής πληρωμής ο οφειλέτης έχει γνωστή διαμονή στην Ελλάδα, αλλά κατά το χρόνο επίδοσής της κατέστη άγνωστης διαμονής ή απέκτησε διαμονή στο εξωτερικό, όπου πρέπει να γίνει η επίδοση, κρίσιμος παραμένει ο χρόνος έκδοσής της και ήταν έγκυρη. Η απαγόρευση αυτή εξετάζεται χωριστά για κάθε ένα απλό ομόδικο κατά του οποίου έχει εκδοθεί διαταγή πληρωμής και αυτή δεν πλήττεται κατά το μέρος που στρέφεται κατά άλλου συνοφειλέτη κατοίκου ημεδαπής.

Το άρθρο 624 παρ. 2 ΚΠολΔ απέκλειε την επίδοση της διαταγής πληρωμής στην αλλοδαπή ή σε πρόσωπο με άγνωστη διαμονή, οπότε δεν επέρχονταν οι έννομες συνέπειες που συνδέονταν με αυτήν. Δεν μπορούσε να εκδοθεί διαταγή πληρωμής κατά αλλοδαπού δημοσίου διότι -ανεξάρτητα από το ενδεχόμενο κώλυμα του άρθρου 923 ΚΠολΔ αυτή έπρεπε να επιδοθεί στην αλλοδαπή και όχι στην πρεσβεία του στην ημεδαπή, αφού για το προσωπικό της πρεσβείας καθιερώνεται ετεροδικία (άρθρο 3 παρ. 2 ΚΠολΔ) και όχι εκπροσώπηση της αλλοδαπής πολιτείας για την παραλαβή των διαδικαστικών πράξεων. Τα πιο πάνω ίσχυαν για την ταυτότητα του νομικού λόγου και όταν η εγκατάσταση στην αλλοδαπή λάμβανε χώρα πριν από τη δεύτερη επίδοση της διαταγής πληρωμής κατ’ άρθρο 633 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Το άρθρο 624 παρ. 2 ΚΠολΔ είχε θεσπιστεί για την αποφυγή του κινδύνου να μην λάβει ποτέ γνώση ο οφειλέτης της εναντίον του διαταγής πληρωμής ή να λάβει γνώση μετά τη λήξη της προθεσμίας που ορίζεται για την άσκηση της ανακοπής, με αποτέλεσμα να αδυνατεί να ασκήσει το δικαίωμα προστασίας του. Επίσης, θα έπρεπε να εξασφαλιστεί στον οφειλέτη που καταδιωκόταν βίαια η δυνατότητα προσφυγής σε ένα δικαστήριο που βρίσκεται κοντά του. Γι’ αυτό η σχετική απαγόρευση δεν προσέκρουε στο άρθρο 34 Συνθήκης ΕΚ (ήδη τροποποιηθέν άρθρο 29 ΕΚ) και δεν συνιστούσε περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων με την αποτροπή των επιχειρηματιών από το εξαγωγικό εμπόριο. Ωστόσο, η διάταξη αυτή καθίστατο προβληματική μετά τη μεταφορά της Οδηγίας 2000/35/ΕΚ στο εσωτερικό δίκαιο, στο άρθρο 5 παρ. 2 της οποίας ορίζεται ότι οι σχετικές με τις διαδικασίες είσπραξης των μη αμφισβητούμενων απαιτήσεων εθνικές διατάξεις εφαρμόζονται με τους ίδιους όρους σε όλους τους δανειστές που είναι εγκατεστημένοι στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Εξάλλου, μετά την έκδοση του Καν 1896/2006 για την ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής επί διασυνοριακών υποθέσεων και παρά το ότι ο ενωσιακός νομοθέτης ορίζει στο άρθρο 1  παρ. 2 ότι ο αϊτών δανειστής δεν κωλύεται από τον παρόντα Κανονισμό να ικανοποιήσει την απαίτησή του με τη χρήση άλλης διαδικασίας προβλεπόμενης από το δίκαιο του κράτους μέλους, με συνέπεια να μένει άθικτο το εθνικό δίκαιο της έκδοσης διαταγής πληρωμής, στην προκειμένη περίπτωση η δυνατότητα αυτή δεν υπήρχε, αφού ο αϊτών δανειστής δεν μπορούσε κατά το ελληνικό δίκαιο να την εκδώσει κατά οφειλέτη του σε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τούτο σήμαινε ειδικότερα ότι η ελληνική νομοθετική ρύθμιση για τη διαταγή πληρωμής υπολειπόταν της ρύθμισης του ως άνω Κανονισμού, στην εφαρμογή του οποίου αναγκαστικά θα προσέφευγε ο απών δανειστής, προκειμένου να εισπράξει την απαίτησή του κατά του οφειλέτη του κατοίκου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με παραπέρα συνέπεια την ανάγκη μεταρρύθμισης της ως άνω διάταξης προς την κατεύθυνση της δυνατότητας έκδοσης διαταγής πληρωμής στην προκειμένη περίπτωση. Ο ως άνω δικαιολογητικός λόγος της ισχύουσας διάταξης για την αποφυγή της στέρησης του δικαιώματος υπεράσπισης με την έγκαιρη άσκηση ανακοπής υποχωρούσε με τη θέσπιση μεγαλύτερης προθεσμίας για την άσκησή της από κάτοικο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όμοια όπως ίσχυε για την άσκηση ενδίκων μέσων κατά μιας δικαστικής απόφασης που εκδίδεται με κάτοικο της ΕΕ.

Αν από την αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής προέκυπτε ότι ο οφειλέτης ήταν κάτοικος αλλοδαπής και ότι έπρεπε να γίνει επίδοση αυτής στο εξωτερικό, ο δικαστής, με βάση το προ ισχύον δίκαιο, όφειλε να απορρίψει την αίτηση. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής λόγω συνδρομής της αρνητικής ως άνω διαδικαστικής προϋπόθεσης έκδοσής της δεν συνεπαγόταν την αυτοδίκαιη ακυρότητα της επίδοσής της. το κύρος της οποίας κρινόταν κατ άρθρο 159 ΚΠολΔ, και επέρχονταν νομίμως οι δικονομικού ή ουσιαστικού δικαίου συνέπειές της (έναρξη προθεσμίας άσκησης ανακοπής, διακοπή της παραγραφής, αναστολή της κατ’ άρθρο 634 παρ. 2 ΚΠολΔ).

     Υποστηριζόταν ότι η διαταγή πληρωμής που εκδόθηκε κατά οφειλέτη που εγκαταστάθηκε μετά την έκδοση της διαταγής πληρωμής στην αλλοδαπή ή κατέστη άγνωστης διαμονής είναι έγκυρη, παρέμενε όμως ανενεργής ωσότου αυτός αποκτούσε νέα γνωστή διαμονή στην ημεδαπή. Η άποψη αυτή είχε σχετική ισχύ, διότι μετά τη ρύθμιση του άρθρου 630Α ΚΠολΔ η διαταγή πληρωμής που δεν είχε επιδοθεί εντός δύο μηνών από την έκδοσή της καθίσταται ανίσχυρη.

Όταν ζητείτο η εκτέλεση της διαταγής πληρωμής σε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά το άρθρο 27 της προισχύουσας Σύμβασης των Βρυξελλών, δεν μπορούσε να προταθεί κατά της αναγνώρισης της εκτελεστότητας αυτής ότι είχε παραβιαστεί διάταξη δικονομικού δικαίου του κράτους προέλευσης, αφενός διότι η δικονομική παράλειψη του δικαστή της τελευταίας δεν δικαιολογούσε την άρνηση αναγνώρισης της εκτελεστότητάς της, αφετέρου διότι δεν αντίκειτο στο άρθρο 27 αρ. 2 της Σύμβασης αυτής, που επεδίωκε την προστασία του οφειλέτη στην εναντίον του εισαγωγική της δίκης πράξη.

Με το σχέδιο νόμου της ειδικής νομοπαρασκευαστικής επιτροπής για την τελική διαμόρφωση του ΚΠολΔ προτάθηκε η δυνατότητα έκδοσης διαταγής πληρωμής κατά προσώπου που κατοικεί στην αλλοδαπή ή κατά προσώπου άγνωστης διαμονής, αν έχει διορίσει αντίκλητο, επειδή οι σημερινές συνθήκες επικοινωνίας δεν δικαιολογούν πλέον τη μέχρι τώρα εξαίρεση. Η πρόταση αυτή δεν έγινε τελικώς δεκτή και παρέμεινε η ως άνω ρύθμιση μέχρι το ν. 4335/2015, ενδεχομένως διότι ο Καν 1896/2006 για την ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής εφαρμόζεται στις διασυνοριακές διαφορές.

Τελικώς, όμως, με βάση το άρθρο τέταρτο του ν. 4335/2015 που τροποποίησε στο άρθρο 624 παρ. 2 ΚΠολΔ καταργήθηκε η αρνητική διαδικαστική προϋπόθεση να μη διαμένει ο καθ’ ου η διαταγή πληρωμής στην αλλοδαπή κατά το χρόνο έκδοσής της και, επομένως, είναι επιτρεπτή πλέον η έκδοση διαταγής πληρωμής, που εκδίδεται μετά την 1-1-2016 ύστερο από κατάθεση σχετικής αίτησης μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ. 2 ν. 4335/2015) και κατά προσώπων κατοικούντων ή διαμενόντων στην αλλοδαπή. Ως προς τους αννώστου διαμονής, η έκδοση διαταγής πληρωμής παραμένει μη επιτρεπτή, εκτός αν το πρόσωπο αυτό έχει νόμιμα διορισμένο αντίκλητο στην Ελλάδα σύμφωνα με το άρθρο 142 ΚΠολΔ. Η νέα αυτή ρύθμιση ως προς τους κατοικούντες ή διαμένοντες στην αλλοδαπή έχει επηρεαστεί ενδεχομένως από το βελγικό και ιταλικό δικονομικό δίκαιο, που έχουν άρει την προαναφερθείσα αρνητική διαδικαστική προϋπόθεση, και είναι δικαιολογημένη, και εμφανής συνέπεια της προστασίας του δικαιώματος άμυνας με την ανακοπή, που επιτυγχάνεται με τις διασυνοριακές επιδόσεις μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης λόγω του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 1393/2007 και της πολυμερούς Σύμβασης της Χάγης 1965, που κυρώθηκε από την χώρα μας με τον ν. 1334/1983 για την επίδοση δικογράφων στην αλλοδαπή.

Κρίθηκε ότι ο καθ’ ου η διαταγή πληρωμής δεν είναι άγνωστης διαμονής, όταν αναφέρεται στη σχετική αίτηση και τη διαταγή πληρωμής μόνον η πόλη της διαμονής δίχως μνεία της οδού, ταυτόχρονα όμως επιτυγχάνεται με τον εν λόγω προσδιορισμό η επίδοσή της στον οφειλέτη.

      Αν υπάρχει κατάστημα ή γραφείο του οφειλέτη ή εργαστήριο ή έχει διοριστεί νόμιμα αντίκλητός του ή ο νόμιμος εκπρόσωπος του αλλοδαπού νομικού προσώπου κατοικεί στην ημεδαπή, η επίδοση γίνεται σύμφωνα με τα άρθρα 124, 126, 129-130 ΚΠολΔ. Μη νόμιμη ήταν η συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων ότι θα είναι έγκυρη η έκδοση διαταγής πληρωμής, ακόμα και όταν ο οφειλέτης είναι άγνωστης διαμονής. Επί απλής ομοδικίας την αρνητική δικονομική προϋπόθεση του άρθρου 624 παρ. 2 ΚΠολΔ μπορούσε να προτείνει μόνον ο ομόδικος στο πρόσωπο του οποίου υπήρχε και όχι ο απλός ομόδικός του.