Κώδικας Δικαστικών Επιμελητών

Η σύνταξη αυτού του Κώδικα δεν ακολούθησε την πεπατημένη μέθοδο της συμπλήρωσης ή του εξωραϊσμού των προηγούμενων νομοθετημάτων. Η συντακτική επιτροπή φιλοδόξησε και πέτυχε να δημιουργήσει ένα Κώδικα νέο, βασισμένο στην ανάγκη εξυπηρέτησης των σύγχρονων αναγκών της Ελληνικής κοινωνίας αφενός αλλά και στην προσπάθεια εναρμόνισης της λειτουργικής αποστολής των Ελλήνων Δικαστικών Επιμελητών προς εκείνη των Ευρωπαίων συναδέλφων τους, δεδομένου ότι κατά το χρόνο κατάρτισης του Κώδικα αυτού ήταν εμφανέστατη η πορεία προς την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση σε όλα τα επίπεδα (οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό αλλά και νομικό).

ΝΟΜΟΣ ΥΠ΄ΑΡΙΘ.2318

Κώδικας Δικαστικών Επιμελητών

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ

ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

Άρθρο πρώτο

Κυρώνεται ως Κώδικας το ακόλουθο σχέδιο νόμου, που καταρτίστηκε από τη νομοπαρασκευαστική  επιτροπή, η οποία συγκροτήθηκε σύμφωνα: α) με το άρθρο 20 του ν. 1968/1991 και β) με την απόφαση αριθμ.20400/28.3.94 του Υπουργού Δικαιοσύνης.

ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΜΕΛΗΤΩΝ

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΕΠΙΜΕΛΗΤΕΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

Τίτλος – καθήκοντα

Άρθρο 1

Έργο και Αρμοδιότητες

1. Ο  δικαστικός επιμελητής είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός.

2. Έργο του δικαστικού επιμελητή είναι:

α) Η επίδοση δικογράφων και εξώδικων εγγράφων, καθώς και η κοινοποίηση, γνωστοποίηση, διαβίβαση ή άλλη συναφής διαδικαστική πράξη με φυσικό τρόπο ή με ηλεκτρονικά μέσα,

β) η εκτέλεση των εκτελεστών τίτλων που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 904 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας,

γ) η σύνταξη διαπιστωτικών εκθέσεων για πραγματικά περιστατικά, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, με βάση νόμο ή δικαστική απόφαση και

δ) η εκτέλεση κάθε άλλου καθήκοντος, που του ανατίθεται με νόμο.

 

3. Ο δικαστικός επιμελητής ασκεί τα καθήκοντά του μόνο στην περιφέρεια του πρωτοδικείου που είναι διορισμένος, με εξαίρεση τις περιπτώσεις του άρθρου 43 του παρόντος. Οι δικαστικοί επιμελητές όμως των περιφερειών των πρωτοδικείων: α) Αθήνας-Πειραιά, β) Θεσσαλονίκης-Κιλκίς, γ) Πάτρας- Αιγίου, δ) Έδεσσας-Γιαννιτσών, ε) Αλεξανδρουπόλεως-Ορεστιάδας και στ) Σύρου-Νάξου μπορούν να ασκούν τα καθήκοντά τους στις περιφέρειες  και των δύο πρωτοδικείων αντίστοιχα.

Άρθρο 2

Διορισμός Πτυχιούχων

1. Δικαστικός επιμελητής διορίζεται σε κενή οργανική θέση περιφέρειας πρωτοδικείου κάθε Έλληνας πολίτης, εφόσον επιτύχει σε σχετικό διαγωνισμό, έχει τα αναγκαία προσόντα και δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του τα σχετικά κωλύματα, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος.

Καθορίστηκε η 31η Δεκεμβρίου ως τελευταία ημέρα υποβολής αιτήσεων πτυχιούχων διότι στο τέλος του χρόνου και τις πρώτες ημέρες του επομένου έχουμε το μεγαλύτερο αριθμό κενών θέσεων και είναι δυνατό να γίνουν στη βάση αυτών των δεδομένων οι σχετικοί υπολογισμοί.

¨¨¨¨ Η παράγραφος 2 καταργήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 326 παρ. 11 του ν. 4072 (ΦΕΚ τ. Α’ 86/11-4-2012)¨¨

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

Διαγωνισμός – Άσκηση

  • Επιθυμία της συντακτικής επιτροπής ήταν να προσδιορίσει μια διαδικασία η οποία αφενός να οδηγεί στον υψηλότερο βαθμό αδιάβλητου διαγωνισμού και αφετέρου στην ασφαλέστερη καταξίωση των ικανοτέρων υποψηφίων.

Αυτό επιτυγχάνεται:

Α) Με την αποκλειστική γραπτή εξέταση και την κατάργηση της προφορικής.

Β) Με τα ενιαία για όλες τις περιφέρεις θέματα και την ταυτόχρονη εξέταση σε όλη τη χώρα.

Γ) Με τη δυνατότητα επαναβαθμολόγησης στην περίπτωση μεγάλης βαθμολογικής απόκλισης μεταξύ των βαθμολογητών.

Δ) Με τη μυστικότητα των γραπτών σε ό, τι αφορά την ταυτότητα του υποψηφίου πριν την πλήρη περάτωση της βαθμολόγησης.

  • Η επιλογή του χρόνου διαγωνισμού κατά μήνα Μάϊο (αντί του Νοεμβρίου που ίσχυε) κάθε χρόνο έχει ως στόχο την ύπαρξη μεγαλύτερου αριθμού κενών θέσεων που θα καλυφθούν από το διαγωνισμό. Με το προϊσχύσαν καθεστώς κατά το χρόνο του διαγωνισμού (Νοέμβριο) υπήρχαν ελάχιστες κενές θέσεις, αφού στο τέλος του χρόνου (31 Δεκεμβρίου) ακολουθούν οι υποχρεωτικές λόγω ορίου ηλικίας αποχωρήσεις. Συνέπεια αυτού ήταν η ύπαρξη πολλών κενών οργανικών θέσεων στην αρχή του νέου χρόνου με αποτέλεσμα οι θέσεις αυτές να γίνονται αντικείμενο χαριστικών μεταθέσεων προς τα μεγάλα αστικά κέντρα κυρίως..

        Άρθρο 3

Χρόνος διαγωνισμού – Δικαίωμα συμμετοχής – Προσόντα

1. Τον Μάρτιο κάθε έτους ο Υπουργός Δικαιοσύνης με απόφασή του, περίληψη της οποίας δημοσιεύεται στον ημερήσιο τύπο, προκηρύσσει διαγωνισμό, ο οποίος ενεργείται το Μάιο του ίδιου έτους, για την πλήρωση των κενών κατά τον χρόνο της προκηρύξεως οργανικών θέσεων της περιφέρειας κάθε πρωτοδικείου. Στην απόφαση αυτή καθορίζονται αφενός η ημερομηνία, η ώρα ενάρξεως και η διάρκεια του διαγωνισμού και αφετέρου τα δικαιολογητικά που είναι απαραίτητα: α) για τη συμμετοχή των υποψηφίων στο διαγωνισμό και β) για το διορισμό των επιτυχόντων.

2. Δικαίωμα συμμετοχής στον διαγωνισμό έχει ο υποψήφιος εφόσον:

α) έχει συμπληρώσει το εικοστό δεύτερο έτος και δεν έχει υπερβεί το ¨¨¨΄ «τεσσαρακοστό»¨¨¨¨¨ έτος της ηλικίας του. Η συμπλήρωση του ορίου ηλικίας λογίζεται ότι επέρχεται στην 1 Ιανουαρίου του έτους κατά το οποίο συμπληρώνεται το εικοστό δεύτερο και στις 31 Δεκεμβρίου του έτους κατά το οποίο συμπληρώνεται το  τεσσαρακοστό έτος. Η ηλικία αποδεικνύεται με αντίγραφο της ληξιαρχικής πράξεως γεννήσεως. Δικαστικές αποφάσεις, που βεβαιώνουν την ηλικία ή διορθώνουν τη ληξιαρχική πράξη ως προς την χρονολογία γεννήσεως, δεν λαμβάνονται υπόψη,

 ¨¨¨¨¨¨ «β) είναι πτυχιούχος Νομικής Σχολής ημεδαπού πανεπιστημίου ή ισότιμου αλλοδαπού, αναγνωρισμένου από το νόμο,

γ) έχει συμπληρώσει άσκηση έξι (6) μηνών σε δικαστικό επιμελητή, σύμφωνα με τα οριζόμενα  ειδικότερα  στο άρθρο 6 του παρόντος κα黨¨¨¨¨¨  

δ) δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του τα κωλύματα του επόμενου άρθρου.

¨¨¨¨¨¨ « Εγγεγραμμένοι ασκούμενοι πριν την 8η Μαΐου 2012 μπορούν να συμμετάσχουν στο διαγωνισμό και για την επόμενη τριετίỨ¨¨¨

**** Τα εντός ¨¨¨¨¨τέθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 326 παρ.  9, 10, και 12 του ν. 4072 (ΦΕΚ τ. Α’ 86/11-4-2012))

Άρθρο 4

Εξαιρέσεις από το Διαγωνισμό

Δεν μπορεί να λάβει μέρος στον διαγωνισμό όποιος:

α) δεν έχει εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, εκτός και αν έχει απαλλαγεί από αυτές νόμιμα ή δεν έχει σύμφωνα με τον νόμο τέτοιες,

β) έχει στερηθεί τα πολιτικά του δικαιώματα με αμετάκλητη απόφαση και για  όσο διάστημα διαρκεί η στέρηση,

γ) καταδικάστηκε αμετάκλητα σε στερητική της ελευθερίας ποινή για κλοπή, υπεξαίρεση, απάτη ,εκβίαση, πλαστογραφία, ψευδή βεβαίωση, απιστία, παράβαση καθήκοντος, ψευδορκία, ψευδή καταμήνυση, δόλια χρεοκοπία, δωροδοκία, υπεξαγωγή εγγράφων, παράβαση των νόμων για την προστασία του εθνικού νομίσματος, λαθρεμπορία, ανυποταξία, λιποταξία και παράβαση του νόμου για τα ναρκωτικά, εφόσον τα αδικήματα αυτά διεπράχθησαν μετά την συμπλήρωση του δεκάτου όγδοου έτους της ηλικίας του,

δ) έχει τεθεί αμετάκλητα σε νόμιμη ή δικαστική απαγόρευση ή δικαστική αντίληψη,

ε) δεν μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντα του δικαστικού επιμελητή για λόγους υγείας, ύστερα από γνωμάτευση των υγειονομικών επιτροπών του προεδρικού διατάγματος 611/1977 και

στ) έχει απολυθεί για πειθαρχικό παράπτωμα από θέση δημοσίου, στρατιωτικού και αστυνομικού υπαλλήλου ή υπαλλήλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου.

Άρθρο 5

Χρόνος ύπαρξης προσόντων – κωλυμάτων

Τα αναφερόμενα στα προηγούμενα άρθρα προσόντα και κωλύματα πρέπει να υπάρχουν ή να ελλείπουν αντίστοιχα κατά την ημέρα του διαγωνισμού και το διορισμό. Το όριο ηλικίας πρέπει  να έχει ο υποψήφιος κατά την ημέρα του διαγωνισμού. Στην περίπτωση της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του παρόντος κρίσιμος χρόνος για μεν τα προσόντα και κωλύματα είναι ο χρόνος υποβολής της αιτήσεως και του διορισμού, για δε την ηλικία ο χρόνος υποβολής της αιτήσεως.

Άρθρο 6

Άσκηση υποψηφίων Δικαστικών Επιμελητών

1. Η άσκηση του υποψηφίου γίνεται σε δικαστικό επιμελητή με τετραετή τουλάχιστον υπηρεσία, που ορίζεται με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του οικείου συλλόγου. Ο δικαστικός επιμελητής δεν μπορεί να έχει συγχρόνως περισσότερους από δύο ασκούμενους. Όπου δεν υπάρχει δικαστικός επιμελητής με τετραετή τουλάχιστον υπηρεσία, η άσκηση επιτρέπεται να γίνει σε οποιονδήποτε δικαστικό επιμελητή.

2. Κάθε σύλλογος δικαστικών επιμελητών τηρεί βιβλίο ασκουμένων, θεωρημένο από τον Εισαγγελέα Εφετών της έδρας του συλλόγου, στο οποίο μετά από αίτηση του εγ-γράφεται ο υποψήφιος. Χρόνος ενάρξεως της ασκήσεως λογίζεται ο χρόνος της υποβολής της αιτήσεως του υποψηφίου. Υποψήφιος, που δεν έχει συμπληρώσει το εικοστό έτος της ηλικίας του, δεν μπορεί να εγγραφεί ως ασκούμενος.

3. Η άσκηση πρέπει να είναι συνεχής. Μπορεί να διακοπεί μόνο με άδεια του διοικητικού συμβουλίου του οικείου συλλόγου για συγκεκριμένη αιτία, όχι όμως για διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών συνολικά για τον χρόνο ασκήσεως. Σε αντίθετη περίπτωση ο ασκούμενος δεν μπορεί να λάβει μέρος στον διαγωνισμό. Ο χρόνος διακοπής δεν υπολογίζεται ως χρόνος ασκήσεως.

4. Κατά την διάρκεια της ασκήσεως ο ασκούμενος είναι υποχρεωμένος να παρίσταται σε πράξεις που διενεργούνται από τον δικαστικό επιμελητή, στον οποίο ασκείται, πρέπει δε να αναφέρεται η παρουσία του στις εκθέσεις των πράξεων αυτών, τις οποίες υπογράφει. Η παράσταση του ασκούμενου ως αμειβόμενου μάρτυρα στις επιδόσεις και εκτελέσεις λογίζεται και ως άσκησή του.

5. Η άσκηση δεν θεωρείται ολοκληρωμένη αν:

α) Ο ασκούμενος δεν παραστεί σε περισσότερες από εκατό πράξεις επιδόσεως και δέκα  πράξεις εκτελέσεως και

β) Παρήλθε χρονικό διάστημα δύο μηνών χωρίς να παραστεί σε δεκαπέντε τουλάχιστον από τις πιο πάνω πράξεις.

Οπωσδήποτε θεωρείται ότι αυτός ολοκλήρωσε την άσκησή του, εφόσον κατά την διάρκειά της παρέστη στις μισές τουλάχιστον πράξεις του δικαστικού επιμελητή,  στον οποίο ασκείται.

6. Ο ασκούμενος παρακολουθεί την ανάπτυξη πρακτικών και θεωρητικών θεμάτων, σχετικών με τα καθήκοντα του δικαστικού επιμελητή, από δικαστικούς λειτουργούς, δικηγόρους και δικαστικούς επιμελητές, που ορίζονται για κάθε σύλλογο από τον πρόεδρο εφετών της έδρας του, μετά από πρόταση του συλλόγου αυτού.

7. Ο ασκούμενος υπόκειται στις πειθαρχικές ποινές της επιπλήξεως και του προστίμου, τις προβλεπόμενες για τους δικαστικούς επιμελητές. Η ποινή της επιπλήξεως επιβάλλεται ανέκκλητα από το πρωτοβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο.

8. Για τη θεωρητική και πρακτική άσκηση, καθώς και  την πειθαρχική κατάσταση του ασκούμενου εκδίδεται πιστοποιητικό από τον πρόεδρο του οικείου συλλόγου, μετά από απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, με βάση σχετική βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή, στον οποίο ασκήθηκε και στην οποία πρέπει να αναφέρονται οι αριθμοί και ο ακριβής χρόνος τελέσεως των πράξεων, στις οποίες έλαβε μέρος.

9. Ο ασκούμενος με αίτησή του προς τον οικείο σύλλογο μπορεί να ζητήσει την μετεγγραφή του για την συνέχιση  της ασκήσεως σε  δικαστικό επιμελητή περιφέρειας οποιουδήποτε άλλου πρωτοδικείου της χώρας, το οποίο ορίζει στην αίτησή του. Στην περίπτωση που η μετεγγραφή ζητείται για περιφέρεια πρωτοδικείου αρμοδιότητας άλλου συλλόγου, ο πρόεδρος του συλλόγου εκδίδει το κατά την προηγούμενη παράγραφο πιστοποιητικό, το οποίο ο υποψήφιος επισυνάπτει στην αίτηση μετεγγραφής που υποβάλλει προς τον σύλλογο, στον οποίο ζητά να μετεγγραφεί. Οι μετεγγραφές αυτές δεν επιτρέπονται κατά το διάστημα από την προκήρυξη μέχρι το τέλος του διαγωνισμού.

″10. Η αίτηση εγγραφής ασκουμένου είναι απαράδεκτος, εάν δεν συνοδεύεται με έγγραφη απόδειξη καταβολής προς τον σύλλογο τέλους εγγραφής, το ύψος του οποίου είναι ίσο προς το μισό της κατά το χρόνο υποβολής της αιτήσεως καθορισμένης ετήσιας εισφοράς των μελών. Το ίδιο καταβάλλεται και στην περίπτωση του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 9 του παρόντος. ″

*** Η παρ. 10 προστέθηκε με την παρ.24 άρθρ.3 ν.2479/1997 (ΦΕΚ Α 67/6-5-1997).

Άρθρο 7

Προϋποθέσεις συμμετοχής στο Διαγωνισμό

1. ″Ο υποψήφιος μπορεί να συμμετάσχει στο διαγωνισμό για την περιφέρεια οποιουδήποτε Πρωτοδικείου της χώρας επιθυμεί, ανεξάρτητα από το σύλ-λογο στον οποίο έχει εγγραφεί ως ασκούμενος. Στην αίτησή του συμμετοχής στο διαγωνισμό μπορεί να δηλώσει και δεύτερη προτίμηση για την περιφέρεια μόνο του Πρωτοδικείου που υπάγεται στην αρμοδιότητα του ιδίου συλλόγου″.

*** Η εντός″ ″παρ.1 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 15 του άρθρου 59 του ν. 3160/2003 (ΦΕΚ Α΄ 165).

 2. Δεν μπορεί να συμμετάσχει σε διαγωνισμό ο ασκούμενος, που τιμωρήθηκε με δύο τουλάχιστον πειθαρχικές ποινές, από τις οποίες η μία τουλάχιστον προστίμου, έστω και σε πρώτο βαθμό.

3. Ασκούμενος που μετά την ολοκλήρωση της ασκήσεώς του, αν και έχει τα λοιπά τυπικά προσόντα, δεν έλαβε μέρος στον πρώτο και τον αμέσως επόμενο  διαγωνισμό ή απέτυχε σε δύο συνεχόμενους διαγωνισμούς  ή αποκλείστηκε για πειθαρχικούς λόγους, δεν έχει δικαίωμα συμμετοχής σε διαγωνισμό, αν δεν επαναλάβει την άσκησή του σε άλλο δικαστικό επιμελητή.

″Η άσκηση αυτή θα πρέπει να είναι διάρκειας τουλάχιστον εννέα μηνών″

***Το άνω εντός ″″ εδάφιο προστέθηκε με την παρ. 24 άρθρ. 3 ν. 2479/1997 (ΦΕΚ. Α΄ 67/6-5-1997)

Άρθρο 8

Δικαιολογητικά συμμετοχής

1. ″Ο υποψήφιος, που προτίθεται να διαγωνιστεί, καταθέτει στο γραμματέα του πρωτοδικείου της πρώτης επιλογής του  το αργότερο είκοσι  ημέρες πριν από τον διαγωνισμό, αίτηση συμμετοχής, στην οποία επισυνάπτονται: ″.

α) το αναφερόμενο στην παράγραφο 8 του άρθρου 6 του παρόντος πιστοποιητικό, β) ο κατά το άρθρο 3 του παρόντος τίτλος σπουδών, γ) υπεύθυνη δήλωση του νόμου 1599/1986 για την ύπαρξη των προσόντων και την έλλειψη των κωλυμάτων συμμετοχής του στο διαγωνισμό, όπως αναφέρονται  στο εδάφιο α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 3 και στο άρθρο 4 του παρόντος και δ) απόδειξη καταβολής χρηματικού ποσού για εξέταστρα, που καθορίζονται με την απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, η οποία εκδίδεται κατά την παράγραφο1 του άρθρου 3 του παρόντος.

Με πράξη του πρόεδρου της κατά το επόμενο άρθρο εξεταστικής επιτροπής το ποσό αυτό κατανέμεται στα μέλη  και τον γραμματέα της.

*** Η εντός ″″ πρώτη περίοδος της παρ. 1 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 16 του άρθρου 59 του ν. 3160/2003 (ΦΕΚ Α΄165).

2. Ο γραμματέας του πρωτοδικείου οφείλει, την επομένη της λήξεως της προθεσμίας υποβολής των δικαιολογητικών, να τα διαβιβάσει στο γραμματέα της εξεταστικής επιτροπής.

3. Τρεις τουλάχιστον ημέρες πριν από το διαγωνισμό  η εξεταστική επιτροπή ελέγχει τα δικαιολογητικά των υποψηφίων και αποφασίζει αιτιολογημένα και τελεσίδικα για την συμμετοχή τους ή όχι σ’ αυτόν.

Άρθρο 9

Χρόνος – τόπος διαγωνισμού- Εξεταστική Επιτροπή

1. Ο διαγωνισμός, που  είναι ενιαίος για όλη την χώρα, γίνεται την ίδια ημέρα και ώρα για τις περιφέρειες όλων των πρωτοδικείων ενώπιον Εξεταστικής Επιτροπής, ιδιαιτέρας για κάθε σύλλογο, στο κατάστημα του εφετείου της έδρας του. Η κατά την επόμενη παράγραφο εξεταστική επιτροπή μπορεί, για εξαιρετικούς λόγους, να ορίσει άλλο χώρο διενέργειας του διαγωνισμού με απόφασή της, που τοιχοκολλάται στο κατάστημα του εφετείου και στα γραφεία του οικείου συλλόγου πέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από την ημέρα του διαγωνισμού.

2. Η Εξεταστική Επιτροπή αποτελείται από έναν εφέτη, ως πρόεδρο, που ορίζεται με τον αναπληρωτή του, επίσης εφέτη, από τον πρόεδρο εφετών της έδρας του συλλόγου, έναν αντιεισαγγελέα εφετών ή εισαγγελέα πρωτοδικών, που ορίζεται με τον αναπληρωτή του από τον εισαγγελέα εφετών της έδρας του συλλόγου,  έναν δικηγόρο παρ΄ εφέταις τουλάχιστον, που ορίζεται με τον αναπληρωτή του, από το διοικητικό συμβούλιο του δικηγορικού συλλόγου της έδρας του συλλόγου δικαστικών επιμελητών και έναν δικαστικό επιμελητή με δεκαετή τουλάχιστον υπηρεσία που, ορίζεται με τον αναπληρωτή του, από το διοικητικό συμβούλιο του συλλόγου. Χρέη γραμματέα της επιτροπής εκτελεί ο γραμματέας του εφετείου της έδρας του συλλόγου, νόμιμα αναπληρούμενος.

3. Η Εξεταστική Επιτροπή συγκροτείται με πράξη του αρμόδιου προέδρου εφετών.

Άρθρο 10

Εξεταστέα Ύλη – Αξιολόγηση

Οι διαγωνιζόμενοι εξετάζονται: α) στον Κώδικα Δικαστικών Επιμελητών και την Πολιτική Δικονομία, β) στον Ποινικό Κώδικα και Ποινική Δικονομία, γ)στον Αστικό Κώδικα και το Εμπορικό Δίκαιο.

Τα θέματα λαμβάνονται από την ύλη την σχετική με τα καθήκοντα του δικαστικού επιμελητή, που προσδιορίζεται με την απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, δημοσιευόμενη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 11 του παρόντος. Η εξέταση είναι γραπτή, μυστική, ενεργείται με χωριστά θέματα για καθένα από τα παραπάνω με στοιχεία α΄ β΄ γ΄ μαθήματα, συντάσσεται ένα γραπτό και κάθε θέμα βαθμολογείται χωριστά και από τους τέσσερις εξεταστές. Τα γραπτά αξιολογούνται με τους  βαθμούς από δέκα  ο ανώτερος μέχρι μηδέν ο κατώτερος. Κάθε εξεταστής πέραν των τριών βαθμών για τα αντίστοιχα πιο πάνω μαθήματα βαθμολογεί και με τέταρτο βαθμό συνολικά το γραπτό, εκτιμώντας το βαθμό γνώσεως της ελληνικής γλώσσας, την ορθή γραφή και την ικανότητα του διαγωνιζόμενου να διατυπώνει σωστά τα νοήματά του. Το άθροισμα των τεσσάρων βαθμών, διαιρούμενο δια του αριθμού τέσσερα, δίνει το μέσο όρο βαθμολογήσεως του κάθε εξεταστή, το δε άθροισμα των μέσων όρων όλων των εξεταστών, διαιρούμενου δια του αριθμού τέσσερα, είναι ο τελικός γενικός βαθμός του υποψηφίου. Διαγωνιζόμενος που δεν συγκεντρώνει μέσο όρο τουλάχιστον πέντε στα τρία μαθήματα θεωρείται οριστικά αποτυχών, ανεξάρτητα από το αν ο τέταρτος βαθμός βελτιώνει τον τελικό γενικό βαθμό.

Άρθρο 11

Κεντρική Εξεταστική Επιτροπή.

 Θέματα και απαντήσεις τους

Τα θέματα είναι κοινά για τους υποψηφίους όλης της χώρας και διατυπώνονται από την Κεντρική Εξεταστική Επιτροπή Δικαστικών Επιμελητών, η οποία αποτελείται:από έναν πρόεδρο εφετών Αθηνών, ως πρόεδρο, που ορίζεται από το συμβούλιο διεύθυνσης του εφετείου, έναν εισαγγελέα εφετών Αθηνών, που ορίζεται από τον προϊστάμενο των υπηρεσιών της εισαγγελίας εφετών, με τους αναπληρωτές τους,  και έναν καθηγητή νομικού τμήματος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, που ορίζεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, με τον αναπληρωτή του. Γραμματέας της Κεντρικής Εξεταστικής Επιτροπής είναι ο προϊστάμενος του τμήματος δικαστικών επιμελητών του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Η Κεντρική Εξεταστική Επιτροπή συνέρχεται την ημέρα του διαγωνισμού πριν από την έναρξή του σε αίθουσα του Υπουργείου Δικαιοσύνης και σε μυστική συνεδρίασή της συντάσσει τον πίνακα των θεμάτων, τον οποίο αποστέλλει αμέσως με τηλεομοιότυπο (FAX) στους προέδρους των Εξεταστικών Επιτροπών της χώρας. Επίσης, συντάσσει αμέσως και τον αντίστοιχο πίνακα των ορθών απαντήσεων , τον οποίο αποστέλλει κατά τον ίδιο τρόπο μετά την λήξη του καθορισμένου για το πέρας του διαγωνισμού χρόνου. Οι πίνακες αυτοί με το πρακτικό συνεδριάσεως της Κεντρικής Εξεταστικής Επιτροπής φυλάσσονται στο αρμόδιο τμήμα του Υπουργείου δικαιοσύνης με φροντίδα του Γραμματέως της. Η κεντρική εξεταστική επιτροπή συγκροτείται με πράξη του Υπουργού Δικαιοσύνης στην οποία καθορίζονται οι λεπτομέρειες της λειτουργίας της και ο τρόπος αμοιβής των μελών της.

Άρθρο 12

Αποτελέσματα διαγωνισμού- Επιτυχόντες- Ενστάσεις αυτών

Η Εξεταστική Επιτροπή, της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του παρόντος, αφού συγκεντρώσει τα γραπτά των διαγωνιζομένων, τα αριθμεί  χωρίς να αποκαλυφθούν τα ονόματα και κάθε εξεταστής σημειώνει τους κατά την κρίση του βαθμούς, που αναφέρονται στο άρθρο 10 του παρόντος, σε χωριστή κατάσταση και με αντίστοιχη αναφορά στον αύξοντα αριθμό του γραπτού. Οι καταστάσεις αυτές παραδίδονται στον πρόεδρο της Εξεταστικής Επιτροπής σε μυστική συνεδρίασή της σε χώρο του οικείου εφετείου και εφόσον διαπιστωθούν αποκλίσεις των βαθμολογήσεων μεγαλύτερες των τριών μονάδων, από την μεγαλύτερη μέχρι την μικρότερη για το κάθε επί μέρους θέμα, η εξεταστική επιτροπή στην ίδια μυστική συνεδρίαση προβαίνει στην αναβαθμολόγηση του γραπτού, αίροντας αυτή την διάσταση. Μετά την ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας αποκαλύπτονται τα ονόματα των διαγωνισθέντων και καταρτίζονται από την Επιτροπή πίνακες επιτυχόντων κατά πρωτοδικείο, ″που αναρτώνται στον τόπο του διαγωνισμού την εικοστή το αργότερο ημέρα μετά το τέλος του″.

*** Η εντός ″″ φράση αντικαταστάθηκε  ως άνω με την παρ. 24 άρθρ. 3 ν. 2479/1997 (ΦΕΚ Α΄ 67/6-5-1997)

  Στην ίδια προθεσμία τα αποτελέσματα όλων των διαγωνισθέντων ανακοινώνονται υποχρεωτικά σε κάθε ενδιαφερόμενο από τον γραμματέα της επιτροπής.

Επιτυχόντες θεωρούνται κατά σειρά επιτυχίας τόσοι, όσες είναι  και οι κενές οργανικές θέσεις,  που αναφέρονται στην κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 3 του παρόντος απόφαση προκήρυξης του διαγωνισμού, εφόσον έχουν συγκεντρώσει τελικό γενικό βαθμό τουλάχιστον πέντε με την επιφύλαξη του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 10 του παρόντος.

″Οι εγγεγραμμένοι στους πίνακες βαθμολογίας, που έχουν ισοβαθμήσει με τον τελευταίο επιτυχόντα, διορίζονται στην περιφέρεια του πρωτοδικείου, για τις θέσεις του οποίου διαγωνίσθηκαν και καταλαμβάνουν κατά την σειρά κατάταξής τους στον πίνακα βαθμολογίας τις κενούμενες μέχρι λήξεως του έτους του διαγωνισμού θέσεις″.

*** Το άνω εντός ″ ″ εδάφιο προστέθηκε με την παρ. 24 αρθρ.3 ν.2479/1997 με το εδάφιο δ ii΄ της αυτής παρ. ορίζεται ότι:

″δ.ιι΄. Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου έχουν εφαρμογή και για τους υποψηφίους των διαγωνισμών ετών 1994 και 1996, οι δε ενδιαφερόμενοι διορίζονται υπεράριθμοι μετά από σχετική αίτηση που υποβάλλεται μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από της δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου και καταλαμβάνουν τις πρώτες θέσεις που θα κενωθούν″.

Ενστάσεις, κατά των πινάκων επιτυχίας και μόνο για λόγους εσφαλμένου υπολογισμού των συντελεστών, που αναφέρονται στο άρθρο 10 του παρόντος  μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να καταθέσουν στον γραμματέα της Εξεταστικής Επιτροπής μέσα σε τρεις εργάσιμες ημέρες από την ανάρτηση των πινάκων. Μέσα σε τρεις ημέρες από την λήξη της προθεσμίας αυτής συνέρχεται η Εξεταστική Επιτροπή και αποφασίζει επί των ενστάσεων αυτών αιτιολογημένα και οριστικά.

″Σε περίπτωση κατά την οποία προ της ενάρξεως του κύκλου των επιμορφωτικών διαδικασιών (σεμιναρίων), επιτυχών στον διαγωνισμό απωλέσει το δικαίωμα διορισμού ή δηλώσει ότι δεν επιθυμεί τούτο, καλείται ο επόμενος κατά σειρά βαθμολογίας υποψήφιος, ο οποίος έχει συγκεντρώσει μέσο όρο βαθμολογίας τουλάχιστον πέντε  κατά τα  υπό του άρθρου  10 ειδικότερα οριζόμενα. Οι διατάξεις του εδαφίου τούτου έχουν εφαρμογή από 1ης Ιανουαρίου 1997. ″

*** Το τελευταίο εδάφιο προστέθηκε με την παρ. 9 άρθρο 22 ν. 2521/1997

Άρθρο 13

Πλήρωση κενών οργανικών θέσεων από πίνακες επιτυχόντων-

 Αν με την διαδικασία του διαγωνισμού δεν πληρωθούν όλες οι κενές οργανικές θέσεις, συμπληρώνονται από το υπόλοιπο των κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 2 του παρόντος αιτήσεων

Άρθρο 14

Φύλαξη πρακτικών διαγωνισμού

Για τον διαγωνισμό τηρούνται πρακτικά, που υπογράφονται από τον πρόεδρο της εξεταστικής επιτροπής, τα μέλη και το γραμματέα, μαζί δε με τους πίνακες επιτυχόντων και τα συνολικά αποτελέσματα φυλάσσονται στο αρχείο του οικείου συλλόγου δικαστικών επιμελητών. Αντίγραφα των πρακτικών και των πινάκων επιτυχόντων, μαζί  με τα δικαιολογητικά τους, υποβάλλονται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, το αργότερο μέσα σε δέκα ημέρες από την οριστικοποίηση των αποτελεσμάτων με φροντίδα του προέδρου της εξεταστικής επιτροπής. Στην ίδια προθεσμία ο γραμματέας της εξεταστικής επιτροπής αποστέλλει τους πίνακες επιτυχόντων στην ομοσπονδία δικαστικών επιμελητών Ελλάδας και τα αντίστοιχα πρωτοδικεία για να αναρτηθούν. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορούν να ρυθμιστούν λεπτομέρειες για την διενέργεια του διαγωνισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄

Διορισμός – Ανάκληση – Διαγραφή

Η καθιέρωση της επιμόρφωσης (σεμινάριο), ως προϋπόθεσης για το διορισμό, στοχεύει κυρίως στη δημιουργία ενιαίας και κοινής αντίληψης των επιτυχόντων σε σχέση με τα διάφορα νομικά θέματα ή προβλήματα. Και αυτό γιατί ήταν κοινώς παραδεκτό ότι κατά την ετήσια άσκησή τους ενδεχομένως είχαν σχηματίσει απόψεις αποκλίνουσες.

Άρθρο 15

Σεμινάρια Επιτυχόντων – Διορισμός- Ορκοδοσία

1. Οι επιτυχόντες είναι υποχρεωμένοι να παρακολουθήσουν κύκλο επιμορφωτικών διαδικασιών(σεμιναρίων), του οποίου η διάρκεια,  όχι μεγαλύτερη του  έτους  ούτε μικρότερη των τριών μηνών, ο  τόπος και οι λεπτομέρειες καθορίζονται με απόφαση της Εκτελεστικής Γραμματείας της Ομοσπονδίας Δικαστικών Επιμελητών Ελλάδας. Με την απόφαση αυτή μπορούν να καθοριστούν ένα ή περισσότερα τμήματα για την πραγματοποίηση των διαδικασιών αυτών. Ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας, μετά από απόφαση της Εκτελεστικής Γραμματείας, χορηγεί σε όσους παρακολούθησαν τα σεμινάρια αυτά σχετική βεβαίωση. Η Εκτελεστική Γραμματεία της Ομοσπονδίας μπορεί να αρνηθεί την χορήγηση αυτής της βεβαίωσης σε εκείνους που κατά την κρίση της δεν παρακολούθησαν επαρκώς τα σεμινάρια αυτά. Προσφυγή κατά της χορηγήσεως αυτής της βεβαιώσεως ή της αρνήσεως της χορηγήσεώς της, επιτρέπεται ενώπιον του μονομελούς διοικητικού πρωτοδικείου, που δικάζει κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Η προσφυγή είναι απαράδεκτη εάν δεν ασκηθεί μέσα σε δέκα ημέρες από τη χορήγηση της βεβαίωσης ή την άρνηση χορηγήσεώς της αντίστοιχα.

2. Οι επιτυχόντες υποχρεούνται να υποβάλλουν στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, μέσα σε προθεσμία σαράντα ημερών από την χορήγηση της  κατά την προηγούμενη  παράγραφο βεβαιώσεως,  τη βεβαίωση αυτή, καθώς και τα δικαιολογητικά που καθορίστηκαν με την κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 3 του παρόντος απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και αναφέρονται στον διορισμό των επιτυχόντων. Ουδείς διορίζεται, εφόσον δεν υποβάλλει την κατά την προηγούμενη παράγραφο βεβαίωση.

3. Ο διορισμός γίνεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, της οποίας περίληψη δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

4. Το έγγραφο διορισμού επιδίδεται στον διορισθέντα με επιμέλεια του οικείου Εισαγγελέα Πρωτοδικών μέσα τριάντα ημέρες από τη δημοσίευση της περιλήψεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και ανακοινώνεται στον οικείο σύλλογο δικαστικών επιμελητών.

5. Στο έγγραφο διορισμού μνημονεύεται υποχρεωτικά ο αριθμός του κατά την παράγραφο 3 φύλλου της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως και ορίζεται προθεσμία, όχι μεγαλύτερη των τριάντα  ημερών από την επίδοση του διορισμού, μέσα στην οποία πρέπει να ορκιστεί ο διοριζόμενος.

6. Αν περάσει άπρακτη η προθεσμία της παραγράφου 4, το έγγραφο του διορισμού θεωρείται ότι επιδόθηκε την τεσσαρακοστή ημέρα από τη δημοσίευση της αποφάσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Από την ημέρα αυτή αρχίζει η προθεσμία των τριάντα  ημερών για την ορκοδοσία.

Άρθρο 16

Όρκος- Αποδοχή διορισμού

  1. Ο διοριζόμενος ορκίζεται σε δημόσια συνεδρίαση του αρμόδιου πολυμελούς πρωτοδικείου με τον ακόλουθο τύπο όρκου: « Ορκίζομαι να μένω πιστός στην πατρίδα, να τηρώ το Σύνταγμα και τους νόμους του Κράτους και να εκπληρώνω ευσυνείδητα τα καθήκοντά μου».

      Η αποδοχή του διορισμού δηλώνεται με την ορκοδοσία.

2. Θεωρείται ότι δεν αποδέχθηκε τον διορισμό και δεν γίνεται δεκτός για όρκιση ο διοριζόμενος, αν πέρασαν άπρακτες οι προθεσμίες των παραγράφων 5 και 6 του προηγούμενου άρθρου. Οι προθεσμίες αυτές μπορεί να παραταθούν με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης για ένα μήνα σε περίπτωση αδυναμίας για την όρκιση από ανωτέρα βία, την οποία πρέπει να αποδείξει ο διοριζόμενος.

3. Για την όρκιση συντάσσεται την ίδια ημέρα πρακτικό από τον γραμματέα του πρωτοδικείου. Αντίγραφο του πρακτικού υποβάλλεται αμέσως στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών και τον οικείο σύλλογο Δικαστικών Επιμελητών, ο οποίος ενημερώνει σχετικά την Ομοσπονδία Δικαστικών Επιμελητών μετά και την ολοκλήρωση των προβλεπομένων στο επόμενο άρθρο.

Η ορκοδοσία αποδεικνύεται μόνο με το πρακτικό.

Άρθρο 17

Χρόνος εγγραφής στο μητρώο του συλλόγου

Ο διοριζόμενος δικαστικός επιμελητής έχει υποχρέωση να υποβάλλει, μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την ορκοδοσία του, αίτηση για την εγγραφή του στο μητρώο του οικείου συλλόγου που τηρείται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 19 του παρόντος. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί για έναν  μήνα με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Η αίτηση πρέπει να περιέχει όλα τα στοιχεία που ορίζονται από τα εδάφια α΄, γ΄, δ΄, της παραγράφου 1 του άρθρου 29 του παρόντος και να συνοδεύεται με αντίγραφο του πρακτικού ορκοδοσίας.

Άρθρο 18

Προϋποθέσεις ανάκλησης διορισμού

  1. Ο διορισμός δικαστικού επιμελητή ανακαλείται αν:

α) ο διοριζόμενος δεν αποδεχθεί τον διορισμό του, είτε ρητά είτε σιωπηρά με την παραμέληση της προθεσμίας για όρκιση, σύμφωνα με τις παραγράφους 5 και 6 του άρθρου 15  και 2 του άρθρου 16 του παρόντος  ή της προθεσμίας για εγγραφή στο μητρώο, σύμφωνα με το άρθρο 17 του παρόντος και β) έγινε κατά παράβαση νόμου. Στην δεύτερη περίπτωση η ανάκληση μπορεί να γίνει μέσα σε εύλογο χρόνο, που δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος των δύο ετών από την δημοσίευση του διορισμού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Στην περίπτωση όμως που ο διοριζόμενος προκάλεσε την παρανομία ή βοήθησε σε αυτή, η ανάκληση μπορεί να γίνει και μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής.

2. Η ανάκληση διορισμού γίνεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, γνωστοποιείται στον οικείο σύλλογο δικαστικών επιμελητών, ο οποίος ενημερώνει σχετικά την Ομοσπονδία Δικαστικών Επιμελητών και επιδίδεται με  φροντίδα του αρμόδιου Εισαγγελέα Πρωτοδικών στο δικαστικό επιμελητή, ισχύει δε από την επίδοσή της σε αυτόν. Αν παρέλθει άπρακτο χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριάντα ημερών από την δημοσίευσή της, η επίδοση θεωρείται ότι έγινε την τριακοστή ημέρα από αυτή.

3. Η ανάκληση του διορισμού του δικαστικού επιμελητή δεν επηρεάζει το κύρος των πράξεων που έγιναν από αυτόν πριν από την επίδοση της αποφάσεως ανακλήσεως.

Άρθρο 19

Μητρώα

1. Στο Υπουργείο Δικαιοσύνης τηρούνται: α)μητρώο των διοριζόμενων δικαστικών επιμελητών, στο οποίο αναγράφονται το ονοματεπώνυμό τους, με αλφαβητική σειρά, το πρωτοδικείο που είναι διορισμένοι, κάθε υπηρεσιακή τους μεταβολή, συμπεριλαμβανομένων και των αδειών και η πειθαρχική τους κατάσταση και β) βιβλίο των δικαστικών επιμελητών που υπηρετούν στο ίδιο πρωτοδικείο, κατά σειρά διορισμού ή μεταθέσεώς τους.

      2. Σε κάθε Εισαγγελία Πρωτοδικών τηρείται μητρώο υπηρετούντων, διοριζόμενων και μετατιθέμενων δικαστικών επιμελητών του αντίστοιχου πρωτοδικείου, σε κάθε δε σύλλογο δικαστικών επιμελητών τηρούνται:

α. Μητρώο υπηρετούντων, διοριζόμενων και μετατιθέμενων δικαστικών επιμελητών κατά πρωτοδικείο και

β. Βιβλίο αδειών, στο οποίο καταχωρούνται υποχρεωτικά οι κατά το εδάφιο γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 27 του παρόντος χορηγούμενες άδειες.

3. Τα παραπάνω μητρώα περιέχουν στοιχεία του εδαφίου α΄ της πρώτης παραγράφου.

¨¨¨¨«4. Σε κάθε Σύλλογο Δικαστικών Επιμελητών τηρείται Μητρώο Αστικών Εταιριών Δικαστικών Επιμελητών, σύμφωνα με τις διατά- ξεις του π.δ. 68/2011 (Α΄ 153), με τις εξής προϋποθέσεις:

α. Δύο ή περισσότεροι δικαστικοί επιμελητές που ασκούν τα καθήκοντά τους στην περιφέρεια του ίδιου Πρωτοδικείου, εφαρμοζομένης εν προκειμένω και της διάταξης του άρθρου 1 παράγραφος 3 του παρόντος, μπορούν να συστήσουν «Αστική Επαγγελματική Εταιρία Δικαστικών Επιμελητών», με σκοπό την παροχή των υπηρεσιών σε τρίτους και τη διανομή των συνολικών καθαρών αμοιβών που θα προ-κύψουν από τη δραστηριότητά τους αυτή. Η έδρα της εταιρίας που ορίζεται με το καταστατικό της πρέπει να βρίσκεται εντός της περιφέρειας του συλλόγου και ειδικά στην πρωτοδικειακή περιφέρεια ενός τουλάχιστον των εταίρων.

β. Απαγορεύεται η συμμετοχή σε εταιρία δικαστικών επιμελητών φυσικού προσώπου που δεν είναι δικαστικός επιμελητής ή και η με οποιονδήποτε τρόπο συμμετοχή του στα κέρδη της εταιρείας έναντι παροχής κεφαλαίου ή εργασίας προς αυτή.

γ. Για τη σύσταση της αστικής εταιρίας δικαστικών επιμελητών απαιτείται ως συστατικός τύπος έγγραφο καταστατικό, το οποίο να υπογράφεται από όλα τα ιδρυτικά μέλη και να καθορίζει τουλάχιστον: αα) το σκοπό, την επωνυμία και την έδρα της εταιρίας, ββ) τα ονόματα, τους ατομικούς αριθμούς μητρώου καθενός από τους εταίρους, τους αριθμούς φορολογικού μητρώου τους και τις διευθύνσεις των ιδρυτικών τους μελών εταίρων, γγ) τους όρους της εισόδου, της αποχώρησης και της αποβολής των εταίρων, δδ) τις εισφορές των εταίρων και την αύξηση ή μείωσή τους, εε) τον αριθμό των μερίδων εκάστου εταίρου, στστ) τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εταίρων, ζζ) τη διοίκηση της εταιρείας και το διορισμό ενός ή περισσοτέρων διαχειριστών, ηη) την ύπαρξη ή όχι δικαιώματος έναντίω-σης στις πράξεις των διαχειριστών, θθ) τους λόγους ανάκλησης του διαχειριστή, ιι) τον τρόπο της δικαστικής και εξώδικης αντιπροσώπευσης της εταιρίας, ιαια) τον τρόπο λήψης των αποφάσεων της εταιρίας και τις τυχόν αυξημένες πλειοψηφίες της συνέλευσης των μελών της εταιρίας, ιβιβ) τις υποχρεώσεις απέναντι στους τρίτους, ιγιγ) τη διανομή των κερδών και των ζημιών, ιδιδ) τους λόγους λύσης της εταιρίας και ιειε) την εκκαθάριση της εταιρίας μετά τη λύση.

δ. Το καταστατικό της εταιρίας, καθώς και οι τροποποιήσεις του υποβάλλονται για έγκριση στον οικείο σύλλογο δικαστικών επιμελητών, στην περιφέρεια του οποίου έχει οριστεί η έδρα της εταιρίας. Η έγκριση του καταστατικού και των τροποποιήσεών του γίνεται με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του συλλόγου δικαστικών επιμελητών της έδρας της εταιρίας, που ελέγχει αν οι διατάξεις του καταστατικού συμφωνούν με τις διατάξεις του νόμου. Αν παρέλθει άπρακτο διάστημα μηνός από την υποβολή προς έγκριση του καταστατικού ή τροποποίησής του η έγκριση λογίζεται παρασχεθείσα. Η απόφαση που δεν εγκρίνει το καταστατικό της εταιρίας ή τις τροποποιήσεις του πρέπει να είναι επαρκώς αιτιολογημένη.

ε. Η απόφαση του Δ.Σ. του συλλόγου δικαστικών επιμελητών με την οποία εγκρίνεται το καταστατικό, ορίζει:

αα. Τη δημοσίευσή της στα εκδιδόμενα από την Ομοσπονδία Δικαστικών Επιμελητών περιοδικά, καθώς και στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών είτε στην έντυπη είτε στην ηλεκτρονική του μορφή.

ββ. Την εγγραφή της εταιρίας στα βιβλία εταιριών του οικείου συλλόγου δικαστικών επιμελητών.

γγ. Την ταυτόχρονη δημιουργία φακέλου της εταιρίας.

δδ. Την τοιχοκόλλησή της στα γραφεία του συλλόγου δικαστικών επιμελητών επί τριάντα ημέρες.

Οι με αριθμούς ββ΄, γγ΄ και δδ΄ πράξεις γίνονται υποχρεωτικά μέσα σε δύο εργάσιμες ημέρες από την έκδοση της απόφασης του διοικητικού συμβουλίου του συλλόγου δικαστικών επιμελητών που εγκρίνει το καταστατικό.

στ. Στο πρωτότυπο του καταστατικού το οποίο τηρείται στο αρχείο του οικείου συλλόγου τίθεται, ταυτόχρονα με την έγκριση, σφραγίδα θεώρησής του από τον πρόεδρο του ή τον νόμιμο αναπληρωτή του.

ζ. Οι εταιρίες, εκτός από τα υποχρεωτικώς τηρούμενα βιβλία σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία, υποχρεούνται να τηρούν και βιβλίο πρακτικών των αποφάσεων της συνέλευσης των εταίρων και των πράξεων των διαχειριστών. Αντίγραφα από το βιβλίο πρακτικών, επικυρωμένα από τον διαχειριστή, δικαιούται να λαμβάνει οποιοσδήποτε εταίρος, καθώς και ο οικείος σύλλογος δικαστικών επιμελητών σε περίπτωση πειθαρχικού ελέγχου.

η. Η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του συλλόγου δικαστικών επιμελητών, που εγκρίνει ή απορρίπτει το καταστατικό της εταιρίας, προσβάλλεται από όποιον έχει έννομο συμφέρον, με αίτηση ακύρωσης.

θ. Η Αστική Εταιρία Δικαστικών Επιμελητών αποκτά νομική προσωπικότητα από τη στιγμή που θα εγγραφεί στο βιβλίο εταιριών του οικείου συλλόγου δικαστικών επιμελητών. Εφόσον στο καταστατικό δεν ορίζεται διαφορετικά, οι πριν από την απόκτηση νομικής προσωπικότητας προπαρασκευαστικές πράξεις που αποσκοπούσαν στην ίδρυση της εταιρίας, καθώς και δικαιοπραξίες των ιδρυτικών εταίρων τις οποίες τυχόν είχαν συνάψει, που δεν έχουν σχέση προς την ίδρυση αυτής, δεσμεύουν την εταιρεία, εφόσον εγκρίθηκαν με οποιονδήποτε τρόπο από αυτήν μετά την απόκτηση της νομικής προσωπικότητας.

ι. Οι διατάξεις δημοσιότητας του άρθρου 6 για τη σύσταση της εταιρείας εφαρμόζονται και σε περίπτωση τροποποίησης του καταστατικού της το οποίο κωδικοποιείται. Το κωδικοποιημένο με την τροποποίηση καταστατικό σημειώνεται στο βιβλίο των εταιρειών του οικείου συλλόγου δικαστικών επιμελητών με τον ίδιο γενικό αριθμό και καταχωρείται στο φάκελο της εταιρίας με ειδικό αύξοντα αριθμό. Αν λυθεί η εταιρία με συμφωνία των εταίρων, η συμφωνία γίνεται εγγράφως και υποβάλλεται στο οικείο σύλλογο δικαστικών επιμελητών, ο οποίος με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου διαπιστώνει τη λύση της εταιρίας. Οι διατάξεις δημοσιότητας του άρθρου 6 εφαρμόζονται και στην περίπτωση αυτή. Συγχρόνως γίνεται σημείωση της λύσης στα οικεία βιβλία του συλλόγου και η έγγραφη συμφωνία λύσης τίθεται στο φάκελο της εταιρίας που λύνεται. Αν με τη συμφωνία λύσης ορίζεται και εκκαθαριστής, σημειώνεται στο οικείο βιβλίο και το όνομα του εκκαθαριστή.

ια. Απαγορεύεται στον εταίρο δικαστικό επιμελητή να συμμετέχει σε άλλη αστική εταιρία δικαστικών επιμελητών ή να ασκεί ατομικά το επάγγελμα και γενικά να ενεργεί για δικό του ή ξένο λογαριασμό πράξεις αντίθετες με τα συμφέροντα της εταιρίας.

ιβ. Ως «οικείος σύλλογος δικαστικών επιμελητών» νοείται ο «σύλλογος της έδρας της εταιρίας»¨¨¨¨¨¨

*** Τα εντός ¨¨¨¨ τέθηκαν στον παρόντα  νόμο σύμφωνα με το άρθρο 108 του ν. 4055 (ΦΕΚ τ. Α’ 51/12-3-2012)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄

Δικαιώματα – Υποχρεώσεις

Άρθρο 20

Έναρξη άσκησης Λειτουργήματος

Η άσκηση του λειτουργήματος του δικαστικού επιμελητή αρχίζει από την ημέρα της εγγραφής του στα μητρώα του οικείου συλλόγου δικαστικών επιμελητών και της αρμόδιας Εισαγγελίας Πρωτοδικών και παύει με την κατά νόμιμο τρόπο απώλεια της ιδιότητάς του αυτής.

Άρθρο 21

Εξουσίες Δικαστικού Επιμελητή- Αστικές Εταιρείες

  1. Ο δικαστικός επιμελητής κατά την άσκηση του λειτουργήματός του απολαμβάνει σεβασμού εκ μέρους κάθε αρχής και προσώπου, δικαιούται δε να εισέρχεται ελεύθερα σε όλα τα δημόσια καταστήματα, προκειμένου να εκτελέσει τα καθήκοντά του.

****Η παράγραφος 2 καταργήθηκε με το ν. 4055 (ΦΕΚ τ. Α’ 51/12-3-2012)

Άρθρο 22

Αντίγραφα – Προνόμια Δικαστικών Επιμελητών

1. Ο δικαστικός επιμελητής εκδίδει και επικυρώνει αντίγραφα από τα πρωτότυπα έγγραφα που ο ίδιος συντάσσει ή τηρεί. Τα αντίγραφα αυτά έχουν την ίδια ισχύ με τα πρωτότυπα. Επίσης, δικαιούται να εκδίδει και επικυρώνει αντίγραφα των εγγράφων και τίτλων, που βρίσκονται στα χέρια του με ανάθεση εντολής, τα οποία έχουν την ίδια ισχύ με τα έγγραφα αυτά.

2. Ο δικαστικός επιμελητής δικαιούται, με αποκλειστικό σκοπό την εξεύρεση περιουσιακών στοιχείων οφειλετών, εναντίον των οποίων έχει εντολή να διενεργήσει κατάσχεση ή άλλη πράξη εκτελέσεως, να ενεργεί έρευνες στα δημόσια βιβλία που τηρούνται στα υποθηκοφυλακεία, κτηματολογικά γραφεία, νηολόγια, ναυτικά υποθηκολόγια, μητρώα αεροσκαφών και διευθύνσεις συγκοινωνιών. Επίσης, για τον ίδιο σκοπό δικαιούται να λαμβάνει γνώση και να ζητά αντίγραφα όλων των προς μεταγραφή πράξεων των συμβολαιογράφων, των συμβολαιογραφικών εγγράφων μεταβιβάσεως κυριότητας κινητών και των εγγράφων που αφορούν αναγκαστική εκτέλεση και είναι κατατεθειμένα σε συμβολαιογράφο.

Άρθρο 23

Εξακρίβωση στοιχείων ταυτότητας

Ο δικαστικός επιμελητής, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, δικαιούται  να ενεργεί έλεγχο για την εξακρίβωση της ταυτότητας εκείνων, τους οποίους αφορά η εκτέλεση ή η επίδοση. Στις περιπτώσεις αυτές, όποιος αρνηθεί να δηλώσει την ταυτότητά του ή δηλώσει ψευδή στοιχεία, τιμωρείται σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 225 του Ποινικού Κώδικα.

Άρθρο 24

Παρεμπόδιση έργου Δικαστικού Επιμελητή

1. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ο δικαστικός επιμελητής δικαιούται να απομακρύνει από τον τόπο της εκτελέσεως ή της επιχειρούμενης πράξεως όσους με οποιονδήποτε τρόπο τον παρεμποδίζουν. Όποιος εξακολουθεί να παρεμποδίζει, τιμωρείται για απείθεια κατά το άρθρο 169 του Ποινικού Κώδικα.

2. Ο δικαστικός επιμελητής κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του δικαιούται να ζητά, όταν ο ίδιος το κρίνει αναγκαίο, τη βοήθεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής, η οποία υποχρεούται να τον συνδράμει αμέσως, χωρίς να παρεμβαίνει στα καθήκοντά του και χωρίς να τον απομακρύνει από τον τόπο της εκτελέσεως για οποιονδήποτε λόγο, πριν τελειώσει το έργο του. Η συνδρομή αυτή μπορεί να ζητηθεί και προφορικά ή τηλεφωνικά.

Άρθρο 25

Ο Δικαστικός Επιμελητής είναι Υπάλληλος κατά τον Π.Κ.

1. Ο δικαστικός επιμελητής κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ενεργεί ως όργανο της πολιτείας, σύμφωνα με τις επιταγές του νόμου και στην περίπτωση αυτή είναι υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13 του Ποινικού Κώδικα.

2. Ο δικαστικός επιμελητής κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του έχει δικαίωμα να ζητά τις αναγκαίες πληροφορίες από τους πολίτες και ειδικότερα από σύνοικους, γείτονες, θυρωρούς και διαχειριστές πολυκατοικιών ή μεγάρων. Σε περίπτωση που κάποιος δώσει με επίγνωση ψευδείς πληροφορίες, τιμωρείται σύμφωνα με την διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 225 του Ποινικού Κώδικα.

Άρθρο 26

Ανάθεση πράξης εκτελεστικής διαδικασίας σε άλλο Δικαστικό Επιμελητή

Ο δικαστικός επιμελητής μπορεί: α) Να αναθέσει με έγγραφη εντολή του σε άλλον Δικαστικό επιμελητή, κατά τόπο αρμόδιο, την ενέργεια οποιασδήποτε πράξεως της διαδικασίας εκτελέσεως, που έχει ανατεθεί σε αυτόν, εκτός από την πρώτη μετά την επίδοση επιταγής πράξη, την κατάρτιση της κατά τα άρθρα 955 και 999 Κ.Πολ.Δ περίληψης κατασχετήριας έκθεσης και την έκδοση προγράμματος πλειστηριασμού και β) Να αναπληρωθεί ή να αντικατασταθεί με έγγραφη εντολή του παραγγέλοντος διαδίκου ή του νόμιμου πληρεξουσίου του.

Άρθρο 27

Ετήσια κανονική άδεια – Αποχή λόγω κύησης

Ο δικαστικός επιμελητής  δικαιούται κάθε ημερολογιακό έτος κανονική άδεια ενός μηνός, είτε συνεχόμενη, είτε τμηματική. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να χορηγηθεί κανονική άδεια απουσίας και για έναν ακόμη μήνα. Η άδεια χορηγείται από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών μετά από αίτηση του ενδιαφερόμενου και γνωστοποιείται στον οικείο σύλλογο δικαστικών επιμελητών.  Στο έγγραφο της άδειας αναγράφεται η χρονολογία ενάρξεως και λήξεώς της, καθώς και ο αναπληρωτής του αδειούχου. Αν η χρήση της άδειας πρόκειται να γίνει τον Αύγουστο δεν απαιτείται η τήρηση της παραπάνω διαδικασίας, υποχρεωτικά όμως παραμένει στην έδρα του το ένα τέταρτο των μελών του συλλόγου, που καθορίζεται με απόφαση  του προέδρου του, (η οποία κοινοποιείται μέχρι τις 20 Ιουλίου στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών).  Σε κάθε περίπτωση πρέπει να παραμείνει στην έδρα της περιφέρειας του πρωτοδικείου τουλάχιστον ένας  δικαστικός επιμελητής.

*** Η φράση ″η οποία κοινοποιείται μέχρι της 20 Ιουλίου στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών. ″ Διαγράφηκε με το εδ. ε΄παρ. 24 άρθρο 3 ν. 2479/1997.

2. Έγκυος δικαστική επιμελήτρια  μπορεί να απέχει από την άσκηση των καθηκόντων της από τον έκτο μήνα της εγκυμοσύνης της και για έξι το πολύ μήνες μετά τον τοκετό. Κατά τον χρόνο της αποχής αυτής θεωρείται ότι βρίσκεται σε κανονική άδεια. Η αποχή εγκρίνεται από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών, μετά από αίτηση της δικαστικής επιμελήτριας και σχετική ιατρική βεβαίωση και γνωστοποιείται στον σύλλογό της. Στο έγγραφο της εγκρίσεως ορίζεται και ο αναπληρωτής της.

3. Ο δικαστικός επιμελητής που θα κληθεί στις τάξεις των ενόπλων δυνάμεων της χώρας, έχει υποχρέωση να το γνωρίσει εγγράφως στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών και τον πρόεδρο του συλλόγου του.

Άρθρο 28

Αναρρωτική Άδεια

1. Με αίτησή του, χορηγείται στον δικαστικό επιμελητή από το Υπουργείο Δικαιοσύνης αναρρωτική άδεια απουσίας μέχρι ένα  το πολύ έτος. Η άδεια αυτή χορηγείται τμηματικά και για τρίμηνο  το πολύ διάστημα, ύστερα από βεβαίωση νοσοκομειακού γιατρού για την ασθένεια και την ανάγκη αποχής από τα καθήκοντά του, μπορεί δε να παραταθεί επί ένα ακόμη έτος για  παθήσεις από τις αναφερόμενες στο άρθρο 109 του προεδρικού διατάγματος 611/1977, όπως ισχύει κάθε φορά, ύστερα από γνωμάτευση της προβλεπόμενης από το ίδιο προεδρικό διάταγμα αρμόδιας πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής.

2. Μετά την εξάντληση της κατά την προηγούμενη παράγραφο  αναρρωτικής άδειας, ο δικαστικός επιμελητής παραπέμπεται υποχρεωτικά στην δευτεροβάθμια υγειονομική επιτροπή, που προβλέπεται από το προεδρικό διάταγμα 611/1977,  η οποία και γνωματεύει για την ικανότητα ασκήσεως των καθηκόντων του. Εάν διαπιστωθεί ανικανότητα, παραπέμπεται στο πρωτοβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο.

3. Σε περίπτωση προφανούς ανικανότητας του δικαστικού επιμελητή  για άσκηση των καθηκόντων του, το Υπουργείο Δικαιοσύνης, ο οικείος σύλλογος δικαστικών επιμελητών ή ο αρμόδιος Εισαγγελέας Πρωτοδικών μπορούν να παραπέμψουν αυτόν στη δευτεροβάθμια υγειονομική επιτροπή, οπότε εφαρμόζονται οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου.     

Άρθρο 29

Υποχρέωση ετήσιας δήλωσης και εισφοράς

1. Μέχρι το τέλος Ιανουαρίου κάθε έτους ο δικαστικός επιμελητής έχει υποχρέωση να υποβάλλει στον σύλλογό του και τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών απλή δήλωση ότι: α) ασκεί πραγματικά τα καθήκοντα του δικαστικού επιμελητή και διατηρεί γραφείο σύμφωνα με το άρθρο 31 του παρόντος, β) δεν υπάγεται σε κανένα από τα ασυμβίβαστα του άρθρου 41 του παρόντος. Η δήλωση αυτή πρέπει να περιέχει επίσης το όνομα, επώνυμο, ονοματεπώνυμο πατέρα, τόπο και χρόνο γεννήσεως, διεύθυνση κατοικίας και γραφείου καθώς και δείγμα υπογραφής και σφραγίδας του. Σε περίπτωση μεταβολής οποιουδήποτε από τα παραπάνω στοιχεία ο δικαστικός επιμελητής είναι υποχρεωμένος να υποβάλλει αμέσως σχετική δήλωση.

2. Οι δηλώσεις αυτές καταχωρίζονται στο μητρώο του συλλόγου και της Εισαγγελίας και τοποθετούνται στους ατομικούς φακέλους, που υπάρχουν στο σύλλογο.

3.  Η δήλωση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 είναι απαράδεκτη, αν δεν συνοδεύεται με αντίγραφο αποδείξεως του συλλόγου ότι έχει καταβληθεί η ετήσια εισφορά του και δεν οφείλεται ληξιπρόθεσμη έκτακτη.

4.  Μέχρι το τέλος Απριλίου κάθε έτους οι σύλλογοι δικαστικών επιμελητών υποχρεούνται να αποστέλλουν: α) Στο Υπουργείο Δικαιοσύνης καταστάσεις όσων δικαστικών επιμελητών υπέβαλαν την παραπάνω δήλωση, κατά πρωτοδικείο και β) Στους αρμόδιους Εισαγγελείς Πρωτοδικών καταστάσεις όσων δεν υπέβαλαν την δήλωση αυτή.

Άρθρο 30

Δελτίο Ταυτότητας

1. Ο σύλλογος χορηγεί στα μέλη του, μόλις υποβάλλουν την κατά το προηγούμενο άρθρο δήλωση και παραδώσουν το προηγούμενο, νέο δελτίο ταυτότητας δικαστικού επιμελητή με το οποίο αποδεικνύεται η ιδιότητά του. Στο δελτίο αυτό, που ισχύει μέχρι το τέλος Ιανουαρίου του επόμενου έτους, επικολλάται πρόσφατη φωτογραφία του κατόχου και σημειώνεται ο αριθμός μητρώου, το όνομα, το επώνυμο και πατρώνυμό του, ο αριθμός φορολογικού του μητρώου, η διεύθυνση του γραφείου του, καθώς και το πρωτοδικείο που είναι διορισμένος. Το δελτίο χρονολογείται, υπογράφεται από τον πρόεδρο του συλλόγου και θεωρείται από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών. Δελτίο ταυτότητας χορηγείται επίσης στους διοριζόμενους και μετατιθέμενους δικαστικούς επιμελητές, μετά την εγγραφή τους στο κατά το άρθρο 19 του παρόντος μητρώο του συλλόγου.

2. Ο δικαστικός επιμελητής κατά την άσκηση των καθηκόντων του έχει υποχρέωση να γράφει καθαρά σε κάθε έγγραφο που συντάσσει, εκδίδει ή επιδίδει το ονοματεπώνυμό του και την διεύθυνση του γραφείου του.

3. Σε περίπτωση απώλειας του δελτίου ταυτότητας χορηγείται από τον σύλλογο νέο δελτίο σε αντικατάσταση του απωλεσθέντος, αφού προηγουμένως υποβληθεί για την απώλεια υπεύθυνη δήλωση του νόμου 1599/1986. Το νέο αυτό δελτίο ισχύει μέχρι την ημέρα που ίσχυε το απωλεσθέν.

4. Ο δικαστικός επιμελητής χρησιμοποιεί ατομική υπηρεσιακή σφραγίδα, της οποία ο τύπος πρέπει να είναι σύμφωνος προς το περιγραφόμενο από τις διατάξεις της  63669/1975 (Φ.Ε.Κ. 769 Β΄) αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης.

Άρθρο 31

Γραφείο

1. Ο δικαστικός επιμελητής έχει υποχρέωση να διατηρεί γραφείο στην έδρα του πρωτοδικείου που είναι διορισμένος ή στην έδρα ειρηνοδικείου του ίδιου πρωτοδικείου. Κατ΄ εξαίρεση, οι δικαστικοί επιμελητές  των περιφερειών των πρωτοδικείων που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του παρόντος έχουν υποχρέωση να διατηρούν γραφείο στην περιφέρεια ενός τουλάχιστον από τα δύο πρωτοδικεία.

2. Ο δικαστικός επιμελητής  εκτός από το κατά την προηγούμενη παράγραφο, μπορεί να διατηρεί γραφείο και στην έδρα οποιουδήποτε ειρηνοδικείου της περιφέρειας που ασκεί τα καθήκοντά του.

*** 3. Απαγορεύεται η διαφήμιση δικαστικού επιμελητή στις εφημερίδες, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, σε κάθε είδους έντυπα και το διαδίκτυο. Στα επισκεπτήρια και τα επιστολόχαρτα του δικαστικού επιμελητή, καθώς και στην ιστοσελίδα του επιτρέπεται μόνο η αναγραφή του ονόματός του, της διευθύνσεως, των τηλεφώνων του, της ηλεκτρονικής του διεύθυνσης και της περιφέρειας του δικαστηρίου στην ασκεί το λειτούργημά του. Καταχωρίσεις δικαστικών επιμελητών σε επαγγελματικούς οδηγούς και τηλεφωνικούς καταλόγους επιτρέπεται να περιέχουν μόνο τα ανωτέρω στοιχεία. Ανάρτηση πινακίδας με το όνομα και την ιδιότητα του δικαστικού επιμελητή επιτρέπεται μόνο στην είσοδο του κτιρίου και στη θύρα του γραφείου του. Παράβαση των ανωτέρω συνιστά πειθαρχικό αδίκημα, κατά τις διατάξεις του άρθρου 53 του παρόντος.***

***  Η εντός των *** διάταξη προστέθηκε με το άρθρο 73 του ν. 3659/2008 (ΦΕΚ Α’. 77) και ισχύει από 7 Ιουνίου 2008.

Άρθρο 32

Υποχρέωση Δικαστικού Επιμελητή προς συμμόρφωση

Ο δικαστικός επιμελητής έχει την υποχρέωση να συμμορφώνεται με τις εντολές, τις αποφάσεις και τις οδηγίες του συλλόγου του, να συμπεριφέρεται με αξιοπρέπεια και να ασκεί το λειτούργημά του με επιμέλεια και ευσυνειδησία.

                                     Άρθρο 33

Σύνταξη και υποβολή έκθεσης στον Εισαγγελέα

Ο δικαστικός επιμελητής έχει υποχρέωση, για κάθε αξιόποινη πράξη που υποπίπτει στην αντίληψή του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, να συντάσσει έκθεση και την υποβάλει στον αρμόδιο Εισαγγελέα.

Άρθρο 34

Τήρηση βιβλίων και επιθεώρηση

1. Ο δικαστικός επιμελητής τηρεί βιβλία επιδόσεων, ατελών επιδόσεων και εκτελέσεων, αριθμημένα  και μονογραφημένα ανά φύλλο από τον αρμόδιο Πρόεδρο Πρωτοδικών, στα οποία καταχωρίζονται οι αντίστοιχες πράξεις, που  καταρτίζονται από αυτόν, κατά χρονολογική σειρά και με ιδιαίτερο αριθμό η καθεμία.

2. Στα βιβλία αυτά και στο αρχείο του δικαστικού επιμελητή γίνεται μία φορά τον χρόνο επιθεώρηση από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών ή τον οριζόμενο από αυτόν Ειρηνοδίκη. Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών μπορεί κατά την κρίση του να ενεργεί οποτεδήποτε και έκτακτο έλεγχο. Η έκθεση επιθεωρήσεως αποστέλλεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και τον οικείο σύλλογο δικαστικών επιμελητών, για να τεθεί στον φάκελο του επιθεωρουμένου.

Άρθρο 35

Τήρηση αρχείου

1. Ο δικαστικός επιμελητής έχει υποχρέωση να τηρεί αρχείο των μεν προβλεπόμενων, από την παράγραφο του άρθρου 140 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας εκθέσεων επιδόσεως επί πέντε  έτη, των δε πρωτότυπων πράξεων εκτελέσεως επί δέκα  έτη από την πραγματοποίησή τους.

2. Όταν υπάρχει νόμιμος λόγος να παραδοθεί έγγραφο του αρχείου σε δικαστική ή άλλη αρχή, ο δικαστικός επιμελητής εκδίδει και επικυρώνει αντίγραφο αυτού, το οποίο φυλάσσεται στο αρχείο του και ισχύει ως πρωτότυπο μέχρι την επιστροφή του πρωτοτύπου.

Άρθρο 36

Αντίγραφα, Εχεμύθεια

Ο δικαστικός επιμελητής έχει υποχρέωση να χορηγεί αντίγραφα των εγγράφων, τα οποία συντάσσει ή τηρεί, στους διαδίκους που αναφέρονται σε αυτά, καθώς και στους καθολικούς ή ειδικούς διαδόχους τους. Σε κάθε άλλον που έχει έννομο συμφέρον χορηγεί αντίγραφα μόνον ύστερα από έγκριση του Προέδρου Πρωτοδικών. Απαγορεύεται στο δικαστικό επιμελητή  η ανακοίνωση του περιεχομένου των εγγράφων του αρχείου του σε οποιονδήποτε, εκτός από αυτούς που αναφέρονται στα προηγούμενα εδάφια.

Άρθρο 37

Γνήσιο υπογραφής

Όταν κατά τις κείμενες διατάξεις απαιτείται βεβαίωση του γνήσιου τις υπογραφής του δικαστικού επιμελητή αυτή γίνεται από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών ή τον πρόεδρο του συλλόγου δικαστικών επιμελητών. Η γνησιότητα της υπογραφής του τελευταίου, όταν απαιτείται κατά νόμο, βεβαιώνεται από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας του συλλόγου.

Άρθρο 38

Απαγόρευση συμμετοχής σε πλειστηριασμό όταν μετέχει ως όργανο εκτέλεσης

Ο δικαστικός επιμελητής απαγορεύεται να πλειοδοτεί για τον εαυτό του ή τρίτο ή να αποδέχεται κατακύρωση υπέρ αυτού ή υπέρ τρίτου σε πλειστηριασμούς στους οποίους μετέχει ως όργανο εκτέλεσης.

Άρθρο 39

Ευπρεπής συμπεριφορά – σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και υποχρεώσεις στην εκτέλεση  προσωπικής κράτησης

1. Ο δικαστικός επιμελητής οφείλει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του να συμπεριφέρεται με ευπρέπεια. Όταν εκτελεί απόφαση για προσωπική κράτηση, έχει υποχρέωση να συμπεριφέρεται με ευγένεια στον κρατούμενο και να σέβεται την τιμή και την υπόληψή του, αφού προηγουμένως λάβει τα αναγκαία μέτρα σε περίπτωση που αυτός κρίνεται ύποπτος φυγής. Ο δικαστικός επιμελητής κατά την εκτέλεση αποφάσεως προσωπικής κρατήσεως, μπορεί μέχρι την παράδοση του κρατούμενου στην φυλακή, να τον φυλάσσει ο ίδιος ή να τον παραδώσει σε αστυνομικό τμήμα της περιφέρειας του πρωτοδικείου που ασκεί τα καθήκοντά του. Το αστυνομικό τμήμα υποχρεούται να τον δεχθεί και να τον φυλάσσει, παραλαμβάνει δε αυτόν και τον παραδίδει με απόδειξη.

2. Αν δεν λειτουργούν δικαστικές φυλακές στην περιφέρεια αρμοδιότητας του δικαστικού επιμελητή, εξακολουθεί αυτός να είναι αρμόδιος κατά τόπο, για την προσαγωγή και μόνο του κρατούμενου μέχρι δε την παράδοσή του στις αρμόδιες δικαστικές φυλακές. Αν κατά την μεταγωγή αυτή δεν είναι δυνατή η άμεση παράδοσή του στις φυλακές, ο δικαστικός επιμελητής τον παραδίδει προς φύλαξη στο αστυνομικό τμήμα της περιφέρειας των φυλακών. Αν η μεταγωγή γίνεται με πλοίο, ο δικαστικός επιμελητής μπορεί κατά την διάρκεια του ταξιδιού είτε να φυλάσσει ο ίδιος τον κρατούμενο είτε να τον παραδώσει προς φύλαξη στον πλοίαρχο του πλοίου.

3. Κατά την διάρκεια της φύλαξης του κρατουμένου στο αστυνομικό τμήμα, ο  δικαστικός επιμελητής υποχρεούται να μεριμνά για την κάλυψη των δαπανών τροφοδοσίας και περίθαλψής του. Ομοίως υποχρεούται, σε περίπτωση εισαγωγής του κρατούμενου σε νοσοκομείο να κινεί την κατά τον νόμο διαδικασία για την έκδοση  απόφασης συνέχισης ή διακοπής της φύλαξής του.

Άρθρο 40

Μάρτυρες

1. Στις περιπτώσεις που ο νόμος απαιτεί την παρουσία δύο μαρτύρων, κατά την ενέργεια πράξεως από  δικαστικό επιμελητή, νόμιμα ενεργείται η πράξη, αν αντί των δύο  μαρτύρων παρίσταται άλλος, αρμόδιος κατά τόπο, δικαστικός επιμελητής, που δεν τελεί σε αργία.

2. Η ιδιότητα του συζύγου ή συγγένεια προσώπου προς τον δικαστικό επιμελητή δεν αποτελεί κώλυμα για την σύμπραξή του στις ενεργούμενες από τον τελευταίο πράξεις.

Άρθρο 41

Ασυμβίβαστα και Αναστολή καθηκόντων

1. Είναι ασυμβίβαστη προς το λειτούργημα του δικαστικού επιμελητή η άσκηση : α. κάθε έμμισθης υπηρεσίας στο Δημόσιο, τους δήμους, τις κοινότητες και τον κατά τις κείμενες διατάξεις ευρύτερο δημόσιο τομέα, εκτός αν ο νόμος ρητά το επιτρέπει και β. κάθε άλλου επαγγέλματος, καθώς και έμμισθης υπηρεσίας σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο.

2. Δικαστικός επιμελητής που εκλέγεται βουλευτής, αντιπρόσωπος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, νομάρχης, δήμαρχος ή πρόεδρος κοινότητας, τελεί σε αναστολή του λειτουργήματός του και δεν μπορεί να εκτελεί τα καθήκοντά του για όσο διάστημα διαρκεί αυτή η θητεία.

“Η ανωτέρω διάταξη δεν εφαρμόζεται για προέδρους κοινοτήτων με εγγεγραμμένους κατοίκους κάτω των χιλίων (1.000), οι οποίοι έχουν εκλεγεί κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.”

*** Το εντός  ″ ″ εδάφιο προστέθηκε με την παρ. 12 του άρθρου 10 του ν. 2331/1995 ( ΦΕΚ Α΄173) . Η ισχύς αυτού του νόμου αρχίζει ως ορίζεται από το άρθρο 103 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, δηλαδή δέκα μέρες μετά την δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄

Μεταβολές υπηρεσιακής καταστάσεως

Άρθρο 42

Μετάθεση

Είναι σαφές ότι με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου αυτού εμποδίζεται η δυνατότητα αμοιβαίων μεταθέσεων (ενδεχομένως έναντι ανταλλαγμάτων) κυρίως μεταξύ νέων Δικαστικών Επιμελητών και εκείνων που είτε έχουν αποφασίσει να εγκαταλείψουν τη θέση τους είτε βρίσκονται κοντά στην υποχρεωτική λόγω ορίου ηλικίας αποχώρηση.

Ο Υπουργός Δικαιοσύνης μπορεί με γνώμη των αρμοδίων συλλόγων δικαστικών επιμελητών, να μεταθέσει δικαστικό επιμελητή μετά από αίτησή του σε κενή οργανική θέση άλλου πρωτοδικείου, αν το επιβάλουν σοβαροί λόγοι και εφόσον αυτός έχει συμπληρώσει τριετή τουλάχιστον υπηρεσία στο πρωτοδικείο που υπηρετεί.

″Οι αιτήσεις μεταθέσεων υποβάλλονται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης κατά τον μήνα Σεπτέμβριο έκαστου έτους. Επί των αιτήσεων μεταθέσεων αποφασίζουν τα Διοικητικά συμβούλια των οικείων Συλλόγων Δικαστικών Επιμελητών το αργότερο μέχρι τέλους Νοεμβρίου του ίδιου έτους, ύστερα από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης. ″

Μπορεί, επίσης, να μεταθέσει αμοιβαία με αίτησή τους δικαστικούς επιμελητές, εφόσον δεν έχουν συμπληρώσει το πεντηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας τους και έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον πενταετή υπηρεσία δικαστικού επιμελητή στο πρωτοδικείο που υπηρετούν.

***Το δεύτερο εδάφιο προστέθηκε με την παρ. 10 άρθρ.22 ν. 2521/1997 (ΦΕΚ Α΄ 174/1-9-1997)

Άρθρο 43

Προσωρινή απόσπαση- προϋποθέσεις

Το άρθρο αυτό είχε και έχει ως στόχο να μη μένει ακάλυπτη από τις υπηρεσίες Δικαστικού Επιμελητή καμιά περιφέρεια εξαιτίας εκτάκτων κωλυμάτων. Αυτό βέβαια απαντά μόνο σε περιφέρειες που υπηρετούν ελάχιστοι Δικαστικοί Επιμελητές και επιτυχώς επομένως η αρχική διάταξη συμπληρώθηκε με την ακολουθήσασα τροποποίηση.

″Αν υπάρχουν τόσες κενές θέσεις σε περιφέρεια πρωτοδικείου στην οποία ο αριθμός των οργανικών θέσεων δεν υπερβαίνει τις οκτώ (8) ή έκτακτα κωλύματα των υπηρετούντων σε αυτό, ώστε οι απομένοντες δικαστικοί επιμελητές να μην επαρκούν για τις ανάγκες της περιφέρειας αυτής, μπορεί ο Υπουργός Δικαιοσύνης, μετά από γνώμη των Προέδρων Πρωτοδικών και των προέδρων των οικείων συλλόγων δικαστικών επιμελητών, με απόφασή του να αποσπάσει προσωρινά  δικαστικό επιμελητή που το ζητά, από περιφέρεια άλλου πρωτοδικείου. ″

Αν δεν υπάρχει τέτοια αίτηση, ο Υπουργός μπορεί, έχοντας την γνώμη των παραπάνω Προέδρων, να επιτρέπει προσωρινά στους δικαστικούς επιμελητές στην περιφέρεια ενός ή περισσοτέρων γειτονικών πρωτοδικείων, να ασκούν τα καθήκοντά τους και στην περιφέρεια του πρωτοδικείου αυτού. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης υποχρεούται μέσα σε τριάντα ημέρες από την πλήρωση των κενών οργανικών θέσεων ή την άρση των παραπάνω κωλυμάτων να εκδώσει απόφαση, με την οποία παύουν να ισχύουν οι ρυθμίσεις αυτές. Η απόφαση κοινοποιείται στους ενδιαφερομένους. Στην περίπτωση αυτή οι εκκρεμείς εκτελέσεις συνεχίζονται από άλλο δικαστικό επιμελητή που ορίζεται  σύμφωνα με τη διάταξη της περιπτώσεως β΄ του άρθρου 26 του παρόντος. Αν η κατά το πρώτο εδάφιο απόσπαση διαρκέσει περισσότερο από δύο χρόνια, δικαιούται ο αποσπασμένος με αίτησή του στον Υπουργό Δικαιοσύνης να ζητήσει την οριστική του μετάθεση στην περιφέρεια του πρωτοδικείου που έχει αποσπασθεί. Στην περίπτωση αυτή ο Υπουργός Δικαιοσύνης μεταθέτει υποχρεωτικά το δικαστικό επιμελητή, εφόσον υπάρχει κενή οργανική θέση, χωρίς άλλη διατύπωση.

*** Το εντός  ″ ″ πρώτο εδάφιο του άρθρου 43 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 17 του άρθρου 59 του ν. 3160/2003 (ΦΕΚ Α΄/165).

Άρθρο 44

Υποχρεώσεις συλλόγου και μετατεθιμένου

1. Ο μετατιθέμενος έχει υποχρέωση να υποβάλλει αίτηση για την εγγραφή του στο μητρώο του συλλόγου στον οποίο μετακινείται, μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την ημέρα που θα του επιδοθεί το έγγραφο για την μετάθεσή του. Η αίτηση  πρέπει να έχει όλα τα στοιχεία του άρθρου 29 του παρόντος. Αν περάσει άπρακτη η προθεσμία αυτή, η μετάθεση ανακαλείται αυτεπάγγελτα ή με αίτηση του παραπάνω συλλόγου δικαστικών επιμελητών εκτός από την περίπτωση ανώτερης βίας, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης.

2. Ο σύλλογος, στο μητρώο του οποίου εγγράφεται ο μετατιθέμενος, ειδοποιεί εγγράφως μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών από την εγγραφή: α) τον σύλλογο από τον οποίο μετατέθηκε ο δικαστικός επιμελητής, β) τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών, γ) την ομοσπονδία δικαστικών επιμελητών και δ) το Υπουργείο Δικαιοσύνης για να προβούν στην ενημέρωση των μητρώων τους.

3. Στην περίπτωση που η μετάθεση δεν συνεπάγεται μεταβολή του συλλόγου η κατά την παράγραφο 1 αίτηση υποβάλλεται στον σύλλογο προς ενημέρωση του μητρώου για την επελθούσα μεταβολή, ο δε σύλλογος ενεργεί σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο.

4. Ο μετατιθέμενος μόλις του επιδοθεί το έγγραφο της μεταθέσεως έχει υποχρέωση να παραδώσει το δελτίο της ταυτότητάς του στον σύλλογο που την είχε εκδώσει. Το δελτίο αυτό του επιστρέφεται σε περίπτωση που ανακληθεί η μετάθεση.

Άρθρο 45

Αργία Δικαστικού Επιμελητή

1. Τίθεται αυτοδίκαια σε αργία ο δικαστικός επιμελητής, που στερήθηκε την προσωπική του ελευθερία: α) λόγω προσωρινής κρατήσεως, έστω και αν αντικαταστάθηκε αυτή με περιοριστικούς όρους,  β) λόγω καταδίκης του σε ποινή καθείρξεως, έστω και αν προσωρινά διακόπηκε η εκτέλεσή του, γ)λόγω καταδίκης του σε ποινή φυλακίσεως που δεν μετατράπηκε, για όσο χρόνο διαρκεί η εκτέλεσή της εφόσον δεν συντρέχουν οι όροι της κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 79 του παρόντος εκπτώσεως από την υπηρεσία. Η θέση σε αργία διαπιστώνεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης.

2. Είναι δυνατόν με απόφαση του οικείου πειθαρχικού συμβουλίου, να τεθεί σε αργία ο δικαστικός επιμελητής κατά του οποίου εκκρεμεί ποινική δίωξη για αδίκημα το οποίο συνεπάγεται την έκπτωση από το λειτούργημα, εφόσον έχει εκδοθεί έστω και οριστικό παραπεμπτικό βούλευμα. Σχετική πρόταση στο πειθαρχικό συμβούλιο μπορούν να απευθύνουν ο Υπουργός Δικαιοσύνης, ο αρμόδιος Εισαγγελέας Πρωτοδικών ή ο οικείος σύλλογος δικαστικών επιμελητών. Κατά της αποφάσεως του πειθαρχικού συμβουλίου επιτρέπεται άσκηση εφέσεως κατά τις διατάξεις του άρθρου 73 του παρόντος. Μετά την θέση του δικαστικού επιμελητή σε αργία, το πειθαρχικό συμβούλιο συνέρχεται ανά εξάμηνο, μετά από σχετικό ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης για να αποφασίσει την συνέχιση ή όχι της αργίας. Αν εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, μη συνεπαγόμενη την έκπτωση του δικαστικού επιμελητή επανέρχεται αυτός στην ενεργό υπηρεσία αυτοδίκαια.

3. Ο αρμόδιος Εισαγγελέας Πρωτοδικών σε περίπτωση συνδρομής των προϋποθέσεων των παραγράφων 1 και 2  του παρόντος για θέση σε αργία του δικαστικού επιμελητή, αναφέρει σχετικά στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και ενημερώνει τον οικείο σύλλογο δικαστικών επιμελητών.

4. Ο δικαστικός επιμελητής, από την θέση του σε αυτοδίκαιη αργία ή από την κοινοποίηση της πράξεως για την θέση του σε αργία, υποχρεούται να παραδώσει χωρίς υπαίτια βραδύτητα το δελτίο ταυτότητάς του στον οικείο σύλλογο και να απέχει από κάθε πράξη ασκήσεως του λειτουργήματός του, μέχρι την επαναφορά του στην ενεργό υπηρεσία, διαφορετικά τιμωρείται σύμφωνα με το άρθρο 175 του Ποινικού Κώδικα.

5. Για την θέση του δικαστικού επιμελητή σε αργία, κατά την παράγραφο 2, τη συνέχιση αυτής καθώς και την επαναφορά του στην ενεργό υπηρεσία εκδίδεται απόφαση από τον Υπουργό Δικαιοσύνης.

6. Εάν εκλείψουν οι λόγοι, για τους οποίους τέθηκε σε αυτοδίκαιη αργία, ο δικαστικός επιμελητής επανέρχεται αυτοδίκαια στην ενεργό υπηρεσία με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης.

7. Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών, ο οικείος δικηγορικός σύλλογος, η ομοσπονδία και ο οικείος σύλλογος δικαστικών επιμελητών ενημερώνονται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης για τη θέση σε αργία του δικαστικού επιμελητή, την παράταση αυτής και την επαναφορά του στην ενεργό υπηρεσία.

Άρθρο 46

Καταχώριση αργίας και επαναφοράς στα μητρώα

Η αργία και η επαναφορά στην ενεργό υπηρεσία του δικαστικού επιμελητή καταχωρούνται στα οικεία μητρώα.

Άρθρο 47

Αναδιορισμός

1.Ο δικαστικός επιμελητής, που απολύθηκε για λόγους υγείας, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 28 του παρόντος μπορεί να αναδιοριστεί με αίτησή του, εφόσον υπάρχει κενή οργανική θέση, σε ένα από τα πρωτοδικεία που είχε υπηρετήσει, αν η κατά το προεδρικό διάταγμα 611/1977 αρμόδια δευτεροβάθμια επιτροπή γνωματεύσει ότι είναι ικανός να ασκεί τα καθήκοντά του.

″Αν δεν υπάρχει κενή οργανική θέση, διορίζεται ως υπεράριθμος και καταλαμβάνει την πρώτη οργανική θέση που θα κενωθεί. ″

*** Το εντός  ″ ″ νέο εδάφιο της παρ. 1 προστέθηκε, ως άνω από την παρ. 18 του άρθρου 59 του ν. 3160/2003 (ΦΕΚ Α΄ / 165).

2. Δικαστικός επιμελητής που παραιτήθηκε, μπορεί να αναδιορισθεί με αίτησή του σε ένα από τα πρωτοδικεία που είχε υπηρετήσει αν υπάρχει κενή οργανική θέση.

3. Ο αναδιορισμός γίνεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, εφόσον δεν συντρέχουν τα κωλύματα άρθρου 4 του παρόντος, στην περίπτωση δε της προηγούμενης παραγράφου,   εφόσον επιπλέον δεν έχουν περάσει τρία χρόνια από την παραίτηση του ενδιαφερόμενου και δεν έχει υπερβεί  αυτός το πεντηκοστό πέμπτο  έτος της ηλικίας του.

4. ″ Προκειμένου περί δικαστικού επιμελητή ο οποίος έχει παραιτηθεί πριν από την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως η κατά την προηγούμενη παράγραφο τριετία άρχεται από την ημερομηνία αυτή″.

*** Η παρ. 4 προστέθηκε με την παρ. 11 άρθρο 22 ν. 2521/1997 (ΦΕΚ Α΄174/1-9-1997)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄

Οργανικές θέσεις

Άρθρο 48

Καθορισμός οργανικών θέσεων

1. Ο αριθμός των οργανικών θέσεων των δικαστικών επιμελητών καθορίζεται για τις περιφέρειες όλων των πρωτοδικείων το Δεκέμβριο κάθε τριετίας με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μετά από γνώμη του αρμόδιου Εισαγγελέα Πρωτοδικών και του οικείου συλλόγου δικαστικών επιμελητών. Ο πρώτος κατά τον παρόντα καθορισμός θα γίνει τον Δεκέμβριο του τρίτου έτους από την έναρξη της ισχύος του.

2. Αν στην περιφέρεια ενός πρωτοδικείου μειωθεί ο αριθμός των οργανικών θέσεων, οι επιπλέον υπηρετούντες δικαστικοί επιμελητές διατηρούνται στην υπηρεσία ως υπεράριθμοι και καταλαμβάνουν υποχρεωτικά κατά σειρά αρχαιότητας τις με οποιονδήποτε τρόπο κάθε φορά κενούμενες θέσεις, απαγορεύεται δε, μέχρι να εξαντληθεί ο αριθμός τους, να καλυφθούν οι θέσεις αυτές με άλλον τρόπο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ΄

Αμοιβές

Άρθρο 49

Υποχρέωση εντολέα καταβολής αμοιβής και εξόδων

Ο δικαστικός επιμελητής δικαιούται για κάθε ενέργεια να λάβει από τον εντολέα του τη νόμιμη αμοιβή, καθώς και κάθε δαπάνη που απαιτείται για την πραγματοποίηση της εντολής. Περισσότεροι του ενός εντολείς  ευθύνονται εις ολόκληρο. Ο  δικαστικός επιμελητής δικαιούται να αξιώσει πριν από κάθε ενέργεια προκαταβολή ολόκληρης ή μέρους της αμοιβής του, την απαιτούμενη δαπάνη και την αναγκαία κατά περίπτωση τεχνική συνδρομή για κάθε πράξη.

Άρθρο 50

Καθορισμός αμοιβών

Οι αμοιβές των δικαστικών επιμελητών καθορίζονται κάθε φορά με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Δικαιοσύνης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Άρθρο 51

Μέρισμα

Για επιδόσεις και λοιπές πράξεις οι οποίες ενεργούνται από δικαστικό επιμελητή κατόπιν παραγγελίας νομικών προσώπων του Δημόσιου Τομέα, όπως αυτός καθορίζεται στην παράγραφο 6 του άρθρου 1 του νόμου 1256/1982, τραπεζών ελληνικών και ξένων και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης μπορεί, μετά από πρόταση του οικείου συλλόγου και απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, να ορίζεται ότι ποσοστό μέχρι 50% της δικαιούμενης από τον δικαστικό επιμελητή αμοιβής παρακρατείται και αποδίδεται στον οικείο σύλλογο δικαστικών επιμελητών για να γίνει διανομή μεταξύ των μελών του. Με την ίδια απόφαση καθορίζεται ο τρόπος εισπράξεως και διανομής των παρακρατούμενων, το ποσοστό που θα λαμβάνει ο σύλλογος για την αντιμετώπιση των σχετικών δαπανών, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Η πρόταση του οικείου συλλόγου, για οποιοδήποτε από τα παραπάνω θέματα, γίνεται μετά από απόφαση της γενικής συνελεύσεως, που λαμβάνεται με απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των εγγεγραμμένων νέων μελών, μη υπολογιζομένων αυτών που τελούν σε αργία ή αναστολή. Μερίσματα που δεν ζητήθηκαν από του δικαιούχους μέσα σε έξι  μήνες από την έναρξη διανομής, παραγράφονται και περιέρχονται στην περιουσία του συλλόγου.

Άρθρο 52

Επίσχεση εγγράφων

Ο δικαστικός επιμελητής δικαιούται να προβεί σε επίσχεση των κάθε μορφής εγγράφων, που βρίσκονται στα χέρια του, μέχρι να καταβληθεί η νόμιμη αμοιβή του καθώς και οι δαπάνες. Το δικαίωμα επισχέσεως ασκείται μόνον εφόσον και κατά την έκταση που ο πίνακας αμοιβών και δαπανών έχει εγκριθεί από τον πρόεδρο του συλλόγου ή τον αναπληρωτή του, που ενεργούν χωρίς υπαίτια βραδύτητα. Η επίσχεση αίρεται με απόφαση του Προέδρου Πρωτοδικών, ο οποίος μπορεί να εξαρτήσει την άρση της από κατάθεση χρηματικής εγγυήσεως στο ταμείο του οικείου συλλόγου δικαστικών επιμελητών υπέρ του δικαστικού επιμελητή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η΄

Πειθαρχικές  διατάξεις

Άρθρο 53

Πειθαρχικά αδικήματα

1.  Πειθαρχικό αδίκημα του δικαστικού επιμελητή αποτελεί κάθε υπαίτια παράβαση των καθηκόντων του, που μπορεί να του καταλογιστεί.

2. Μεταξύ των πειθαρχικών αδικημάτων περιλαμβάνονται ιδίως: α) η έλλειψη πίστεως στην πατρίδα και το δημοκρατικό πολίτευμα, β) η αδικαιολόγητη άρνηση ή αποφυγή εκτελέσεως της ανατιθέμενης σε αυτόν εντολής, καθώς και η πλημμελής εκτέλεση αυτής, γ) η παράβαση της επιβαλλόμενης εχεμύθειας για γεγονότα και πληροφορίες, των οποίων έχει λάβει γνώση κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, δ) η χρησιμοποίηση των πληροφοριών, που έχει από την εκτέλεση των καθηκόντων του, προκειμένου να αποκομίσει αυτός ή άλλος παράνομο όφελος, ε) κάθε πράξη ή παράλειψη που έγινε από δόλο ή βαρειά αμέλεια και προκάλεσε ακυρότητα, στ) η μη τήρηση των βιβλίων και του αρχείου, που προβλέπονται από τον παρόντα νόμο και τις σχετικές υπουργικές αποφάσεις, ζ) η μη εμπρόθεσμη υποβολή της προβλεπόμενης στο άρθρο 29 του παρόντος δήλωσης ή η υποβολή ψευδούς δηλώσεως, η) ¨¨¨¨«ο αθέμιτος επαγγελματικός ανταγωνισμός που επιδιώκεται με την είσπραξη αμοιβών μικροτέρων από τις οριζόμενες με τις αντίστοιχες υπουργικές αποφάσεις. Το αυτό εφαρμόζεται και σε όλα τα μέλη της αστικής εταιρίας δικαστικών επιμελητών, αν ένα μέλος της υποπίπτει σε αυτό το πειθαρχικό αδίκημα.»¨¨¨¨ θ) η μη καταβολή ή η αδικαιολόγητα καθυστερημένη καταβολή των πάσης φύσεως εισφορών και οφειλών προς τον σύλλογό του και την ομοσπονδία, καθώς και των εισφορών του προς το ταμείο προνοίας δικαστικών επιμελητών, ι) η παράβαση των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 41 του παρόντος, ια)  η αναξιοπρεπής διαγωγή στην υπηρεσία και εκτός αυτής και ιβ) κάθε άλλο σχετικό με το λειτούργημά του παράπτωμα, που τελέσθηκε από πρόθεση και κατά τον ποινικό νόμο συνιστά τουλάχιστον πλημμέλημα.

*** Τα εντός ¨¨¨¨ τέθηκαν στον παρόντα νόμο σύμφωνα με το άρθρο 108 του ν. 4055 (ΦΕΚ τ. Α’ 51/12-3-2012)

3. Ως ιδιαίτερο πειθαρχικό παράπτωμα τιμωρείται η χρήση της βίας, δόλου, απάτης ή άλλης παράνομης πράξεως για την επίτευξη του διορισμού του ως δικαστικού επιμελητή.

4. Περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου αδικήματος, θεωρούνται ως ενιαία πράξη και η βαρύτητά τους λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό της ποινής.

Άρθρο 54

Πειθαρχικές ποινές

Α. Πειθαρχικές ποινές κατά σειρά βαρύτητας είναι: α) η έγγραφη επίπληξη, β) το πρόστιμο που το ποσό δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το αντίστοιχο της αμοιβής δέκα επιδόσεων κατά τον χρόνο της επιβολής της ποινής, ούτε μεγαλύτερο του αντίστοιχου εκατό  επιδόσεων, γ) η προσωρινή παύση από δεκαπέντε  ημέρες, μέχρι πέντε  μήνες και δ) η οριστική παύση.

Β. Η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσεως μπορεί να επιβληθεί μόνο για τα ακόλουθα πειθαρχικά αδικήματα: α) παραβάσεις που προβλέπονται στις περιπτώσεις α΄, δ΄, ι΄ και ιβ΄ της παραγράφου 2 και στην παράγραφο 3 του άρθρου 53, καθώς και στο άρθρο 38 του παρόντος, β) χαρακτηριστικά αναξιοπρεπή ή ανάξια δημόσιου λειτουργού διαγωγή κατά την υπηρεσία ή εκτός αυτής, γ) κάθε πειθαρχικό αδίκημα που μπορεί από την φύση του να προκαλέσει δημόσιο σκάνδαλο και δ) είσπραξη από το Δικαστικό Επιμελητή αμοιβών που είναι ουσιωδώς μεγαλύτερες από τις νόμιμες, καθώς και δαπανών που δεν πραγματοποιήθηκαν ή είναι αδικαιολόγητες, εφόσον οι υπερβάσεις αυτές διαπιστώνονται με τελεσίδικη δικαστική απόφαση.

Άρθρο 55

Πειθαρχικά συμβούλια

Οι πειθαρχικές ποινές επιβάλλονται: α) σε πρώτο βαθμό από το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο που απαρτίζεται από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών της έδρας του συλλόγου Δικαστικών Επιμελητών,  του οποίου είναι μέλος ο κρινόμενος κατά τον χρόνο ασκήσεως της πειθαρχικής αγωγής, ως πρόεδρο, τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της ίδιας έδρας, νόμιμα αναπληρούμενο και το Γενικό Γραμματέα του συλλόγου δικαστικών επιμελητών, ο οποίος με απόφαση του διοικητικού του συμβουλίου αναπληρούται από ένα μέλος του, πλην του προέδρου και αντι-προέδρου και β) σε δεύτερο και τελευταίο βαθμό από το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, που απαρτίζεται από τους εκ της έδρας του οικείου συλλόγου Δικαστικών Επιμελητών αρμόδιο Πρόεδρο Εφετών, ως πρόεδρο, τον Εισαγγελέα Εφετών της ίδιας περιφέρειας, νόμιμα αναπληρούμενο και τον Πρόεδρο του Συλλόγου Δικαστικών Επιμελητών, αναπληρούμενο από τον αντιπρόεδρο. Χρέη Γραμματέα εκτελεί ένας από τους υπαλλήλους της γραμματείας του πρωτοδικείου ή του εφετείου αντίστοιχα, οριζόμενος από τον προϊστάμενό του.

Άρθρο 56

Συνέχιση πειθαρχικής δίωξης και μετά την αποβολή της ιδιότητας του Δικαστικού Επιμελητή

Η πειθαρχική δίωξη, που έχει αρχίσει, συνεχίζεται και μετά την για οποιαδήποτε λόγο αποβολή της ιδιότητας του Δικαστικού Επιμελητή, με εξαίρεση την περίπτωση θανάτου. Οι επιβαλλόμενες ποινές καταχωρούνται στα οικεία μητρώα και η εκτέλεσή τους, πλην των προστίμων, αναστέλλεται για όσο χρόνο ο τιμωρημένος έχει αποβάλλει την ιδιότητα του Δικαστικού Επιμελητή. Τα επιβληθέντα πρόστιμα εισπράττονται σε βάρος του τιμωρηθέντος όχι όμως και των κληρονόμων του.

Άρθρο 57

Πειθαρχική Δίωξη

  1. Κανένας δεν διώκεται δεύτερη φορά για το αυτό πειθαρχικό αδίκημα,
  2. Για κάθε πειθαρχικό αδίκημα μία μόνο πειθαρχική ποινή επιβάλλεται,
  3. Εάν από την διάπραξη του πειθαρχικού αδικήματος μέχρι την τελεσίδικη εκδίκασή του ίσχυσαν περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευνοϊκότερες για τον διωκόμενο δικαστικό επιμελητή διατάξεις.

Άρθρο 58

Ποινές πειθαρχικών αδικημάτων

1. Αν υπάρχουν περισσότερα του ενός συνεκδικαζόμενα πειθαρχικά αδικήματα, ύστερα από τον καθορισμό της ποινής για καθένα από αυτά επιβάλλεται μία συνολική ποινή, που αποτελείται από τη βαρύτερη από αυτές που προσδιορίστηκαν, επαυξανόμενη μέχρι το ανώτατο όριο της. Η οριστική παύση, εάν είναι η βαρύτερη των καθοριζομένων ποινών, απορροφά τις τυχόν καθοριζόμενες με την ίδια απόφαση ποινές προσωρινής παύσεως και επιβάλλεται ανεξάρτητα από άλλες καθοριζόμενες ποινές, για τις οποίες ισχύει η ρύθμιση του προηγούμενου εδαφίου.

2. Αν πρόκειται να εκτελεστούν ομοειδείς καταδικαστικές αποφάσεις κατά του ίδιου για συρρέοντα πειθαρχικά αδικήματα, εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου. Αρμόδιο για τον καθορισμό της συνολικής ποινής είναι το πειθαρχικό συμβούλιο που επέβαλλε τη βαρύτερη των ομοειδών ποινών.

Άρθρο 59

Παραγραφή αδικημάτων και ποινών

1. Τα πειθαρχικά αδικήματα παραγράφονται τρία χρόνια μετά την τέλεσή τους.

2. Πειθαρχικό αδίκημα, που αποτελεί και ποινικό, δεν παραγράφεται, πριν παρέλθει ο προβλεπόμενος από το νόμο χρόνος παραγραφής του ποινικού αδικήματος.

3. Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται από την κοινοποίηση της πειθαρχικής αγωγής μέχρι την έκδοση τελεσίδικης καταδικαστικής απόφασης αλλά όχι για διάστημα μεγαλύτερο των δύο  ετών.

4. Η παραγραφή πειθαρχικού αδικήματος διακόπτεται, εφόσον τελεσθεί άλλο πειθαρχικό αδίκημα, που αποσκοπεί στην απόκρυψη του πρώτου ή τη ματαίωση της ασκήσεως πειθαρχικής αγωγής γι΄ αυτό.

5. Οι πειθαρχικές ποινές, που έχουν τελεσίδικα επιβληθεί και έμειναν ανεκτέλεστες παραγράφονται ύστερα από: α) Δέκα  χρόνια η οριστική παύση, β) Πέντε χρόνια η προσωρινή παύση, γ) Τρία  χρόνια κάθε άλλη μικρότερη ποινή.

6. Παραγραφέν πειθαρχικό αδίκημα λαμβάνεται υπόψη ως επιβαρυντική περίπτωση για την επιμέτρηση της ποινής κατά την τιμωρία άλλου πειθαρχικού αδικήματος, που διαπράχθηκε πριν από την παραγραφή εκείνου.

Άρθρο 60

Αναλογική εφαρμογή Κ.Π.Δ. στα πειθαρχικά συμβούλια

1. Οι διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για αποκλεισμό, εξαίρεση και αποχή των δικαστικών προσώπων  εφαρμόζονται και για τα κατά το άρθρο 55 του παρόντος μέλη των πειθαρχικών συμβουλίων.

2. Αίτηση εξαιρέσεως από το διωκόμενο μόνο μία φορά σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας μπορεί να υποβληθεί.

3. Είναι απαράδεκτη η αίτηση εξαιρέσεως τόσων μελών του πειθαρχικού συμβουλίου, από τα τακτικά ή αναπληρωματικά, ώστε να αποβαίνει αδύνατη η συγκρότησή του.

Άρθρο 61

Πειθαρχική Αγωγή

 1. Η πειθαρχική δίωξη αρχίζει με την έγερση της πειθαρχικής αγωγής και τελειώνει με την έκδοση τελεσίδικης αποφάσεως.

2. Η  πειθαρχική αγωγή περιέχει: α) το ονοματεπώνυμο και τα υπηρεσιακά στοιχεία του διωκόμενου και β) ακριβή καθορισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία στοιχειοθετούν το αποδιδόμενο πειθαρχικό αδίκημα και τις διατάξεις που το προβλέπουν.

3. Η πειθαρχική αγωγή απευθύνεται στο πρωτοβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο και συνοδεύεται από τον πειθαρχικό φάκελο. Αντίγραφο της πειθαρχικής αγωγής αποστέλλεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.

Άρθρο 62

Άσκηση Πειθαρχικής Αγωγής

1. Η πειθαρχική αγωγή ασκείται από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών, ο οποίος μπορεί κατά την κρίση του να διατάξει την διενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως, κατά τη οποία υποχρεωτικά καλείται να δώσει εξηγήσεις εκείνος που φέρεται να υπέπεσε στο πειθαρχικό αδίκημα. Η υπόθεση τίθεται στο αρχείο, αν ο Εισαγγελέας που παράγγειλε την προκαταρκτική εξέταση κρίνει ότι δεν συντρέχει λόγος εγέρσεως της πειθαρχικής αγωγής.

2. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης μπορεί σε κάθε περίπτωση να παραγγείλει την άσκηση πειθαρχικής αγωγής.

3. Την κατά την παράγραφο 1 του παρόντος προκαταρκτική εξέταση ο αρμόδιος Εισαγγελέας Πρωτοδικών μπορεί  να αναθέτει και σε πταισματοδίκη ή σε ειρηνοδίκη.

4. Πειθαρχικά αδικήματα που γίνονται ενώπιον δικαστηρίου ή ανακριτή βεβαιώνονται με έκθεση που αποστέλλεται στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών και τον οικείο σύλλογο δικαστικών επιμελητών.

Άρθρο 63

Έρευνα για διαπίστωση στοιχείων που δικαιολογούν προκαταρκτική εξέταση από το Δ.Σ. του Συλλόγου

Το Διοικητικό Συμβούλιο του συλλόγου δικαστικών επιμελητών μπορεί, αυτεπάγγελτα ή μετά από αναφορά οποιουδήποτε πολίτη, να αναθέσει σε μέλος του την έρευνα για διαπίστωση στοιχείων που δικαιολογούν την ενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως, μετά το πέρας της οποίας ο φάκελος της σχετικής έρευνας διαβιβάζεται στον αρμόδιο Εισαγγελέα. Αν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου ενήργησε τέτοια έρευνα, αποκλείεται να συμμετάσχει στο πειθαρχικό συμβούλιο που θα κρίνει την υπόθεση αυτή.

Άρθρο 64

Διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης

 1. Εκείνος που ενεργεί την προκαταρκτική εξέταση ή κατά το προηγούμενο άρθρο έρευνα, μπορεί να εξετάζει μάρτυρες ενόρκως ή ανωμοτί και να ζητά έγγραφα από κάθε αρχή, καλεί δε τον δικαστικό επιμελητή να δώσει εγγράφως εξηγήσεις και συντάσσει σχετική έκθεση, η οποία υποβάλλεται στον αρμόδιο Εισαγγελέα.

2. Αν ο μάρτυρας που καλείται για εξέταση διαμένει σε άλλη περιφέρεια, μπορεί εκείνος που έχει αναλάβει την προκαταρκτική εξέταση ή την έρευνα να απευθυνθεί στον κατά τόπον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών, ο οποίος και αναθέτει την εξέταση του μάρτυρα σε αρμόδιο πταισματοδίκη ή ειρηνοδίκη.

Άρθρο 65

Προδικασία Πειθαρχικής Αγωγής

1. Ο αρμόδιος Εισαγγελέας Πρωτοδικών επιδίδει στον διωκόμενο την πειθαρχική αγωγή, που απευθύνεται στο Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, ο πρόεδρος του οποίου ορίζει ένα από τα μέλη του ως Εισηγητή. Η σχετική πράξη επιδίδεται στον διωκόμενο και ο εισηγητής καλεί αυτόν σε απολογία. Στην κλήση τάσσεται προθεσμία δέκα ημερών. Η απολογία είναι πάντοτε έγγραφη και εγχειρίζεται στον εισηγητή.

2. Ο διωκόμενος μπορεί πριν από την απολογία του να λαμβάνει γνώση όλων των εγγράφων της πειθαρχικής δικογραφίας, να παίρνει αντίγραφα αυτών, να υποβάλλει μαζί με την απολογία του τα έγγραφα υπερασπίσεώς του και να προτείνει μάρτυρες για  εξέταση, όχι περισσότερους από τρεις, οι οποίοι εξετάζονται ενόρκως από τον εισηγητή κατά τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Μπορεί επίσης να ζητήσει από αυτόν να προσαχθούν κρίσιμα έγγραφα ή άλλα στοιχεία που βρίσκονται σε οποιαδήποτε αρχή, υποχρεούται δε ο τελευταίος στην προσαγωγή τους, εφόσον τα κρίνει ουσιώδη.

3. Μετά την απολογία του διωκόμενου και την εξέταση των μαρτύρων που προτάθηκαν ή αφού περάσει άπρακτη η προθεσμία για την απολογία του,  η αγωγή εισάγεται στο πρωτοβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο.

4. Η προδικασία είναι μυστική.

Άρθρο 66

Αντίκλητος για επίδοση πειθαρχικής διαδικασίας ο γραμματέας του Πρωτοδικείου

Αν ο δικαστικός επιμελητής δεν έχει δηλώσει κατά το τελευταίο έτος την διεύθυνση της κατοικίας ή του γραφείου του, σύμφωνα με το άρθρο 29 του παρόντος, ή έχει δηλώσει ψευδή διεύθυνση, κάθε προς αυτόν επίδοση της πειθαρχικής διαδικασίας μπορεί να γίνει στο γραμματέα του οικείου πρωτοδικείου ως αντίκλητο.

Άρθρο 67

Ανεξάρτητες η ποινική και πειθαρχική δίκη

1. Η Πειθαρχική δίκη είναι αυτοτελής και  ανεξάρτητη από την ποινική.

2. Η ποινική δίκη δεν αναστέλλει την πειθαρχική, μπορεί όμως το οικείο πειθαρχικό συμβούλιο με απόφασή του να αναστείλει την πειθαρχική δίκη μέχρι να περατωθεί η ποινική. Στην περίπτωση αυτή ο χρόνος της παραγραφής του πειθαρχικού αδικήματος δεν συμπληρώνεται πριν περάσει έτος  από την έκδοση αμετάκλητης αποφάσεως του ποινικού δικαστηρίου.

3. Τα πραγματικά περιστατικά, που βεβαιώνονται σε αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα, λαμβάνονται υποχρεωτικά υπόψη στην πειθαρχική δίκη όπως έγιναν δεκτά στην ποινική. Αν εκδοθεί αμετάκλητη αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα για πράξη, που τιμωρήθηκε πειθαρχικά, επαναλαμβάνεται η πειθαρχική δίκη. Αν εκδοθεί αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου για πράξη, για την οποία δεν κρίθηκε πειθαρχικά ελεγκτέος ο δικαστικός επιμελητής, επαναλαμβάνεται η πειθαρχική διαδικα- σία, εφόσον η απόφαση αυτή δεν συνεπάγεται κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 79 του παρόντος αυτοδίκαιη έκπτωσή του.

Άρθρο 68.

Τόπος συνεδρίασης πειθαρχικού συμβουλίου

Τα πειθαρχικά συμβούλια συνεδριάζουν σε κατάστημα του αρμόδιου δικαστηρίου, οι δε συνεδριάσεις τους δεν είναι δημόσιες. Ο διωκόμενος μπορεί να παρίσταται σε αυτές με  δικηγόρο.

Άρθρο 69

Ενέργειες του Πειθαρχικού Συμβουλίου

1. Το πειθαρχικό συμβούλιο διασκεπτόμενο μπορεί: α) να απορρίψει αμέσως την κατηγορία , αν την βρίσκει πρόδηλα αστήρικτη, χωρίς να υποχρεούται σε αυτήν την περίπτωση να καλέσει τον διωκόμενο σε απολογία, οφείλει όμως να ανακοινώσει την απόφασή του αυτή τόσο στον διωκόμενο όσο και σε αυτούς που έχουν δικαίωμα εφέσεως και β) να διατάξει περαιτέρω ανάκριση, οπότε και ενεργούνται όσα ορίζονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 65 του παρόντος, μπορεί δε να ενεργηθεί και οποιαδήποτε άλλη κατά την κρίση του διαδικαστική πράξη κατά τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Την απόφαση του αυτή οφείλει να ανακοινώσει στο διωκόμενο.

2. Εφόσον κριθεί ώριμη η υπόθεση, το πειθαρχικό συμβούλιο ορίζει δια του προέδρου του δικάσιμο αυτής σε ορισμένη ημέρα και ώρα, την οποία, καθώς και τον τόπο εκδικάσεώς της, ανακοινώνει στον εγκαλούμενο δεκαπέντε τουλάχιστον ημέρες προ αυτής και τον καλεί να παραστεί, διαφορετικά η υπόθεση συζητείται σαν να είναι παρών. Οι κοινοποιήσεις και οι ανακοινώσεις γίνονται από υπαλλήλους της γραμματείας του αρμόδιου δικαστηρίου, συντάσσεται δε σχετικό αποδεικτικό επιδόσεως.

Άρθρο 70

Εκδίκαση της υπόθεσης από το πειθαρχικό Συμβούλιο

1. Κατά την ορισθείσα από τον πρόεδρο του συμβουλίου δικάσιμο βεβαιώνεται η ταυτότητα του εγκαλούμενου, αν αυτός έχει εμφανισθεί, διαφορετικά βεβαιώνεται η νόμιμη και εμπρόθεσμη επίδοση σε αυτόν του κατηγορητηρίου και της κλήσεως για εμφάνιση. Στη συνέχεια διαβάζονται το κατηγορητήριο, οι μαρτυρικές καταθέσεις, οι εκθέσεις, τα έγγραφα και η έγγραφη από-λογία του κατηγορουμένου. Αν αυτός είναι παρών, αναπτύσσει και προφορικά την απολογία του, ακολούθως δε αναπτύσσει την υπεράσπισή του ο τυχόν παριστάμενος δικηγόρος του και περατώνεται η συζήτηση. Μετά την αποχώρηση των τυχόν παραστάντων, του εγκαλούμενου και του δικηγόρου του, το συμβούλιο διασκέπτεται και αποφασίζει κατά πλειοψηφία, αφού ψηφίσουν κατά σειρά ο εκ του διοικητικού συμβουλίου  του συλλόγου  δικαστικός επιμελητής, ο εισαγγελέας  και ο πρόεδρος.  

2. Το πειθαρχικό συμβούλιο μπορεί να αναβάλλει την εκδίκαση της υποθέσεως, προκειμένου να συμπληρωθούν οι αποδείξεις. Οι παρεμπίπτουσες αποφάσεις καταχωρούνται απλά στα πρακτικά.

Άρθρο 71

Απόφαση

1. Οι αποφάσεις των πειθαρχικών συμβουλίων πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένες και λαμβάνονται σε μυστική διάσκεψη με παρουσία του γραμματέα. Η απόφαση βεβαιώνεται με πρόχειρη σημείωση, που χρονολογείται και υπογράφεται από τον πρόεδρο και το γραμματέα, δεν ματαιώνεται δε σε περίπτωση μεταβολής στο πρόσωπο των μελών του συμβουλίου πριν από την καθαρογραφή και υπογραφή της. Στην συνέχεια καθαρογράφεται μέσα σε πέντε ημέρες, υπογράφεται από τον πρόεδρο και τον γραμματέα και καταχωρίζεται στο βιβλίο αποφάσεων του πειθαρχικού συμβουλίου, θεωρείται δε εκδοθείσα μόλις υπογραφεί από τον πρόεδρο.

2. Η οριστική απόφαση πρέπει να περιέχει: α) Τη σύνθεση του συμβουλίου, β) Το ονοματεπώνυμο του εγκαλούμενου και του τυχόν παριστάμενου δικηγόρου του, γ) Μνεία της προηγηθείσας κλητεύσεως του εγκαλούμενου στην περίπτωση που δεν παρίσταται, δ) Το κατηγορητήριο, ε) Το αιτιολογικό, στ) Το διατακτικό.

Η απόφαση αυτή κοινοποιείται, με επιμέλεια του γραμματέα του συμβουλίου, κατά το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 69 του παρόντος,  στον εγκαλούμενο και τους έχοντες δικαίωμα εφέσεως.

Άρθρο 72

Τήρηση πρακτικών

Τα πρακτικά των συζητήσεων του πειθαρχικού συμβουλίου συντάσσονται από τον γραμματέα, περιλαμβάνουν τα ονοματεπώνυμα αυτών που μετέχουν στην συζήτηση και σύντομη μνεία των όσων έλαβαν χώρα κατά την διάρκεια της συνεδριάσεως, καθώς και σημείωση της ημερομηνίας εκδόσεως της αποφάσεως με την υπογραφή της από τον πρόεδρο του συμβουλίου.

Άρθρο 73

Έφεση κατά της οριστικής απόφασης

1. Όλες οι οριστικές αποφάσεις των πρωτοβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων υπόκειται σε έφεση ενώπιον των δευτεροβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων, με εξαίρεση τις αθωωτικές αποφάσεις που εκδόθηκαν ομόφωνα.

2. Δικαίωμα για έφεση έχουν ο διωχθείς, ο Υπουργός Δικαιοσύνης και ο αρμόδιος Εισαγγελέας Πρωτοδικών της περιφέρειας που είναι διορισμένος ο δικαστικός επιμελητής.

3. Η έφεση είναι απαράδεκτη, αν δεν ασκηθεί από μεν τον διωχθέντα μέσα σε δεκαπέντε  ημέρες  από την επίδοση σε αυτόν της αποφάσεως, από δε τον Υπουργό Δικαιοσύνης και τον Εισαγγελέα μέσα σε τριάντα  ημέρες από την κοινοποίησή της.

4. Η έφεση ασκείται με κατάθεση δικογράφου στο γραμματέα του πρωτοβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου και διαβιβάζεται με φροντίδα του μαζί με τον φάκελο της δικογραφίας , στο γραμματέα του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου.

5. Η προθεσμία για την άσκηση καθώς και η άσκηση της εφέσεως κατά της καταδικαστικής αποφάσεως έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα.

Άρθρο 74

Συζήτηση έφεσης

1. Το δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο εξετάζει εκ νέου την υπόθεση  εφαρμόζοντας τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου  69 του παρόντος, δεν μπορεί όμως να καταστήσει την θέση του τιμωρηθέντος χειρότερη, αν η έφεση έχει ασκηθεί από τον τελευταίο.

2. Ως προς την διαδικασία ενώπιον των δευτεροβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων, τις αποφάσεις αυτών, τα δικαιώματα των εγκαλούμενων και την τήρηση  πρακτικών, εφαρμόζονται ανάλογα τα οριζόμενα στα προηγούμενα άρθρα για την λειτουργία των πρωτοβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων.

Άρθρο 75

Εκτέλεση τελεσίδικων αποφάσεων

1. Οι τελεσίδικες πειθαρχικές αποφάσεις εκτελούνται με  φροντίδα του Εισαγγελέα Πρωτοδικών της περιφέρειας του πρωτοδικείου που είναι διορισμένος ο τιμωρημένος. Αντίγραφα αυτών υποβάλλονται από τους γραμματείς των πειθαρχικών συμβουλίων στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, κοινοποιούνται δε τόσο στον Εισαγγελέα του  Πρωτοδικείου της περιφέρειας,  που είναι διορισμένος ο τιμωρημένος, όσο και στον οικείο σύλλογο δικαστικών επιμελητών.

2. Στην περίπτωση της προσωρινής παύσεως εφαρμόζεται ανάλογα η διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 45 του παρόντος.

3. Τα επιβαλλόμενα κατά δικαστικών επιμελητών πρόστιμα για πειθαρχικά αδικήματα αποτελούν έσοδο του συλλόγου δικαστικών επιμελητών, μέλος του οποίου είναι ο τιμωρημένος και εισπράττονται κατά την διαδικασία του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ).

Άρθρο 76

Ατέλεια στην πειθαρχική διαδικασία

Η πειθαρχική διαδικασία σε όλα της τα στάδια διεξάγεται ατελώς. Έξοδα δεν επιδικάζονται ούτε υπέρ ούτε σε βάρος των κρινόμενων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ΄

Παραίτηση – Έκπτωση – Απόλυση

Άρθρο 77

Αίτηση παραίτησης, Αποβολή ιδιότητας

1. Ο δικαστικός επιμελητής δικαιούται να παραιτηθεί. Η παραίτηση υποβάλλεται στον Υπουργό Δικαιοσύνης δια του αρμόδιου Εισαγγελέα Πρωτοδικών ο οποίος έχει υποχρέωση συγχρόνως να αναφέρει, αν εκκρεμεί ποινική δίωξη σε βάρος του παραιτούμενου ή έχει κινηθεί εναντίον του πειθαρχική διαδικασία έστω και αν αυτή βρίσκεται στο στάδιο προκαταρκτικής εξετάσεως.

2. Λογίζεται ότι δεν υποβλήθηκε παραίτηση αν κατά τον χρόνο της υποβολής της υπάρχει εκκρεμής σε βάρος του παραιτούμενου ποινική δίωξη για κακούργημα ή πλημμέλημα από τα αναφερόμενα στην περίπτωση γ΄ του άρθρου 4 του παρόντος.

3. Στην κρίση του Υπουργού Δικαιοσύνης απόκειται η αποδοχή ή όχι της αιτήσεως παραιτήσεως δικαστικού επιμελητή, εναντίον του οποίου έχει κινηθεί πειθαρχική διαδικασία έστω και αν βρίσκεται στο στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως.

4. Η αποβολή της ιδιότητας του δικαστικού επιμελητή επέρχεται από την επίδοση σε αυτόν της αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης, με την οποία έγινε δεκτή η παραίτησή του. Όρος, προθεσμία ή αίρεση στην αίτηση παραιτήσεως, και εάν ακόμη είναι γραμμένα θεωρείται ότι δεν έχουν γραφεί.

 “Μετά παρέλευση τριάντα ημερών από της δημοσιεύσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της αποφάσεως αποδοχής της παραιτήσεώς του ο δικαστικός επιμελητής θεωρείται ότι απέβαλε την ιδιότητα και εάν δεν επιδοθεί σε αυτόν το σχετικό έγγραφο”.

***To τελευταίο εδάφιο της παρ. 4 προστέθηκε με την παρ. 10 άρθρ.22 ν. 2521/1997 (ΦΕΚ Α΄174/1-9-97)

Άρθρο 78

Ανάκληση παραίτησης

1. Μέσα σε ένα μήνα από την υποβολή της παραιτήσεως ο δικαστικός επιμελητής μπορεί να ανακαλέσει αυτήν, εφόσον δεν έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως η πράξη αποδοχής της.

      2. Εάν μέσα σε τρεις μήνες από την υποβολή της παραιτήσεως, δεν δημοσιευθεί η πράξη αποδοχής της, τότε θεωρείται ότι έγινε αυτή δεκτή την τελευταία ημέρα του τριμήνου και από τότε επέρχεται αυτοδίκαια η αποβολή της ιδιότητας του δικαστικού επιμελητή.

Άρθρο 79

Έκπτωση και Άρση έκπτωσης

1. Ο δικαστικός επιμελητής εκπίπτει αυτοδίκαια από την υπηρεσία του, αν καταδικάστηκε αμετάκλητα: α) σε ποινή καθείρξεως, β) σε ποινή φυλακίσεως μεγαλύτερη των έξι μηνών για αδίκημα που αναφέρεται στην περίπτωση γ΄ του άρθρου 4 του παρόντος.

2. Εκπίπτει αυτοδίκαια επίσης ο δικαστικός επιμελητής εάν, με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, έχει τεθεί σε νόμιμη ή δικαστική απαγόρευση ή δικαστική αντίληψη.

3. Οι γραμματείς των δικαστηρίων έχουν υποχρέωση να στέλνουν αμέσως στο Υπουργείο Δικαιοσύνης τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών, την ομοσπονδία και τον οικείο σύλλογο δικαστικών επιμελητών αντίγραφα των κατά τις προηγούμενες παραγράφους ποινικών αποφάσεων.

4. Με φροντίδα του αρμόδιου Εισαγγελέα Πρωτοδικών ο δικαστικός επιμελητής, που εξέπεσε αυτοδίκαια, διαγράφεται από τα μητρώα που τηρούνται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, την εισαγγελία πρωτοδικών και τον οικείο σύλλογο δικαστικών επιμελητών.

5. Για την προβλεπόμενη στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος έκπτωση, δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως διαπιστωτική πράξη του Υπουργού Δικαιοσύνης που περιέχει και περίληψη της δικαστικής αποφάσεως.

6. Η κατά την παράγραφο 1 του παρόντος έκπτωση αίρεται με την απονομή χάριτος όχι όμως με την αναστολή εκτελέσεως της ποινής.

Για την άρση της εκπτώσεως και την επαναφορά στην υπηρεσία εφαρμόζεται ανάλογα η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου.

Σε περίπτωση μη υπάρξεως κενής οργανικής θέσης ο επανερχόμενος στην υπηρεσία δικαστικός επιμελητής παραμένει ως υπεράριθμος και καταλαμβάνει την πρώτη οργανική θέσει που θα κενωθεί.

Άρθρο 80

Απόλυση

   1. Το πρωτοβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει την απόλυση  δικαστικού επιμελητή από την υπηρεσία του: α) Εάν εντός τετραετίας καταδικαστεί τελεσίδικα σε τρεις πειθαρχικές ποινές από τις οποίες οι δύο τουλάχιστον προσωρινής παύσης και η τρίτη τουλάχιστον προστίμου, β) για λόγους υγείας κατά τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 23 του παρόντος. Στην περίπτωση αυτή δεν επιτρέπεται η άσκηση εφέσεως.

      2. Οι αρμόδιοι εισαγγελείς πρωτοδικών και οι οικείοι σύλλογοι δικαστικών επιμελητών έχουν υποχρέωση όταν συν-τρέχει λόγος δυνητικής απολύσεως να προκαλέσουν απόφα-ση του πρωτοβάθμιου πειθαρχικού Συμβουλίου. Την απόφαση αυτή μπορεί να προκαλέσει και ο Υπουργός Δικαιοσύνης.

Άρθρο 81

Υποχρεωτική απόλυση – Συνέπειες

      1. Ο δικαστικός επιμελητής απολύεται υποχρεωτικά από την υπηρεσία του, αν επιβληθεί τελεσίδικα σε αυτόν από το αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο η ποινή της οριστικής παύσεως.

      2. Στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου και της παραγράφου 1 του άρθρου 79 του παρόντος απαγορεύεται στον απολυθέντα ή εκπεσόντα αντίστοιχα δικαστικό επιμελητή η με οποιονδήποτε τρόπο σύμπραξη στα έργα του δικαστικού επιμελητή.

Άρθρο 82

Αποχώρηση λόγω ορίου ηλικίας

Ο δικαστικός επιμελητής αποχωρεί υποχρεωτικά από την υπηρεσία του στο τέλος του ημερολογιακού έτους, κατά το οποίο συμπληρώνει το εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του, η οποία αποδεικνύεται κατά το οριζόμενο στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του παρόντος. Η αποχώρηση διαπιστώνεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Άρθρο 83

Ολοκλήρωση απόλυσης – παραίτησης

1. Στις περιπτώσεις των άρθρων 80 και 81 του παρόντος η απόλυση από την υπηρεσία γίνεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και επιδίδεται στον απολυόμενο με φροντίδα του αρμόδιου εισαγγελέα πρωτοδικών ισχύει δε από την επίδοσή της. Στις περιπτώσεις των άρθρων 77, 80 και 81 του παρόντος, αν από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως παρέλθει άπρακτο διάστημα μεγαλύτερο των τριάντα ημερών, η επίδοση θεωρείται ότι έγινε  την τριακοστή ημέρα από αυτή.

2. Για την αποχώρηση του δικαστικού επιμελητή από την υπηρεσία γίνεται, με φροντίδα του Υπουργού Δικαιοσύνης ανακοίνωση στην ομοσπονδία και τον οικείο σύλλογο δικαστικών επιμελητών.

Άρθρο 84

Διαγραφή από τα μητρώα

1. Διαγράφεται από τα μητρώα ο δικαστικός επιμελητής που απέβαλε την ιδιότητά του, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος.

2. Οι αποβιώσαντες διαγράφονται από τα μητρώα με βάση την οικεία ληξιαρχική πράξη θανάτου.

Άρθρο 85

Παράδοση ταυτότητας και σφραγίδας

1. Όποιος με οποιονδήποτε τρόπο αποβάλει την ιδιότητα του δικαστικού επιμελητή υποχρεούται να απέχει από την άσκηση του λειτουργήματος, διαφορετικά τιμωρείται κατά το άρθρο 175 του Ποινικού Κώδικα.

2. Ο διαγραφείς υποχρεούται μέσα σε πέντε ημέρες από την διαγραφή του να παραδώσει στο σύλλογό του το δελτίο της ταυτότητάς του, καθώς και την υπηρεσιακή του σφραγίδα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι΄

Αναπλήρωση

Άρθρο 86

Διαδικασία Αναπλήρωσης

Ο δικαστικός επιμελητής κατά την διάρκεια της κανονικής ή αναρρωτικής του άδειας, καθώς και κατά το χρόνο της προσωρινής του παύσεως, αργίας, ασθένειας ή στρατεύσεως αναπληρώνεται σε όλα τα καθήκοντά του από άλλο δικαστικό επιμελητή του ίδιου πρωτοδικείου, που ορίζεται με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα πρωτοδικών, είτε αυτεπάγγελτα είτε με αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον. Η πράξη ανακοινώνεται στον οικείο σύλλογο δικαστικών επιμελητών. Για τις περιπτώσεις αυτές θεωρούνται ότι υπηρετούν στο ίδιο πρωτοδικείο οι αναφερόμενοι στην παράγραφο 3 του άρθρου 1 του παρόντος.

Άρθρο 87

Καταρτιζόμενα έγγραφα και αμοιβή αναπληρωτή

1. Ο αναπληρωτής για κάθε πράξη που ενεργεί, δικαιούται να λάβει το μισό της αμοιβής, το δε άλλο μισό ανήκει στον αναπληρούμενο.

2. Τα έγγραφα, που καταρτίζονται από τον αναπληρωτή καταχωρίζονται στα βιβλία του αναπληρούμενου και τοποθετούνται στο αρχείο του τελευταίου.

Άρθρο 88

Τύχη αρχείου

Σε περίπτωση που ο δικαστικός επιμελητής μετατεθεί, απολυθεί, εκπέσει ή για οποιονδήποτε λόγο αποχωρήσει από την υπηρεσία, το αρχείο του, με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα πρωτοδικών παραδίδεται σε άλλο δικαστικό επιμελητή της περιφέρειας του ίδιου πρωτοδικείου, κατά προτίμηση εκ των νεωτέρων κατά το διορισμό, ο οποίος τηρεί αυτά, εκδίδει και επικυρώνει αντίγραφα σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 22 του παρόντος. Η διάταξη του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 86 του παρόντος δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση αυτή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ΄

Ποινικές και δικονομικές διατάξεις

Άρθρο 89

Ποινικά αδικήματα και σύλληψη Δικαστικού Επιμελητή

1. Όποιος, χωρίς να έχει την ιδιότητα του δικαστικού επιμελητή, ενεργεί πράξεις που ανάγονται στα καθήκοντά του τιμωρείται κατά το άρθρο 175 του Ποινικού Κώδικα. Με την ποινή του ίδιου άρθρου τιμωρείται και ο δικαστικός επιμελητής που με οποιονδήποτε τρόπο διευκολύνει τις πράξεις αυτές.

2. Δικαστικός Επιμελητής ο οποίος με οποιονδήποτε τρόπο παραβαίνει τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από την κατά το άρθρο 51 του παρόντος υπουργική απόφαση, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών, εκτός αν κατ’ άλλη διάταξη νόμου τιμωρείται βαρύτερα. Το ίδιο ισχύει και για όσους με οποιονδήποτε τρόπο, ως εκ των καθηκόντων τους, διευκολύνουν τις παραβάσεις αυτές.

Με τη διάταξη αυτή επιδιώκεται η περιστολή του φαινομένου να επιτυγχάνεται βίαιη διακοπή της ευρισκόμενης σε εξέλιξη αναγκαστικής εκτελέσεως με τη μέθοδο των κατά συνήθεια ψευδών καταγγελιών.

3. Σύλληψη δικαστικού επιμελητή και των συμπραττόντων με αυτόν προσώπων και παραπομπή τους στην αυτόφωρη διαδικασία δεν επιτρέπεται για πράξεις τους που λαμβάνουν χώρα κατά την εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων του πρώτου και έχουν σχέση με αυτά.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΣΥΛΛΟΓΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ

Καθιερώνεται σύστημα εκλογής συλλογικών οργάνων με τρόπο που αφενός εξασφαλίζει την αναλογική αντιπροσώπευση και αφετέρου δίνει τη δυνατότητα συμμετοχής σε αυτά και μικρότερων ομάδων ή ρευμάτων.

Το εκλογικό σύστημα απαιτεί οι πρόεδροι των οργάνων να εκλέγονται άμεσα από το σύνολο του εκλογικού σώματος και όχι έμμεσα από τα ενδιάμεσα όργανα. Και αυτό προς αποφυγή αποτελέσματος που, ως προϊόν ενδεχομένως ενδιάμεσων συμφωνιών, θα ήταν αντίθετο προς τη βούληση της πρωτογενούς πλειοψηφίας.

Η καθιέρωση της Ομοσπονδίας ως πανελλαδικού οργάνου τείνει:

Α) Στη δυνατότητα εγκυρότερης και αποτελεσματικότερης παρέμβασης του κλάδου των Δικαστικών Επιμελητών στις εξελίξεις.

Β) Στην εναρμόνιση προς τα ισχύοντα στις λοιπές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Γ) Στην ενιαία αντιμετώπιση των προβλημάτων των Δικαστικών Επιμελητών σε όλη τη χώρα.

Δ) Στην αρμονική και απρόσκοπτη συνεργασία όλων των πρωτοβάθμιων οργάνων ανεξάρτητα από την αριθμητική δύναμή τους.

Ε) Στην ενιαία παρουσία του κλάδου σε ό,τι αφορά τις σχέσεις του με την κεντρική εξουσία.

ΣΤ) Στη συγκροτημένη αντιπροσώπευση των Δικαστικών Επιμελητών στα διάφορα φόρα, εθνικά ή διεθνή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

Σύλλογοι Δικαστικών Επιμελητών

Άρθρο 90

Σύλλογοι

Οι δικαστικοί επιμελητές είναι υποχρεωτικά μέλη των συλλόγων δικαστικών επιμελητών που συγκροτούνται σύμφωνα με τα επόμενα άρθρα.

Άρθρο 91

Οι Σύλλογοι είναι Ν.Π.Δ.Δ.

Οι σύλλογοι δικαστικών επιμελητών αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου,  έχουν δική τους περιουσία και τελούν υπό την εποπτεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης.

Άρθρο 92

Έσοδα Συλλόγων

Οι πόροι των συλλόγων προέρχονται από: α) τις ετήσιες εισφορές των μελών τους, β) τις δωρεές, τις κληρονομιές και τις κληροδοσίες υπέρ αυτών, γ) τις κατά τις διατάξεις του πα-ρόντος έκτακτες εισφορές και τα πρόστιμα, δ) τα έσοδα από τη διαχείριση εντύπων και ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας του συλλόγου, ε) τα έσοδα που προβλέπονται στο άρθρο 51 του παρόντος, στ) τα έσοδα από πολιτισμικές εκδηλώσεις και ζ) κάθε άλλο έσοδο που προβλέπεται ή καθορίζεται με νόμο.

Άρθρο 93

Είσπραξη οφειλών σύμφωνα με τον Κ.Ε.Δ.Ε.

Κάθε οφειλή προς το σύλλογο δικαστικών επιμελητών βεβαιώνεται από τον Πρόεδρό του και εισπράττεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων.

Άρθρο 94

Έγγραφα Συλλόγου

1. Οι σύλλογοι αναφέρονται απευθείας στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και αλληλογραφούν με κάθε άλλη αρχή ή ιδιώτες.

2. Τα έγγραφα του συλλόγου υπογράφονται από τον πρόεδρό του, σε περίπτωση δε που αναφέρονται στην εκτέλεση αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου υπογράφονται και από το γενικό γραμματέα. Σε κάθε περίπτωση σφραγίζονται με τη σφραγίδα του συλλόγου, ο τύπος της οποίας πρέπει να είναι σύμφωνος προς τον περιγραφόμενο από τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 6 του ν.43/1975 (ΦΕΚ 108 Α΄).

Άρθρο 95

Επωνυμία Συλλόγων

¨¨¨¨«Οι σύλλογοι δικαστικών επιμελητών σε όλη την Επικράτεια είναι οκτώ, ήτοι:

α) Σύλλογος Δικαστικών Επιμελητών Εφετείων Αθήνας, Πειραιά, Αιγαίου, Δωδεκανήσου, Λαμίας, Βορείου Αιγαίου και Ευβοίας με έδρα την Αθήνα,

β) Σύλλογος Δικαστικών Επιμελητών Εφετείου Θεσσαλονίκης με έδρα τη Θεσσαλονίκη,

γ) Σύλλογος Δικαστικών Επιμελητών Εφετείων Πάτρας και Δυτικής Στερεάς Ελλάδας με έδρα την Πάτρα,

δ) Σύλλογος Δικαστικών Επιμελητών Εφετείων Λάρισας και Δυτικής Μακεδονίας με έδρα τη Λάρισα,

ε) Σύλλογος Δικαστικών Επιμελητών Εφετείων Ναυπλίου και Καλαμάτας με έδρα το Ναύπλιο,

στ) Σύλλογος Δικαστικών Επιμελητών Εφετείων Κρήτης και Ανατολικής Κρήτης με έδρα το Ηράκλειο,

ζ) Σύλλογος Δικαστικών Επιμελητών Εφετείου Θράκης με έδρα την Κομοτηνή και

η) Σύλλογος Δικαστικών Επιμελητών Εφετείων Ιωαννίνων και Κέρκυρας με έδρα τα Ιωάννινα.

Στους συλλόγους αυτούς είναι υποχρεωτικά μέλη όλοι οι δικαστικοί επιμελητές, που είναι διορισμένοι και υπηρετούν στις περιφέρειες των πρωτοδικείων των αντίστοιχων προς τους συλλόγους αυτούς εφετείων.»¨¨¨¨

*** Τα εντός ¨¨¨¨ τέιηκαν στον παρόντα νόμο σύμφωνα με το άρθρο 108 του ν. 4055 (ΦΕΚ τ. Α’ 51/12-3-2012)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

Γενική Συνέλευση του Συλλόγου

Άρθρο 96

 Τακτική και Έκτακτη Γενική Συνέλευση Συλλόγων

1. Ο σύλλογος συνέρχεται σε τακτική μεν γενική συνέλευση μια φορά το χρόνο, κατά μήνα Μάρτιο, σε έκτακτη δε όταν αποφασιστεί από το διοικητικό συμβούλιο ή μετά από έγγραφη αίτηση του ενός έκτου τουλάχιστον των εχόντων δικαίωμα ψήφου μελών, στην οποία αναγράφεται ο λόγος της έκτακτης συγκλήσεως και ορίζεται εισηγητής. Με  απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του συλλόγου καθορίζεται η ημέρα της συνελεύσεως, καθώς και ο τόπος αυτής, πάντοτε όμως μέσα στα γεωγραφικά όρια των περιφερειών αρμοδιότητάς του.

2. Το διοικητικό συμβούλιο του συλλόγου υποχρεούται να συγκαλέσει εκτάκτως τη συνέλευση, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, μέσα σε τριάντα ημέρες από την υποβολή της αιτήσεως.

3. Κατά την τακτική γενική συνέλευση του συλλόγου γίνεται η λογοδοσία του διοικητικού συμβουλίου και υποβάλλονται ο απολογισμός του προηγούμενου και ο προϋπολογισμός του επόμενου έτους. Εάν η τακτική γενική συνέλευση συμπίπτει με το έτος των αρχαιρεσιών, εκλέγεται και η εφορευτική επιτροπή που θα τις διενεργήσει.

Άρθρο 97

Αρμοδιότητες Γενικής Συνέλευσης

Η γενική συνέλευση του συλλόγου είναι αρμοδία για:

α) την εκλογή της κατά το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 του προηγούμενου άρθρου εφορευτικής επιτροπής.

β) τον έλεγχο των πεπραγμένων του διοικητικού συμβουλίου, την ψήφιση του ετήσιου προϋπολογισμού εσόδων και εξόδων, την έγκριση του απολογισμού και τον έλεγχο της διαχειρίσεως της περιουσίας του συλλόγου.

γ) την καθιέρωση ειδικών εισφορών με καθορισμό συγχρόνως του σκοπού για τον οποίο θα διατεθούν. Για την λήψη τέτοιας αποφάσεως απαιτείται η παρουσία του μισού τουλάχιστον των μελών του συλλόγου που έχουν δικαίωμα ψήφου και η απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων.

δ) την υποβολή προτάσεων κατά το άρθρο 51 του παρόντος.

ε) την απόφαση για κάθε ζήτημα που ενδιαφέρει το σύλλογο και τα μέλη του.

Άρθρο 98

Προδικασία Σύγκλησης  Γενικής Συνέλευσης

1. Τα μέλη του συλλόγου καλούνται από τον πρόεδρο με προσκλήσεις, στις οποίες αναγράφεται ο τόπος, η ημέρα και η ώρα της συνεδριάσεως, τα θέματα με τη σειρά που θα συζητηθούν, όπως έχουν καθοριστεί από το διοικητικό συμβούλιο, καθώς και η ημέρα, η ώρα και ο τόπος της κατά την παράγραφο 3 του επόμενου άρθρου επαναληπτικής συνεδριάσεως. Η πρόσκληση αποστέλλεται σε όλα τα μέλη του συλλόγου με το ταχυδρομείο, δημοσιεύεται σε ημερήσια εφημερίδα της έδρας του συλλόγου, εφόσον εκδίδεται, δεκαπέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από την συνέλευση και τοιχοκολλάται στα γραφεία του συλλόγου.

2. Οι προσερχόμενοι στη συνέλευση δικαστικοί επιμελητές υπογράφουν σε ειδικό βιβλίο, το οποίο τηρείται και χρησιμεύει για την διαπίστωση της απαρτίας.

3. Η προσέλευση των μελών στις γενικές συνελεύσεις είναι υποχρεωτική για όσους κατοικούν στην έδρα του συλλόγου και μέχρι εκατό χιλιόμετρα από αυτή.

Άρθρο 99

Απαρτία Γενικής Συνέλευσης

1. Η συνέλευση λογίζεται ότι βρίσκεται σε απαρτία εάν παρευρίσκεται το ένα τέταρτο τουλάχιστον από τα μέλη που είναι γραμμένα στο μητρώο του συλλόγου, σε κάθε δε περίπτωση όχι λιγότερα των τριάντα. Δεν υπολογίζονται για την διαμόρφωση της απαρτίας και δεν έχουν δικαίωμα ψήφου τα μέλη που τελούν σε αργία, αναστολή ή δεν έχουν εκπληρώσει τις προς το σύλλογο και την ομοσπονδία οικονομικές τους υποχρεώσεις.

2. Η συνεδρίαση αρχίζει με την διαπίστωση της απαρτίας, η οποία θεωρείται ότι υπάρχει σε όλη τη διάρκεια της συζητήσεως και κατά την λήψη των σχετικών αποφάσεων, με την επιφύλαξη του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 51 και της περιπτώσεως γ΄ του άρθρου 97 του παρόντος.

3. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει απαρτία, η συνέλευση επαναλαμβάνεται εντός είκοσι ημερών, οπότε βρίσκεται σε απαρτία εάν παρευρίσκεται το ένα όγδοο τουλάχιστον των μελών του συλλόγου, σε κάθε περίπτωση όχι λιγότερα των είκοσι, εφαρμοζομένων του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 και της παραγράφου 2 του παρόντος. Αν ματαιωθεί η συνεδρίαση αυτή από έλλειψη απαρτίας, δεν συγκαλείται πλέον η συνέλευση, αλλά για τα θέματα της ημερήσιας διάταξης αποφασίζει το διοικητικό συμβούλιο.

4. Στις συνεδριάσεις της συνελεύσεως παρευρίσκονται μόνο τα μέλη του συλλόγου. Η παρουσία άλλων προσώπων επιτρέπεται μετά από απόφαση και πρόσκληση του διοικητικού συμβουλίου ή απόφαση της συνελεύσεως.

Άρθρο 100

Προεδρείο Γενικής Συνέλευσης

1. Για την κανονική διεξαγωγή των εργασιών της συνελεύσεως εκλέγονται από αυτήν, με ανάταση των χεριών, πρόεδρος , αντιπρόεδρος και γραμματέας με τον αναπληρωτή του.

2. Μέχρι την εκλογή προέδρου της συνελεύσεως προεδρεύει σε αυτήν ο πρόεδρος του συλλόγου.

3. Ο Πρόεδρος του συλλόγου παραδίδει στον πρόεδρο της συνελεύσεως κατάσταση των μελών από το μητρώο αυτού, καθώς και κατάσταση όσων τελούν σε αργία και αναστολή ή δεν έχουν εκπληρώσει τις οικονομικές τους υποχρεώσεις.

Άρθρο 101

Συνεδρίαση, θέματα ημερήσιας και εκτός ημερήσιας διάταξης

1. Ο πρόεδρος της συνελεύσεως κηρύσσει την έναρξη και τη λήξη της συνεδριάσεως, διευθύνει τις συζητήσεις, έχει την ευθύνη τηρήσεως των πρακτικών, δίνει με τη σειρά το λόγο σε όποιον το ζητήσει, δικαιούται να διακόπτει τον ομιλητή και να τον επαναφέρει στο συζητούμενο θέμα, όταν αυτός ομιλεί εκτός θέματος, να του αφαιρεί δε το λόγο σε περίπτωση που δεν συμμορφώνεται. Επίσης, ανακαλεί στην τάξη οποιοδήποτε μέλος συμπεριφέρεται ανάρμοστα.

2. O πρόεδρος ή ο γραμματέας της συνελεύσεως, εάν επιθυμούν να πάρουν μέρος στη συζήτηση κάποιου θέματος, αναπληρώνονται, μέχρι να τελειώσει η συζήτηση επί του θέματος αυτού και να ληφθεί απόφαση, από τους αναπληρωτές τους.

3. Ο πρόεδρος της συνελεύσεως, ανάλογα με τον αριθμό των ομιλητών και το συζητούμενο θέμα, καθορίζει το χρόνο ομιλίας αυτών, ο οποίος δεν μπορεί να οριστεί μικρότερος από πέντε ούτε μεγαλύτερος από τριάντα λεπτά και είναι ίσος για όλους τους ομιλητές. Κατ΄ εξαίρεση η συνέλευση μπορεί, εάν ερωτηθεί ειδικά από τον πρόεδρο να επιτρέψει περισσότερο χρόνο με απόφαση που λαμβάνεται με ανάταση των χεριών. Ειδικά για τους εισηγητές των θεμάτων ο πρόεδρος της συνελεύσεως ορίζει διαφορετική διάρκεια χρόνου ομιλίας, η οποία δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από σαράντα πέντε λεπτά της ώρας. Εισηγητές θεμάτων θεωρούνται: α) ο πρόεδρος του συλλόγου σε κάθε περίπτωση και β) ο κατά την παρ.1 του άρθρου 96 του παρόντος οριζόμενος στην αίτηση για τη σύγκληση έκτακτης συνελεύσεως εισηγητής και μόνο για τα αναφερόμενα σε αυτή θέματα.

4. Δεν επιτρέπεται να συζητηθεί θέμα, που δεν περιλαμβάνεται στην ημερήσια διάταξη, εκτός αν αυτό ζητηθεί από παρευρισκόμενα στην συνέλευση μέλη, που υπερβαίνουν το ένα δέκατο του συνόλου των γραμμένων στα μητρώα μελών ή αποφασιστεί από την πλειοψηφία των παρόντων. Η σειρά συζητήσεως των εκτός της ημερήσιας διατάξεως θεμάτων καθορίζεται με απόφαση της πλειοψηφίας των παρόντων.

5. Οι ομιλητές αγορεύουν από το βήμα.

6. Ο πρόεδρος της συνελεύσεως μπορεί να διακόψει για λίγο τη συνεδρίαση, σε περίπτωση που η συζήτηση γίνεται θορυβώδης.

Άρθρο 102

Ψηφοφορία επί των προτάσεων

1. Όταν ο πρόεδρος της συνελεύσεως εκτιμά ότι το συζητούμενο θέμα έχει εξαντληθεί, προκαλεί αμέσως απόφαση της συνελεύσεως για την λήξη της συζητήσεως πάνω σε αυτό, διατυπώνει τις σχετικές προτάσεις και τις θέτει σε ψηφοφορία.

2. Κάθε ψηφοφορία στην συνέλευση, που αφορά ζητήματα εμπιστοσύνης προς την διοίκηση και προσωπικά εν γένει ζητήματα, είναι μυστική και γίνεται με ψηφοδέλτια. Για κάθε άλλο θέμα, καθώς και για την περίπτωση της παραγράφου 5 του άρθρου 124 του παρόντος, η ψηφοφορία γίνεται με ανάταση των χεριών, με ονομαστική δε κλήση, εφόσον το ζητήσει ποσοστό ίσο τουλάχιστον προς το ένα πέμπτο των παρευρισκόμενων μελών.

Άρθρο 103

Λήψη αποφάσεων – Πρακτικά Γενικής Συνέλευσης

1. Οι αποφάσεις της συνελεύσεως λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών, με την επιφύλαξη του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 51 και της περιπτώσεως γ΄ του άρθρου 97 του παρόντος. Λευκές ψήφοι δεν λαμβάνονται υπόψη. Αν για το ίδιο θέμα υποβάλλονται για ψήφιση περισσότερες από μία προτάσεις, θεωρείται υπερψηφισθείσα εκείνη που συγκεντρώνει την απόλυτη πλειοψηφία των εγκύρως ψηφισάντων. Σε περίπτωση που καμία από τις προτάσεις δεν συγκεντρώνει την πλειοψηφία αυτή, επαναλαμβάνεται η ψηφοφορία μόνο μεταξύ των δύο πρώτων κατά σειρά ψήφων προτάσεων και όσων έχουν ισοψηφίσει με αυτές. Αν οι προτάσεις αυτές ισοψηφήσουν, επαναλαμβάνεται η ψηφοφορία, σε δεύτερη δε ισοψηφία οι προτάσεις απορρίπτονται.

2. Αν δεν επαρκέσει ο χρόνος για λήψη αποφάσεως την ημέρα της συνεδριάσεως, διακόπτεται η συζήτηση και συνεχίζεται σε τόπο, ημέρα και ώρα που ορίζονται από τη συνέλευση.

3. Για τις συνεδριάσεις τηρούνται περιληπτικά πρακτικά από τον γραμματέα, υπογράφονται από τον ίδιο και τον πρόεδρο της συνελεύσεως και παραδίδονται στο γενικό γραμματέα του συλλόγου το αργότερο δεκαπέντε ημέρες από τη λήξη των εργασιών της συνελεύσεως. Επικύρωση των πρακτικών δεν απαιτείται, οι δε αποφάσεις που αναγράφονται σε αυτά έχουν πλήρη ισχύ μέχρι να ανακληθούν ή μεταρρυθμιστούν ή ακυρωθούν. Τα μέλη του συλλόγου δικαιούνται να ζητούν και να λαμβάνουν αντίγραφο ή απόσπασμα από τα περιληπτικά πρακτικά αμέσως μετά το πέρας της συνελεύσεως. Τα αντίγραφα αυτά ή αποσπάσματα εκδίδει και επικυρώνει ο γραμματέας της συνελεύσεως.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄

Διοικητικό Συμβούλιο

Άρθρο 104

Αριθμός συμβούλων Διοικητικών Συμβουλίων

Κάθε σύλλογος δικαστικών επιμελητών διοικείται από διοικητικό συμβούλιο αποτελούμενο από τον πρόεδρο και:

α) τέσσερις συμβούλους, αν ο αριθμός των μελών του δεν υπερβαίνει τα εκατό,

β) έξι συμβούλους, αν ο αριθμός των μελών του είναι μεγαλύτερος των εκατό και δεν υπερβαίνει τα διακόσια,

γ) οκτώ συμβούλους, αν ο αριθμός των μελών του είναι μεγαλύτερος των διακοσίων και δεν υπερβαίνει τα πεντακόσια,

δ) δέκα συμβούλους, αν ο αριθμός των μελών του είναι μεγαλύτερος των πεντακοσίων και δεν υπερβαίνει τα χίλια και

ε) δώδεκα συμβούλους, αν ο αριθμός των μελών του είναι μεγαλύτερος των χιλίων.

                                        Άρθρο 105

Συγκρότηση διοικητικού συμβουλίου και

απαρτία αυτού

1. Ο εκλεγείς πρόεδρος συγκαλεί μέσα σε δέκα ημέρες από την κοινοποίηση του αποτελέσματος της εκλογής το διοικητικό συμβούλιο, για να συγκροτηθεί σε σώμα με εκλογή αντιπροέδρου, γενικού γραμματέα, αναπληρωτή γενικού γραμματέα και ταμία. Σε περίπτωση κωλύματος ή παράλειψης του προέδρου, το διοικητικό συμβούλιο συγκαλείται από τον πλειοψηφήσαντα σύμβουλο.

2. Αφού επιτευχθεί η κατά την παράγραφο 4 του παρόντος απαρτία, το διοικητικό συμβούλιο με μυστική ψηφοφορία εκλέγει τον αντιπρόεδρο, το γενικό γραμματέα, τον αναπληρωτή γενικό γραμματέα και τον ταμία. Αν δεν γίνει απαρτία, το διοικητικό συμβούλιο καλείται σύμφωνα με τα πιο πάνω σε νέα συνεδρίαση μέσα σε τρεις ημέρες.

3. Αν και κατά την νέα συνεδρίαση δεν γίνει απαρτία, τα μέλη καλούνται σε νέα συνεδρίαση την τρίτη ημέρα από την ματαίωση και αν πάλι δεν γίνει απαρτία, αυτοί που δεν προσήλθαν αδικαιολόγητα στις επαναληπτικές συνεδριάσεις θεωρούνται ότι παραιτήθηκαν και στη θέση τους καλούνται κατά σειρά οι αναπληρωματικοί σύμβουλοι και επαναλαμβάνεται η διαδικασία για τη συγκρότηση. Αν η κατά την παρούσα παράγραφο έλλειψη απαρτίας οφείλεται σε αδικαιολόγητη απουσία και του προέδρου, καλείται αυτός με επίδοση εξωδίκου προσκλήσεως των επιμελέστερων από τους παρόντες, να λάβει μέρος σε επόμενη συνεδρίαση και αν δεν προσέλθει αδικαιολόγητα, θεωρείται ότι εξέπεσε από το αξίωμα και ο σύλλογος καλείται να εκλέξει νέο πρόεδρο μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες, σύμφωνα με τα άρθρα 124 και επόμενα του παρόντος. Οι υποψηφιότητες υποβάλλονται μέσα σε πέντε ημέρες από την προκήρυξη της εκλογής, η οποία δεν μπορεί να γίνει πριν περάσουν τριάντα ημέρες από την προκήρυξη, εφαρμόζονται δε αναλόγως τα άρθρα 127 και επόμενα του παρόντος. Χρέη προέδρου μέχρι τη νέα εκλογή εκτελεί ο πλειοψηφήσας σύμβουλος. Κατά της επελθούσας παραιτήσεως ή εκπτώσεως, σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, δικαιούται αυτός που θεωρείται ότι παραιτήθηκε ή εξέπεσε να προσφύγει στο μονομελές διοικητικό πρωτοδικείο, που δικάζει με την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Η προσφυγή είναι απαράδεκτη, αν δεν ασκηθεί μέσα σε πέντε ημέρες από την ημέρα που όφειλαν να εμφανιστούν.

4. Το διοικητικό συμβούλιο βρίσκεται σε απαρτία, αν είναι παρόντα τρία τουλάχιστον μέλη του στην περίπτωση α΄, τέσσερα στην περίπτωση β΄, πέντε στην περίπτωση γ΄, έξι στην περίπτωση δ΄ και επτά στην περίπτωση ε΄ του προηγούμενου άρθρου.

Άρθρο 106

Ανάκληση ιδιότητας εκλεγέντος μέλους και νέα συγκρότηση Διοικητικού  Συμβουλίου

1. Αν κατά την εκλογή αντιπροέδρου, γενικού γραμματέα, αναπληρωτή γενικού γραμματέα και ταμία δεν επιτευχθεί απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων, επαναλαμβάνεται η ψηφοφορία, οπότε εκλέγονται οι σχετικά πλειοψηφήσαντες και σε ισοψηφία γίνεται κλήρωση.

2. Σε περίπτωση που θέση κάποιου από τους εκλεγέντες κατά τη συγκρότηση κενωθεί, ενεργείται νέα εκλογή σύμφωνα με τις προηγούμενες διατάξεις.

3. Με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, που λαμβάνεται μετά από πρόταση δύο τουλάχιστον μελών και με απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών του, μπορεί να ανακληθεί από την θέση του ο αντιπρόεδρος, ο γενικός γραμματέας, ο αναπληρωτής γενικός γραμματέας ή ο ταμίας. Στην περίπτωση αυτή γίνεται εκ νέου συγκρότηση του διοικητικού συμβουλίου σύμφωνα με τις προηγούμενες διατάξεις.

Άρθρο 107

Αρμοδιότητες Προέδρου – Αναπλήρωσή του

Ο πρόεδρος διευθύνει τις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου, έχει την ευθύνη τηρήσεως των πρακτικών, εκπροσωπεί το σύλλογο δικαστικώς και εξωδίκως, προΐσταται του προσωπικού των γραφείων του συλλόγου, εκτελεί τις αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου, φροντίζει για την εκτέλεση των αποφάσεων της γενικής συνελεύσεως, έχει δικαίωμα ελέγχου του ταμείου του συλλόγου, ασκεί δε γενικά τα καθήκοντα και δικαιώματά του, σύμφωνα με τον νόμο. Τον πρόεδρο κωλυόμενο αναπληρώνει ο αντιπρόεδρος σε όλα τα καθήκοντά του, αν δε και αυτός κωλύεται, αναπληρώνεται από ένα σύμβουλο, που ορίζεται από το διοικητικό συμβούλιο.

Άρθρο 108

Αρμοδιότητες Γενικού Γραμματέα – Αναπλήρωσή του

Ο γενικός γραμματέας του συλλόγου τηρεί το αρχείο και όλα τα βιβλία που ορίζει ο νόμος. Ειδικότερα, τα μητρώα των μελών και των ασκουμένων, τα βιβλία πρακτικών του διοικητικού συμβουλίου και της γενικής συνελεύσεως, το πρωτόκολλο, τα ευρετήρια και το βιβλίο υλικού του συλλόγου, στο οποίο καταχωρίζεται κάθε στοιχείο κινητής περιουσίας του πλην της χρηματικής. Το γενικό γραμματέα κωλυόμενο αναπληρώνει ο αναπληρωτής γενικός γραμματέας, αν δε και αυτός κωλύεται αναπληρώνεται από ένα σύμβουλο, που ορίζεται από το διοικητικό συμβούλιο.

Άρθρο 109

Αρμοδιότητες Ταμία – Αναπλήρωσή του

Ο ταμίας τηρεί τα απαραίτητα βιβλία πληρωμών και εισπράξεων του συλλόγου, ενεργεί όλες τις πληρωμές και εισπράξεις με εντάλματα πληρωμών υπογραφόμενα και από τον πρόεδρο και διπλότυπα εισπράξεων θεωρημένα στο τέλος του στελέχους από τον πρόεδρο και τον ίδιο. Σε περίπτωση κωλύματός του, ο ταμίας αναπληρώνεται από ένα σύμβουλο που ορίζεται με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου. Αποκλείεται η ταυτόχρονη άσκηση καθηκόντων προέδρου και ταμία από το ίδιο πρόσωπο.

Άρθρο 110

Κατάθεση χρημάτων σε τράπεζα

Ο ταμίας έχει υποχρέωση μέσα σε πέντε ημέρες από την είσπραξη να καταθέσει όλα τα χρήματα στο όνομα του συλλόγου σε πιστωτικό ίδρυμα που ορίζεται, κατά τις κείμενες διατάξεις, με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου. Κατ΄ εξαίρεση, μπορεί να έχει στα χέρια του για την άμεση αντιμετώπιση αναγκών του συλλόγου χρηματικό ποσό όχι μεγαλύτερο από το δεκαπενταπλάσιο της ετήσιας εισφοράς μέλους προς το σύλλογο. Για την πιστή τήρηση των διατάξεων του παρόντος υπεύθυνος είναι και ο πρόεδρος.

Άρθρο 111

Αρμοδιότητες Διοικητικού Συμβουλίου

1. Το διοικητικό συμβούλιο διοικεί το σύλλογο, διαχειρίζεται γενικά τις υποθέσεις του, εκτελεί όσα έργα με τον παρόντα νόμο ή άλλες διατάξεις έχουν ανατεθεί σε αυτό, αποφασίζει για κάθε μέτρο που είναι χρήσιμο για την επίτευξη των σκοπών του συλλόγου, καταρτίζει τον προϋπολογισμό και τον απολογισμό, τους οποίους υποβάλει για έγκριση στη γενική συνέλευση, εγκρίνει δε κάθε δαπάνη που προβλέπεται από τον προϋπολογισμό.

2. Επίσης στο διοικητικό συμβούλιο ανήκουν :

α) η εποπτεία για την αξιοπρεπή άσκηση του λειτουργήματος εκ μέρους των μελών του συλλόγου,

β) η διευθέτηση των διαφορών μεταξύ των μελών του συλλόγου κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους,

γ) η διαχείριση της περιουσίας του συλλόγου και η ετήσια λογοδοσία στη γενική συνέλευση,

δ) η υποβολή προτάσεων και γνωμών σχετικών προς τα ζητήματα του κλάδου και την αναβάθμισή του γενικότερα,

ε) η μέριμνα για την παροχή συνδρομής στα αναξιοπαθούντα μέλη του συλλόγου και τις οικογένειάς τους,

στ) η απόφαση για έκδοση δελτίου, περιοδικού ή εφημερίδας του συλλόγου, καθώς και για τη σύσταση ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας,

ζ) η κατάρτιση οποιασδήποτε συμβάσεως με την οποία ο σύλλογος αποκτά δικαιώματα ή αναλαμβάνει υποχρεώσεις. Στην περίπτωση αυτή το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να ενεργεί και με οριζόμενο από αυτό μέλος του ή τρίτο,

η) οι αποφάσεις, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 99 του παρόντος και

θ) η απόφαση για την πρόσληψη υπαλλήλων του συλλόγου, με οποιαδήποτε μορφή σύμβασης εργασίας, καθώς και για την απόλυσή τους.

Άρθρο 112

Εκδηλώσεις

Με ευθύνη του διοικητικού συμβουλίου και δαπάνες του συλλόγου μπορούν να οργανωθούν συγκεντρώσεις για ανακοινώσεις ή διαλέξεις πάνω σε γενικά νομικά ζητήματα, θέματα που αφορούν τους δικαστικούς επιμελητές ή αλλά θέματα ευρύτερου κοινωνικού ενδιαφέροντος. Οι λεπτομέρειες αυτών των εκδηλώσεων θα καθοριστούν από τον εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας, που καταρτίζεται σύμφωνα με το άρθρο 117 του παρόντος.

Άρθρο 113

Προτάσεις Δικαστικών Επιμελητών στο Συμβούλιο

Κάθε μέλος του συλλόγου μπορεί να υποβάλει για συζήτηση στο διοικητικό συμβούλιο πρόταση για θέμα, που προβλέπεται από τις περιπτώσεις δ΄ και ε΄ του άρθρου 97 και την παράγραφο 2 του άρθρου 111 του παρόντος. Η πρόταση υποβάλλεται εγγράφως στον πρόεδρο του συλλόγου και αυτός την εισάγει υποχρεωτικά στην αμέσως επόμενη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου, το οποίο αποφασίζει για την αποδοχή της. Σε περίπτωση που το διοικητικό συμβούλιο κρίνει ότι η σοβαρότητα του θέματος το επιβάλλει, συγκαλείται έκτακτη γενική συνέλευση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 96 του παρόντος.

Άρθρο 114

Σύγκληση διοικητικού συμβουλίου

Ο πρόεδρος συγκαλεί το διοικητικό συμβούλιο σε τακτική μεν συνεδρίαση κάθε δίμηνο τουλάχιστον, σε έκτακτη δε όταν το κρίνει  αυτό αναγκαίο. Ο πρόεδρος έχει υποχρέωση να συγκαλέσει το διοικητικό συμβούλιο σε συνεδρίαση μέσα σε δεκαπέντε ημέρες, αν αυτό ζητηθεί από δύο τουλάχιστον μέλη του και για συγκεκριμένο θέμα.

″Η πρόσκληση γνωστοποιείται στα μέλη τρεις τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συνεδρίαση″.

*** Το εντός ″″ νέο εδάφιο προστέθηκε στο άρθρο 114 από την παρ. 19 του άρθρου 59 του ν. 3160/2003 (ΦΕΚ Α΄-165).

Άρθρο 115

Λήψη αποφάσεων – πρακτικά

Για τις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου τηρούνται περιληπτικά πρακτικά, που θεωρούνται και υπογράφονται από τον πρόεδρο και τον γενικό γραμματέα το αργότερο σε δέκα ημέρες. Σε αυτά καταχωρούνται οι συζητήσεις και οι αποφάσεις που λαμβάνονται. Οι αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου λαμβάνονται με φανερή ψηφοφορία και απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων με εξαίρεση τις περιπτώσεις των άρθρων 105 και 106 του παρόντος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄

Ελεγκτική Επιτροπή

                             Άρθρο 116

Σύγκληση και έργο της

1. Η ελεγκτική επιτροπή αποτελείται από τρία μέλη, έργο της δε είναι να ελέγχει κατά μήνα Φεβρουάριο κάθε έτους τη διαχείριση της περιουσίας του συλλόγου και να υποβάλει τη σχετική έκθεση στην τακτική γενική συνέλευση δια του διοικητικού συμβουλίου.

2. Το διοικητικό συμβούλιο του συλλόγου υποχρεούται μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου να θέσει στη διάθεση της ελεγκτικής επιτροπής όλα τα σχετικά έγγραφα και βιβλία.

3. Η ελεγκτική επιτροπή συγκαλείται υποχρεωτικά από τον πρόεδρο του συλλόγου μέσα στο δεύτερο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου κάθε έτους. Αν δεν υπάρξει τέτοια σύγκληση, συγκαλείται από το αρχαιότερο κατά διορισμό στον κλάδο μέλος της. Η ελεγκτική επιτροπή συγκαλείται έκτακτα, εφόσον το ζητήσουν δύο από τα μέλη της ή το διοικητικό συμβούλιο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄

Ομοσπονδία Δικαστικών Επιμελητών Ελλάδoς

Άρθρο 117

Η Ομοσπονδία Δικαστικών Επιμελητών Ελλάδoς είναι το ανώτατο σε εθνικό επίπεδο όργανο των δικαστικών επιμελητών της χώρας, αρμόδιο να διατυπώνει γνώμη επί θεμάτων αμοιβών, εισφορών, ασφάλισης, παιδείας και επιμόρφωσης των δικαστικών επιμελητών και κάθε άλλου που αφορά την άσκηση του λειτουργήματός τους. Η ομοσπονδία είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, έχει δική της περιουσία και τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, αποφασίζει δε επί των εξής θεμάτων:

α) υποδεικνύει τους εκπροσώπους του κλάδου που κατά τις κείμενες διατάξεις μετέχουν στα διάφορα ταμεία, τράπεζες και άλλους οργανισμούς με αντίστοιχους αναπληρωματικούς,

β) καταρτίζει τον εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας της ομοσπονδίας, καθώς και τον αντίστοιχο των συλλόγων, που είναι ενιαίος για όλους, οι οποίοι εγκρίνονται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης με απόφασή του, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως,

γ) καθορίζει την ετήσια εισφορά των μελών προς τους συλλόγους , που είναι ενιαία για όλους, δεν μπορεί να είναι κατώτερη του ισάξιου της αμοιβής δώδεκα  επιδόσεων ούτε ανώτερη του ισάξιου της αμοιβής είκοσι πέντε επιδόσεων, εγκρίνεται δε από τον Υπουργό Δικαιοσύνης με απόφασή του και κοινοποιείται σε όλους τους συλλόγους,

δ) καθορίζει υπέρ της Ομοσπονδίας ειδική εισφορά όλων των δικαστικών επιμελητών της χώρας που επιβάλλεται για κάθε πράξη και εγκρίνεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης με απόφαση του, δημοσιευόμενη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, με την οποία καθορίζονται οι τεχνικές λεπτομέρειες εισπράξεώς της, το ύψος της οποίας δεν μπορεί να υπερβαίνει το αντίστοιχο αυτής που για κάθε πράξη καταβάλλεται στο ταμείο προνοίας των δικαστικών επιμελητών,

ε) ορίζει τα πρόσωπα που θα εκπροσωπούν κάθε φορά επίσημα τον κλάδο σε εθνικά ή διεθνή συνέδρια και διεθνείς γενικά συναντήσεις, καλύπτει δε τις σχετικές δαπάνες της αντιπροσωπείας,

στ) αποφασίζει για την έκδοση ενημερωτικού δελτίου, περιοδικού ή εφημερίδας καθώς και για την σύσταση ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας

ζ) συνεργάζεται με τις αρμόδιες επιτροπές της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και άλλων διεθνών οργανισμών για θέματα που αφορούν τους δικαστικούς επιμελητές,

η) αποφασίζει για την συμμετοχή των Ελλήνων δικαστικών επιμελητών σε διεθνείς ενώσεις και οργανισμούς και ορίζει τους εκπροσώπους του κλάδου σε αυτούς,

θ) διοργανώνει εθνικά και διεθνή συνέδρια, για τη συζήτηση θεμάτων που έχουν σχέση με το έργο του δικαστικού επιμελητή και τη δικαιοσύνη γενικότερα,

ι) αποφασίζει για την ενεργή συμμετοχή του κλάδου σε εκδηλώσεις κοινωνικού ενδιαφέροντος και ιδιαίτερα για την υγεία, την παιδεία, τον πολιτισμό και την ποιότητα  ζωής και

ια) καθορίζει τον τόπο, την διάρκεια και τις λεπτομέρειες της, κατά την παράγραφο1 του άρθρου 15 του παρόντος, επιμόρφωσης των επιτυχόντων και χορηγεί  σχετική βεβαίωση.

Άρθρο 118

Αντιπρόσωποι – έδρα- πόροι και έγγραφά της

1. Η ομοσπονδία δικαστικών επιμελητών Ελλάδας συγκροτείται από αντιπροσώπους όλων των συλλόγων της χώρας, οι οποίοι εκλέγονται από τις γενικές συνελεύσεις τους κατά τον ίδιο χρόνο, για την ίδια θητεία και με την ίδια διαδικασία εκλογής των αιρετών οργάνων. Κάθε σύλλογος συμμετέχει στη συγκρότηση της ομοσπονδίας, με αριθμό αντιπροσώπων ίσο προς το ένα ογδοηκοστό της αριθμητικής του δυνάμεως, που λογίζεται επί των οργανικών θέσεων, οπωσδήποτε δε με έναν τουλάχιστον αντιπρόσωπο. Αν στον προκύπτοντα αριθμό των αντιπροσώπων υπάρχει κλάσμα μικρότερο του μισού της μονάδας παραλείπεται, αν δε αυτό είναι τουλάχιστον το μισό της μονάδας, ακεραιοποιείται προς τα πάνω. Υποψήφιος αντιπρόσωπος, που εξελέγη πρόεδρος συλλόγου στην ίδια εκλογική διαδικασία, θεωρείται πρώτος σε σταυρούς προτιμήσεως μεταξύ των υποψηφίων αντιπροσώπων του συνδυασμού του.

      2. Έδρα της ομοσπονδίας είναι η Αθήνα. Μέχρι τη συγκρότηση ίδιων γραφείων, θα χρησιμοποιεί αυτή για τις ανάγκες της χώρο, που θα της παραχωρηθεί στα ιδιόκτητα γραφεία του συλλόγου Αθήνας – Πειραιά – Αιγαίου-Δωδεκανήσου.

3. Πόροι της ομοσπονδίας είναι: α) το μισό της κατά την περίπτωση γ΄ του άρθρου 117 του παρόντος ετήσιας εισφοράς των μελών, το οποίο υποχρεούνται οι σύλλογοι να μεταφέρουν στο λογαριασμό της μέσα σε ένα μήνα από την είσπραξη, β) η κατά την περίπτωση δ΄ του άρθρου 117 του παρόντος, ειδική εισφορά, γ) τα έσοδα από την διαχείριση εντύπων και ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας της ομοσπονδίας, δ) τα έσοδα από πολιτισμικές εκδηλώσεις, ε) κάθε δωρεά προς αυτήν, εφόσον έχει γίνει αποδεκτή με απόφαση της ολομέλειάς της, στ) οι κληρονομιές και κληροδοσίες και ζ) κάθε άλλο έσοδο που προβλέπεται από το νόμο.

4. Κάθε οφειλή προς την ομοσπονδία εισπράττεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων.

5. Η ομοσπονδία αναφέρεται απευθείας στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και αλληλογραφεί με κάθε άλλη αρχή ή ιδιώτες.

6. Τα έγγραφα της ομοσπονδίας υπογράφονται από τον πρόεδρό της, σε περίπτωση δε που αναφέρονται στην εκτέλεση αποφάσεων της ολομέλειας της συνόδου ή της εκτελεστικής γραμματείας της, υπογράφονται και από το γενικό γραμματέα. Σε κάθε περίπτωση τα έγγραφα σφραγίζονται με τη σφραγίδα της ομοσπονδίας, ο τύπος της οποίας πρέπει να είναι σύμφωνος προς τον περιγραφόμενο από τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 6 του ν. 48/1975 (ΦΕΚ 108 Α΄).

Άρθρο 119

Συγκρότηση, Απαρτία, εκλογή προέδρου και οργάνων

Αρμοδιότητες: Προέδρου – Γενικού Γραμματέα – Ταμία, Αναπλήρωσή τους πρόταση μομφής

1. Η Ομοσπονδία συνέρχεται στην έδρα της μέσα σε ένα μήνα από την εκλογή των αντιπροσώπων με φροντίδα του απερχόμενου προέδρου ή οποιουδήποτε μέλους, αν εκείνος παραλείψει τούτο. Για την πρόσκληση εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 98 του παρόντος. Αφού διαπιστωθεί η ύπαρξη απαρτίας εκλέγεται με άμεση ψηφοφορία: α) η εκτελεστική γραμματεία, που αποτελείται από τον πρόεδρο της ομοσπονδίας και έξι μέλη με ισάριθμα αναπληρωματικά και β) η ελεγκτική επιτροπή  της Ομοσπονδίας, που αποτελείται από τρία μέλη με ισάριθμα αναπληρωματικά. Η σύνοδος αυτή της ομοσπονδίας βρίσκεται σε απαρτία, αν παρίστανται τα δύο τρίτα τουλάχιστον των μελών της. Αν δεν υπάρξει απαρτία, η διαδικασία επαναλαμβάνεται μέσα σε δεκαπέντε ημέρες με αποστολή των σχετικών προσκλήσεων πέντε τουλάχιστον ημέρες  πριν από τη σύνοδο. Στη νέα αυτή συνεδρίαση θεωρείται ότι υπάρχει απαρτία, αν παρίστανται το μισό συν ένα τουλάχιστον των μελών. Αν και πάλι δεν επιτευχθεί απαρτία, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 105 του παρόντος. Για τις εργασίες  της συνόδου αυτής εκλέγεται με ανάταση των χεριών ο πρόεδρός της. Μέχρι την εκλογή προέδρου της συνόδου προεδρεύει  εκείνος που κατά το πρώτο εδάφιο της παρούσας είχε τη φροντίδα της συγκλήσεως. Η εκλογή  είναι μυστική και γίνεται  με ψηφοδέλτια ενώπιον τριμελούς εφορευτικής επιτροπής, η οποία εκλέγεται αμέσως πριν από την ψηφοφορία με ονομαστική κλήση και τηρεί πλήρη πρακτικά της εκλογής. Στην αρχή εκλέγεται ο πρόεδρος της ομοσπονδίας. Υποψηφιότητες για την εκλογή προέδρου υποβάλλονται στην εφορευτική επιτροπή πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας, η οποία δεν μπορεί να αρχίσει πριν παρέλθει μία τουλάχιστον ώρα από την εκλογή της εφορευτικής επιτροπής. Η εκλογή γίνεται με ομοιόμορφα ψηφοδέλτια, που καταρτίζει η εφορευτική επιτροπή, στα οποία αναγράφονται με αλφαβητική  σειρά τα ονοματεπώνυμα και τα πατρώνυμα των υποψηφίων. Οι αντιπρόσωποι εκδηλώνουν την προτίμηση τους με σταυρό που τίθεται αριστερά του ονόματος του υποψηφίου. Ψηφοδέλτια που δεν φέρουν σταυρό προτιμήσεως ή φέρουν περισσότερους του ενός θεωρούνται άκυρα. Πρόεδρος εκλέγεται εκείνος που συγκεντρώνει την απόλυτη πλειοψηφία των εγκύρως ψηφισάντων. Αν ουδείς των υποψηφίων συγκεντρώσει την πλειοψηφία αυτή, η εκλογή επαναλαμβάνεται αμέσως μεταξύ των δύο πρώτων σχετικά πλειοψηφησάντων και όσων ισοψηφούν με αυτούς και πρόεδρος εκλέγεται εκείνος που λαμβάνει τις περισσότερες ψήφους. Σε περίπτωση ισοψηφίας η εκλογή επαναλαμβάνεται αμέσως μεταξύ των ισοψηφησάντων και πρόεδρος εκλέγεται εκείνος που λαμβάνει τις περισσότερες ψήφους, αν δε, υπάρξει και νέα ισοψηφία διενεργείται κλήρωση από την εφορευτική επιτροπή και πρόεδρος εκλέγεται εκείνος που ευνοείται από τον κλήρο. Μετά το πέρας της εκλογής του προέδρου και την ανακοίνωση του αποτελέσματος  η εφορευτική επιτροπή δέχεται, για διάστημα μιας ώρας, υποψηφιότητες για: α) τις έξι θέσεις μελών της εκτελεστικής γραμματείας και β) την ελεγκτική επιτροπή. Αφού παρέλθει ο χρόνος υποβολής υποψηφιοτήτων  η εφορευτική επιτροπή καταρτίζει  ομοιόμορφα ψηφοδέλτια, στα οποία αναγράφονται με αλφαβητική σειρά κάτω μεν από την ένδειξη «ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ», τα ονοματεπώνυμα και πατρώνυμα  των υποψήφιων μελών της εκτελεστικής  γραμματείας, κάτω δε από την ένδειξη «ΕΛΕΓΚΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ» τα ονοματεπώνυμα  και πατρώνυμα  των υποψήφιων μελών της ελεγκτικής επιτροπής και προχωρεί στην εκλογή. Οι αντιπρόσωποι εκδηλώνουν την προτίμησή τους με σταυρούς, όχι περισσότερους των δύο για κάθε ομάδα υποψηφίων, που τοποθετούν αριστερά του ονόματός τους. Ψηφοδέλτια που δεν φέρουν σταυρό προτιμήσεως ή φέρουν περισσότερους από δύο για κάθε ομάδα υποψηφίων θεωρούνται άκυρα. Η ακυρότητα κρίνεται  αυτοτελώς για κάθε ομάδα  υποψηφίων. Μέλη της εκτελεστικής γραμματείας εκλέγονται κατά σειρά επιτυχίας οι έξι πρώτοι σε σταυρούς προτιμήσεως. Επίσης εκλέγονται ως αναπληρωματικά μέλη οι έξι κατά σειρά επιτυχίας επόμενοι των εκλεγόμενων τακτικών . Μέλη της ελεγκτικής επιτροπής εκλέγονται κατά σειρά επιτυχίας οι τρεις πρώτοι σε σταυρούς προτιμήσεως και οι αμέσως τρεις επόμενοι είναι αναπληρωματικά μέλη. Σε περίπτωση ισοψηφίας ενεργείται από την εφορευτική επιτροπή κλήρωση για τον καθορισμό της σειράς επιτυχίας. Κατά τα λοιπά  εφαρμόζονται για την ψηφοφορία αναλόγως οι διατάξεις του παρόντος  που αναφέρονται στο κεφάλαιο των αρχαιρεσιών. Απόντες από τη σύνοδο είναι δυνατό να είναι υποψήφιοι για τη θέση του προέδρου της ομοσπονδίας ή για θέση μέλους της εκτελεστικής γραμματείας ή της ελεγκτικής επιτροπής, αν η υποψηφιότητά τους προταθεί από ένα εκ των παρόντων μελών.

2. Ο εκλεγείς πρόεδρος της ομοσπονδίας συγκαλεί μέσα στην επόμενη ημέρα την εκτελεστική γραμματεία, για να συγκροτηθεί  σε σώμα με την εκλογή τριών αντιπροέδρων, γενικού γραμματέα, αναπληρωτή γενικού γραμματέα και ταμία. Για τη συγκρότηση εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 105 του παρόντος.

3. Το αποτέλεσμα της εκλογής του προέδρου και της εκτελεστικής γραμματείας, καθώς και της συγκροτήσεώς της κοινοποιείται στους συλλόγους και τον Υπουργό Δικαιοσύνης, που δημοσιεύει σχετική περίληψη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

4. Ο πρόεδρος της ομοσπονδίας διευθύνει τις συνεδριάσεις  της εκτελεστικής γραμματείας, έχει την ευθύνη τηρήσεως των πρακτικών, εκπροσωπεί την ομοσπονδία δικαστικώς και εξωδίκως, προΐσταται του προσωπικού των γραφείων της, εκτελεί τις αποφάσεις της εκτελεστικής γραμματείας και φροντίζει για την εκτέλεση των αποφάσεων της ολομέλειας της ομοσπονδίας, ασκεί τα καθήκοντα και δικαιώματά του, σύμφωνα με το νόμο και έχει δικαίωμα ελέγχου του ταμείου. Τον πρόεδρο, απόντα ή κωλυόμενο, αναπληρώνει ένας από τους αντιπροέδρους  που ορίζεται από τον ίδιο.

5. Οι τρεις αντιπρόεδροι εκτελούν τα καθήκοντα που θα ανατεθούν σε αυτούς με απόφαση της εκτελεστικής γραμματείας στα πλαίσια του εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας.

6. Ο γενικός γραμματέας της ομοσπονδίας τηρεί το αρχείο της, όλα τα βιβλία που ορίζονται από το νόμο και τον εσωτερικό κανονισμό, τα βιβλία πρακτικών της γραμματείας και των συνελεύσεων της ολομέλειας, το πρωτόκολλο, το ευρετήριο κατά σύλλογο και πρωτοδικείο όλων των δικαστικών επιμελητών της χώρας και το βιβλίο υλικού της ομοσπονδίας, στο οποίο καταχωρίζεται κάθε στοιχείο κινητής περιουσίας της εκτός από τη χρηματική. Το γενικό γραμματέα, απόντα ή κωλυόμενο, αναπληρώνει ο αναπληρωτής γενικός γραμματέας, αν δε απουσιάζει και αυτός ή κωλύεται,  αναπληρώνεται από ένα μέλος της γραμματείας που ορίζεται από τον πρόεδρο.

7. Ο ταμίας τηρεί τα απαραίτητα βιβλία πληρωμών και εισπράξεων και ενεργεί όλες τις πληρωμές και εισπράξεις της ομοσπονδίας, με εντάλματα πληρωμών υπογραφόμενα και από τον πρόεδρο και διπλότυπα εισπράξεων θεωρημένα στο τέλος του στελέχους από τον πρόεδρο και τον ίδιο. Τον ταμία, απόντα η κωλυόμενο, αναπληρώνει ένα από τα μέλη της εκτελεστικής γραμματείας, πλην του προέδρου , που ορίζεται με απόφασή της. Ο ταμίας έχει υποχρέωση να καταθέτει κατά τις κείμενες διατάξεις  μέσα σε πέντε εργάσιμες ημέρες από την είσπραξη στο όνομα της ομοσπονδίας όλα τα ποσά. Κατ’ εξαίρεση μπορεί να έχει στα χέρια του , για την αντιμετώπιση άμεσων αναγκών της ομοσπονδίας, χρηματικό ποσό, όχι μεγαλύτερο από το εικοσαπλάσιο της ετήσιας εισφοράς του μέλους  προς το σύλλογο. Για την πιστή τήρηση αυτών υπεύθυνος είναι και ο πρόεδρος .

8. Πρόταση μομφής κατά του προέδρου της ομοσπονδίας ή μέλους της εκτελεστικής γραμματείας συζητείται ενώπιον έκτακτης συνελεύσεως της ολομέλειάς της, που συγκαλείται υποχρεωτικά από την εκτελεστική γραμματεία μέσα σε τριάντα ημέρες από την υποβολή της σχετικής αιτήσεως, εφόσον τούτο ζητηθεί εγγράφως από το ένα τρίτο τουλάχιστον των  μελών της ομοσπονδίας, η δε σχετική απόφαση για την αποδοχή της λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών της. Αν γίνει δεκτή η πρόταση μομφής, επαναλαμβάνεται η εκλογή, σύμφωνα με τις διατάξεις της πρώτης παραγράφου.

9. Με απόφασή της, που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών, η εκτελεστική γραμματεία μπορεί να ανακατανείμει τις θέσεις τους πλήν αυτής του προέδρου. 

Άρθρο 120

Τακτική και Έκτακτη Γενική Συνέλευση – Απαρτία-

Απολογισμός – Προϋπολογισμός

1. Η ομοσπονδία συνέρχεται σε τακτική μεν συνέλευση μία φορά το χρόνο, κατά μήνα Οκτώβριο, σε έκτακτη δε όταν: α) το αποφασίσει η εκτελεστική γραμματεία, β) το ζητήσουν τα δύο πέμπτα των μελών της και γ) το ζητήσει ένας σύλλογος με απόφαση του διοικητικού του συμβουλίου. Στις παραπάνω περιπτώσεις β΄ και γ΄ στη σχετική αίτηση πρέπει να αναφέρεται ο λόγος της έκτακτης συγκλήσεως και να ορίζεται εισηγητής. Στην περίπτωση γ΄ ως εισηγητής μπορεί να οριστεί μέλος του διοικητικού συμβουλίου και αν ακόμη δεν είναι αντιπρόσωπος στην ομοσπονδία.

2. Η εκτελεστική γραμματεία είναι υποχρεωμένη να συγκαλέσει την ολομέλεια της ομοσπονδίας σε έκτακτη συνέλευση σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο μέσα σε τριάντα ημέρες από την υποβολή της αιτήσεως.

3. Ο χρόνος και το τόπος των συνελεύσεων της ομοσπονδίας καθορίζονται με απόφαση της εκτελεστικής γραμματείας.

4. Κατά την τακτική συνέλευση της ολομέλειας της ομοσπονδίας γίνεται η λογοδοσία της εκτελεστικής γραμματείας, ο απολογισμός του προηγούμενου χρόνου και ο προϋπολογισμός του επομένου.

5. Τα έξοδα έκτακτης συνελεύσεως που γίνεται ύστερα από αίτηση ενός συλλόγου, βαρύνουν το σύλλογο αυτόν, εκτός αν η εκτελεστική γραμματεία, εκτιμώντας τη σοβαρότητα του θέματος, αποφασίσει με την απόλυτη πλειοψηφία των μελών της ότι πρέπει να καταβληθούν από την ομοσπονδία.

6. Οι αποφάσεις των συνελεύσεων της ομοσπονδίας, καθώς και εκείνες της εκτελεστικής γραμματείας διαβιβάζονται με φροντίδα του  γενικού γραμματέα σε όλους τους συλλόγους της χώρας.

7. Για τη λειτουργία της συνελεύσεως της ομοσπονδίας εκλέγονται με ανάταση των χεριών πρόεδρος των εργασιών της και γραμματέας με αντίστοιχους  αναπληρωτές, που τηρούν τα πρακτικά, τα οποία υπογράφουν και παραδίδουν μέσα σε πέντε ημέρες από το πέρας των εργασιών στο γενικό γραμματέα της ομοσπονδίας. Μέχρι την εκλογή προέδρου της συνελεύσεως χρέη προέδρου ασκεί ο πρόεδρος της ομοσπονδίας.

8. Η συνέλευση της ομοσπονδίας βρίσκεται σε απαρτία, αν παρίστανται τα τρία πέμπτα τουλάχιστον των μελών της , με εξαίρεση την περίπτωση του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 119 του παρόντος. Αν δεν επιτευχθεί η απαρτία αυτή, η συνεδρίαση επαναλαμβάνεται μέσα σε δέκα ημέρες, οπότε θεωρείται ότι υπάρχει απαρτία, αν παρίστανται τα δύο πέμπτα τουλάχιστον των μελών της. Αν και πάλι δεν επιτευχθεί απαρτία, η συνεδρίαση ματαιώνεται οριστικά και επί των θεμάτων της αποφασίζει η εκτελεστική γραμματεία της ομοσπονδίας. Οι προσκλήσεις προς τα μέλη της ομοσπονδίας για την τακτική και τις έκτακτες συνελεύσεις, αφού υπογραφούν από τον πρόεδρό της, αποστέλλονται πέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από την έναρξη των εργασιών και αναγράφεται σε αυτές η ημέρα και ο τόπος των συνεδριάσεων, καθώς και τα θέματα αυτής. Στην ίδια προθεσμία η πρόσκληση αυτή αποστέλλεται σε όλους τους συλλόγους της χώρας και τοιχοκολλάται στα γραφεία τους.

9. Η προσέλευση και παρουσία των αντιπροσώπων στη συνέλευση βεβαιώνεται με την εγγραφή του ονοματεπωνύμου τους σε σχετικό βιβλίο, που τηρείται από το γενικό γραμματέα, στο οποίο και υπογράφουν .

10. Οι αποφάσεις λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων, εφόσον κατά τη σχετική ψηφοφορία είναι παρών και λαμβάνει μέρος σ’ αυτήν ο ελάχιστος κατά τις παραπάνω διατάξεις αριθμός των μελών, που απαιτείται για την ύπαρξη απαρτίας.

11. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι περί γενικών συνελεύσεων των συλλόγων σχετικές διατάξεις  του παρόντος.

Άρθρο 121

Αρμοδιότητες Γ. Σ. Ομοσπονδίας

Η γενική συνέλευση της ομοσπονδίας είναι αρμόδια για :

α) την εκλογή της εκτελεστικής της γραμματείας,

β) τον έλεγχο των πεπραγμένων της εκτελεστικής γραμματείας, την ψήφιση του ετήσιου προϋπολογισμού εσόδων και εξόδων, την έγκριση του απολογισμού και τον έλεγχο της διαχειρίσεως της περιουσίας της,

γ) τα αναφερόμενα στις περιπτώσεις α΄, β΄, γ΄, δ΄, η, και θ΄ του άρθρου  117 του παρόντος,

δ) το χωρισμό της ολομέλειας σε τμήματα με επικεφαλής συντονιστή ένα μέλος της εκτελεστικής γραμματείας. Σε κάθε τμήμα ανατίθενται συγκεκριμένες αρμοδιότητες για επεξεργασία θεμάτων, για τα οποία αυτό εισηγείται στη γενική συνέλευση της ομοσπονδίας ή την εκτελεστική γραμματεία. Το τμήμα συγκαλείται με φροντίδα του μέλους της εκτελεστικής γραμματείας, που έχει οριστεί ως συντονιστής του. Λεπτομέρειες για τη λειτουργία των τμημάτων καθορίζονται με τον αντίστοιχο εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας και

ε) όσα καθορίζονται με τον αντίστοιχο εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας.

Άρθρο 122

Αρμοδιότητες εκτελεστικής γραμματείας

1. Η εκτελεστική γραμματεία διοικεί την ομοσπονδία, διαχειρίζεται γενικά τις υποθέσεις της, εκτελεί όσα έργα με τον παρόντα νόμο, τον αντίστοιχο εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας ή άλλες διατάξεις έχουν ανατεθεί σ’ αυτήν, αποφασίζει για κάθε μέτρο χρήσιμο για την επίτευξη των σκοπών της, καταρτίζει τον προϋπολογισμό και τον απολογισμό και τους υποβάλλει για έγκριση στη γενική συνέλευση της ομοσπονδίας, εγκρίνει δε κάθε δαπάνη, που προβλέπεται από τον προϋπολογισμό.

2. Επίσης η εκτελεστική γραμματεία είναι αρμόδια για:

α) τη διαχείριση της περιουσίας της ομοσπονδίας και την ετήσια λογοδοσία στη γενική συνέλευσή της,

β) την υποβολή προτάσεων και γνωμών σχετικών προς τα ζητήματα του κλάδου των δικαστικών επιμελητών και την αναβάθμισή του,

γ) τα αναφερόμενα στις περιπτώσεις ε΄, στ΄, ζ΄, ι΄, και ια΄ του άρθρου 117 του παρόντος,

δ) την απόφαση για πρόσληψη υπαλλήλων της ομοσπονδίας με οποιασδήποτε μορφής σύμβαση εργασίας ή την απόλυσή τους και

ε) τις αποφάσεις του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 8 του άρθρου 120 του παρόντος.

3) Η εκτελεστική γραμματεία συνέρχεται τακτικά μεν μία τουλάχιστο φορά το δίμηνο έκτακτα δε αν: α) το αποφασίσει ο πρόεδρος της ομοσπονδίας και β) το ζητήσουν δύο τουλάχιστο μέλη της με αίτηση προς τον πρόεδρο, στην οποία αναγράφουν το λόγο για τον οποίο ζητούν τη σύγκληση. Η εκτελεστική γραμματεία βρίσκεται σε απαρτία αν παρίστανται τέσσερα τουλάχιστον μέλη της και οι αποφάσεις λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων.

4) Το μέλος της εκτελεστικής γραμματείας χάνει την ιδιότητά του αυτή όταν: α) απουσιάσει αδικαιολόγητα σε δύο συνεχόμενες συνεδριάσεις της, οπότε η απώλεια της ιδιότητας πιστοποιείται με απόφαση αυτής και με απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών της και β) χάσει την ιδιότητα του αντιπροσώπου στην ομοσπονδία για οποιονδήποτε λόγο.

5) Σε περίπτωση που, από έκπτωση ή παραίτηση τόσων μελών της εκτελεστικής γραμματείας τακτικών ή αναπληρωματικών, καθίσταται αδύνατη η συγκρότηση απαρτίας, συγκαλείται έκτακτα η ολομέλεια της ομοσπονδίας και συμπληρώνεται η εκτελεστική γραμματεία με εκλογή τόσων τακτικών και αναπληρωματικών μελών, όσα ελλείπουν.

6) Τα προβλεπόμενα στο άρθρο 112 του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως και στη λειτουργία της ομοσπονδίας.

Άρθρο 123

Υποχρεώσεις Ελεγκτικής Επιτροπής- σύγκλησή της

1. Η ελεγκτική επιτροπή της ομοσπονδίας αποτελείται από τρία μέλη της, που εκλέγονται κατά τις διατάξεις του άρθρου 119 του παρόντος.

2. Έργο της ελεγκτικής επιτροπής είναι να ελέγχει κατά μήνα Σεπτέμβριο κάθε έτους τη διαχείριση της περιουσίας της ομοσπονδίας και να υποβάλει τη σχετική έκθεση στην τακτική γενική συνέλευση δια της εκτελεστικής γραμματείας.

3. Η εκτελεστική γραμματεία υποχρεούται μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου, να θέτει στη διάθεση της ελεγκτικής επιτροπής όλα τα σχετικά έγγραφα και βιβλία.

4. Η ελεγκτική επιτροπή συγκαλείται υποχρεωτικά από τον πρόεδρο της ομοσπονδίας μέσα στο δεύτερο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου κάθε έτους. Αν δεν υπάρξει τέτοια σύγκληση, συγκαλείται από το αρχαιότερο κατά διορισμό στον κλάδο μέλος της. Η ελεγκτική επιτροπή συγκαλείται έκτακτα, αν αυτό ζητηθεί από δύο μέλη της ή την εκτελεστική γραμματεία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄

Αρχαιρεσίες

Άρθρο 124

Θητεία των οργάνων και εκλογή τους

1. Η θητεία του διοικητικού συμβουλίου, της ελεγκτικής επιτροπής και των αντιπροσώπων στην ομοσπονδία ορίζεται τριετής και αρχίζει από την πρώτη Μαΐου του έτους εκλογής.

2. Οι αρχαιρεσίες, για την εκλογή των κατά την προηγούμενη παράγραφο προσώπων, διενεργούνται το δεύτερο Σάββατο μετά την τακτική γενική συνέλευση του έτους των αρχαιρεσιών ή την οριστική ματαίωσή της από έλλειψη απαρτίας.

3. Η εφορευτική επιτροπή εκλέγεται κατά την προηγούμενη των αρχαιρεσιών τακτική γενική συνέλευση και αποτελείται από τρία μέλη με ισάριθμα αναπληρωματικά.

4. Υποψηφιότητες για την εφορευτική επιτροπή υποβάλλονται και προφορικά προς τον πρόεδρο της συνελεύσεως μέχρι την έναρξη της ψηφοφορίας για την εκλογή της. Ο πρόεδρος της συνελεύσεως ανακοινώνει τον κατάλογο των υποψηφίων και τοποθετεί σχετικό πίνακα στο χώρο της ψηφοφορίας. Τα μέλη που ψηφίζουν λαμβάνουν από τον πρόεδρο της συνελεύσεως φακέλους και λευκά ψηφοδέλτια, στα οποία αναγράφουν τα ονόματα των υποψηφίων που προτιμούν, όχι όμως περισσότερα του αριθμού των τακτικών μελών και ψηφίζουν σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος. Την επιμέλεια της διαδικασίας εκλογής της εφορευτικής επιτροπής έχουν ο πρόεδρος, ο αντιπρόεδρος και ο γραμματέας της συνελεύσεως. Τακτικά και αναπληρωματικά μέλη της εφορευτικής επιτροπής εκλέγονται κατά σειρά οι σχετικά πλειοψηφήσαντες, σε περίπτωση δε ισοψηφίας ενεργείται κλήρωση.

5. Αν μέχρι και την ημέρα εκλογής της εφορευτικής επιτροπής δεν έχουν υποβληθεί υποψηφιότητες για την ελεγκτική επιτροπή, τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη της εκλέγονται κατά τη διάρκεια της συνελεύσεως που εκλέγει την εφορευτική επιτροπή με πρόταση του προέδρου της συνελεύσεως και ανάταση των χεριών .

Άρθρο 125

Δικαίωμα και κωλύματα ανακήρυξης υποψηφιότητας

1. Για να εκλεγεί κάποιος πρόεδρος, μέλος του διοικητικού συμβουλίου ή της ελεγκτικής επιτροπής ή αντιπρόσωπος στην ομοσπονδία, πρέπει να έχει συμπληρώσει κατά το χρόνο της ανακηρύξεώς του ως υποψηφίου τριετή τουλάχιστον υπηρεσία δικαστικού επιμελητή. Δεν μπορεί να ανακηρυχθεί υποψήφιος ο δικαστικός επιμελητής , που: α) τελεί σε αργία ή αναστολή, β) τιμωρήθηκε με προσωρινή παύση, εκτός αν έχει περάσει διετία από την τελεσιδικία της σχετικής αποφάσεως και γ) δεν έχει εκπληρώσει τις οικονομικές του υποχρεώσεις προς το σύλλογο και την ομοσπονδία.

2. Η ιδιότητα του προέδρου συλλόγου  ή μέλους του διοικητικού συμβουλίου δεν είναι ασυμβίβαστη προς την ιδιότητα του αντιπροσώπου στην ομοσπονδία, του προέδρου της ή του μέλους της εκτελεστικής της γραμματείας.

Άρθρο 126

Δικαίωμα του εκλέγειν – εκλογικός κατάλογος

1. Το δικαίωμα του εκλέγειν έχουν όλοι οι δικαστικοί επιμελητές, που είναι γραμμένοι στο μητρώο του συλλόγου, εκτός εκείνων που τελούν σε αργία ή αναστολή ή δεν είναι ταμειακά τακτοποιημένοι προς το σύλλογο και την ομοσπονδία.

2. Μέσα στο Φεβρουάριο του έτους των αρχαιρεσιών καταρτίζεται από το διοικητικό συμβούλιο του συλλόγου κατάλογος των μελών, που έχουν δικαίωμα ψήφου. Ο κατάλογος αυτός εκτίθεται στα γραφεία του συλλόγου και διορθώνεται με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου μετά από αίτηση κάθε μέλους, ισχύει δε και για τυχόν επαναληπτική εκλογή. Η αίτηση είναι απαράδεκτη, αν δεν υποβληθεί πέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από την ημέρα της ψηφοφορίας. Κυρωμένο αντίγραφο του τελικού καταλόγου των μελών, που έχουν δικαίωμα ψήφου, παραδίδεται στον πρόεδρο της εφορευτικής επιτροπής πριν από την έναρξη των αρχαιρεσιών  και χρησιμεύει ως εκλογικός κατάλογος.

3. Η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος αποτελεί υποχρέωση για όλα τα μέλη του συλλόγου.

Άρθρο 127

Ανακήρυξη υποψηφιοτήτων – ενστάσεις

1. Για να ανακηρυχθεί κάποιος υποψήφιος πρόεδρος, σύμβουλος, μέλος της ελεγκτικής επιτροπής ή αντιπρόσωπος στην ομοσπονδία πρέπει να υποβάλει αίτηση στον πρόεδρο του συλλόγου μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του Φεβρουαρίου του έτους των αρχαιρεσιών.

2. Το διοικητικό συμβούλιο του συλλόγου μέσα σε τρεις ημέρες από την εκπνοή της προθεσμίας για υποβολή υποψηφιοτήτων, ανακηρύσσει με έγγραφη ανακοίνωσή του τους υποψηφίους. Η ανακοίνωση τοιχοκολλάται την ίδια ημέρα στο κατάστημα του συλλόγου, υπογράφεται δε από τον πρόεδρο και το γενικό γραμματέα σχετικό πρακτικό, που καταχωρείται στο βιβλίο πρακτικών του διοικητικού συμβουλίου.

3. Ενστάσεις κατά της αποφάσεως του διοικητικού συμβουλίου του συλλόγου για την ανακήρυξη ή μη των υποψηφίων υποβάλλονται από κάθε ενδιαφερόμενο, μέσα σε τρεις ημέρες από την κατά την προηγούμενη παράγραφο τοιχοκόλληση της αποφάσεως, στο μονομελές διοικητικό πρωτοδικείο της έδρας του συλλόγου, που αποφαίνεται αμετάκλητα το αργότερο επτά ημέρες πριν από την καθορισμένη για τις αρχαιρεσίες ημέρα .

Άρθρο 128

Ανακήρυξη συνδυασμών – Ανεξάρτητοι υποψήφιοι

1. Όσοι από τους ανακηρυχθέντες υποψηφίους επιθυμούν να εκλεγούν κατά συνδυασμό, υποβάλλουν έγγραφη κοινή δήλωση προς το διοικητικό συμβούλιο του συλλόγου έξι τουλάχιστον ημέρες πριν από την ημέρα της ψηφοφορίας. Για να γίνει δεκτός ο συνδυασμός η παραπάνω δήλωση πρέπει να περιλαμβάνει υποψήφιο πρόεδρο, αριθμό υποψηφίων συμβούλων ίσο τουλάχιστον προς τον αριθμό των εκλεγόμενων συμβούλων, καθώς και αριθμό υποψήφιων αντιπροσώπων για την ομοσπονδία ίσο τουλάχιστον προς το μισό του αριθμού των εκλεγόμενων αντιπροσώπων, παραλειπομένου του κλάσματος, διαφορετικά οι δηλούντες θεωρούνται ως ανεξάρτητοι υποψήφιοι Ανεξάρτητοι θωρούνται επίσης και όλοι οι υποψήφιοι που δεν υπέβαλαν μέσα στην προβλεπόμενη προθεσμία δήλωση συνδυασμού. Οι συνδυασμοί είναι δυνατό να περιλαμβάνουν υποψηφίους συμβούλους και αντιπροσώπους για  την ομοσπονδία περισσότερους από τους εκλεγομένους αλλά όχι περισσοτέρους του διπλασίου αυτών .

2. Το διοικητικό συμβούλιο του συλλόγου ανακηρύσσει τους συνδυασμούς , κατάλογος δε αυτών καθώς και των ανεξάρτητων υποψηφίων τοιχοκολλάται στο μεν κατάστημα του συλλόγου τέσσερις τουλάχιστον ημέρες πριν από την ψηφοφορία. στον τόπο δε της ψηφοφορίας αμέσως πριν από την έναρξή της και παραμένει μέχρι τη λήξη της.   

3. Κανένας  δεν μπορεί να συμμετέχει σε περισσότερους του ενός συνδυασμούς. Επίσης δεν μπορεί να συμμετέχει σε συνδυασμό υποψήφιος που ανακηρύχθηκε ως ανεξάρτητος.

4. Η κατά την παράγραφο 1 δήλωση συνδυασμού πρέπει να περιέχει: α) τον τίτλο του συνδυασμού, στον οποίο δεν επιτρέπεται να υπάρχει η λέξη «ανεξάρτητος» ή παράγωγά της, β) το ονοματεπώνυμο και πατρώνυμο του υποψηφίου προέδρου κάτω από την ένδειξη «ΥΠΟΨΗΦΙΟΣ ΠΡΟΕΔΡΟΣ», γ) τα ονοματεπώνυμα και πατρώνυμα των υποψηφίων συμβούλων με αλφαβητική σειρά, κάτω από την ένδειξη «ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ» και δ) τα ονοματεπώνυμα και πατρώνυμα των υποψηφίων αντιπροσώπων για την ομοσπονδία με αλφαβητική σειρά , κάτω από την ένδειξη «ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ». Η παραπάνω δήλωση υπογράφεται από όλους τους υποψηφίους.

5. Αν κάποιος συνδυασμός δεν ανακηρυχθεί από έλλειψη των απαιτούμενων προς τούτο προσόντων στο πρόσωπο ενός ή περισσότερων υποψηφίων που τον αποτελούν, την επόμενη ημέρα από την κατά την παράγραφο 2 τοιχοκόλληση στο κατάστημα του συλλόγου, μπορεί να υποβληθεί νέα δήλωση συνδυασμού, που να πληροί τους απαιτούμενους όρους. Στην περίπτωση αυτή και μόνο επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση η εντός της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου υποβολή υποψηφιότητας και ανακήρυξη υποψηφίου, για τη συμμετοχή αποκλειστικά στο συνδυασμό αυτόν. Το διοικητικό συμβούλιο μέσα στην επόμενη ημέρα από την υποβολή της νέας δηλώσεως εκδίδει και ανακοινώνει την απόφασή του για ανακήρυξη ή μη του συνδυασμού.

Άρθρο 129

Ψηφοδέλτια

1. Ο σύλλογος καταρτίζει ομοιόμορφα έντυπα ψηφοδέλτια, ιδιαίτερα για κάθε συνδυασμό, ιδιαίτερο και ενιαίο για τους ανεξάρτητους υποψηφίους και ιδιαίτερο για τα υποψήφια μέλη της ελεγκτικής επιτροπής.

2. Στα ψηφοδέλτια των συνδυασμών αναγράφονται κατά σειρά:

α) ο τίτλος  του συνδυασμού, όπως ακριβώς  αναφέρεται στη δήλωση  της παραγράφου 4 του προηγούμενου άρθρου,

β) το ονοματεπώνυμο και πατρώνυμο του υποψήφιου προέδρου κάτω από την ένδειξη «ΥΠΟΨΗΦΙΟΣ ΠΡΟΕΔΡΟΣ»,

γ) Τα ονοματεπώνυμα και πατρώνυμα των υποψήφιων συμβούλων, με αλφαβητική σειρά, κάτω από την ένδειξη «ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ» και

δ) τα ονοματεπώνυμα και πατρώνυμα των υποψήφιων αντιπροσώπων για την ομοσπονδία , με αλφαβητική σειρά, κάτω από την ένδειξη «ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ».

3. Στο ψηφοδέλτιο των ανεξάρτητων  υποψηφίων αναγράφονται  κατά σειρά:

α) η ένδειξη «ΨΗΦΟΔΕΛΤΙΟ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ»

β) τα ονοματεπώνυμα και πατρώνυμα όλων των ανεξάρτητων υποψηφίων προέδρων, με αλφαβητική σειρά, κάτω από την ένδειξη «ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ ΠΡΟΕΔΡΟΙ»,

γ) τα ονοματεπώνυμα και πατρώνυμα  όλων των ανεξάρτητων υποψήφιων συμβούλων, με αλφαβητική σειρά, κάτω από την ένδειξη «ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ» και

δ) τα ονοματεπώνυμα  και πατρώνυμα όλων των ανεξάρτητων υποψήφιων αντιπροσώπων  για την ομοσπονδία, με αλφαβητική σειρά, κάτω από την ένδειξη «ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ ΑΝΤΙΠΡΌΣΩΠΟΙ  ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ».

4. Στο ψηφοδέλτιο των υποψήφιων μελών της ελεγκτικής επιτροπής και κάτω από την ένδειξη «ΕΛΕΓΚΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ», αναγράφονται με αλφαβητική σειρά τα ονοματεπώνυμα και πατρώνυμα όλων των υποψήφιων μελών της.

5. Με ευθύνη και φροντίδα του διοικητικού συμβουλίου του συλλόγου παραδίδονται στην εφορευτική επιτροπή πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας ο αναγκαίος  αριθμός ψηφοδελτίων και ομοιόμορφων φακέλων.

6. Κάθε υποψήφιος πρόεδρος, σύμβουλος  ή αντιπρόσωπος για την ομοσπονδία μπορεί να παραλάβει από το σύλλογο ψηφοδέλτια για τις ανάγκες του.

Άρθρο 130

Εφορευτική επιτροπή – Προδικασία

1. Η ψηφοφορία είναι μυστική και διενεργείται  είτε στα γραφεία του συλλόγου είτε σε άλλο χώρο, που επιλέγεται από το διοικητικό συμβούλιο, από ώρα 08:00 μέχρι 19:00 της ιδίας ημέρας. Η εφορευτική επιτροπή μπορεί να παρατείνει μέχρι δύο το πολύ ώρες την ψηφοφορία εφόσον στο χώρο της υπάρχουν ακόμη ψηφοφόροι, που περιμένουν τη σειρά τους για να ψηφίσουν.

2. Αμέσως πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας η εφορευτική επιτροπή συγκροτείται σε σώμα εκλέγοντας τον πρόεδρο της. Γραμματέας  της εφορευτικής επιτροπής ορίζεται από τον πρόεδρό της ένα από τα μέλη του συλλόγου, που έχουν δικαίωμα ψήφου.

3. Αν κατά τον καθορισμένο για την έναρξη της ψηφοφορίας χρόνο δεν προσέλθει κανένα από τα μέλη της εφορευτικής επιτροπής, που έχουν εκλεγεί ή δεν υπήρξε τέτοια εκλογή, οι τυχόν παριστάμενοι υποψήφιοι πρόεδροι προτείνουν ο καθένας μέχρι έξι υποψηφίους , μεταξύ των οποίων διενεργείται κλήρωση για την ανάδειξη των τακτικών και αναπληρωματικών μελών της εφορευτικής επιτροπής. Η κλήρωση γίνεται από τον πρόεδρο του συλλόγου ή, αν αυτός απουσιάζει, από τον αντιπρόεδρο ή το αρχαιότερο από τα παριστάμενα μέλη του διοικητικού συμβουλίου. Η ίδια διαδικασία εφαρμόζεται και για τη συμπλήρωση της εφορευτικής επιτροπής στην περίπτωση που δεν προσέλθουν όλα τα μέλη της .  

4. Ο πρόεδρος της εφορευτικής επιτροπής ορίζει τα κατά την κρίση του αναγκαία πρόσωπα για την ομαλή διεξαγωγή της εκλογής (επί της ψηφοδόχου, ψηφολέκτες κ.λπ.) αξιοποιώντας κατά προτίμηση τα αναπληρωματικά  μέλη της.

5. Η εφορευτική επιτροπή αποφασίζει κατά πλειοψηφία για κάθε θέμα, που προκύπτει κατά τη διάρκεια της ψηφοφορίας, συντάσσει το πρωτόκολλο της εκλογής και ανακηρύσσει τους εκλεγέντες.

6. Κατά τη διάρκεια της ψηφοφορίας απαγορεύεται  η παραμονή μέσα στην αίθουσα αυτής προσώπων που δεν έχουν σχέση με την εκλογή. Η εφορευτική επιτροπή μπορεί να απομακρύνει από το χώρο της ψηφοφορίας όποιον κατά την κρίση της δυσχεραίνει το έργο της.

Άρθρο 131

Διαδικασία ψηφοφορίας- Ενστάσεις

1. Κάθε ψηφοφόρος ψηφίζει με την επίδειξη  της επαγγελματικής ή αστυνομικής του ταυτότητας  και εκφράζει τις προτιμήσεις του με τον ακόλουθο τρόπο:

α) Για τον πρόεδρο, τους συμβούλους και τους αντιπροσώπους για την ομοσπονδία επιλέγει ένα ενιαίο ψηφοδέλτιο συνδυασμού ή ανεξαρτήτων και:

αα) Αν επιλέξει ψηφοδέλτιο συνδυασμού, θέτει σταυρούς προτιμήσεως δίπλα στα ονόματα των υποψήφιων συμβούλων και αντιπροσώπων  για την ομοσπονδία, όχι περισσότερους από το μισό των εκλεγομένων, παραλειπομένου του κλάσματος. Κάθε ψηφοδέλτιο  συνδυασμού θεωρείται και ψήφος προς τον υποψήφιο πρόεδρο του συνδυασμού αυτού. Η τοποθέτηση σταυρού στο όνομα του υποψήφιου προέδρου δεν επιφέρει ακυρότητα του ψηφοδελτίου. Αν οι σταυροί προτιμήσεως είναι περισσότεροι των επιτρεπομένων ή δεν σημειώνονται σταυροί, το ψηφοδέλτιο θεωρείται έγκυρο υπέρ του συνδυασμού και του υποψήφιου προέδρου, χωρίς να υπολογίζονται σταυροί προτιμήσεως για τους λοιπούς υποψηφίους. Στην περίπτωση αυτή η παράλειψη υπολογισμού των σταυρών προτιμήσεως εκτιμάται χωριστά για την καθεμία από τις δύο ομάδες υποψηφίων, συμβούλων και αντιπροσώπων,

αβ) Αν ο ψηφοφόρος επιλέξει το ψηφοδέλτιο των ανεξάρτητων υποψηφίων, θέτει ένα σταυρό προτιμήσεως δίπλα στο όνομα ενός των υποψήφιων προέδρων και σταυρούς προτιμήσεως δίπλα στα ονόματα των υποψήφιων συμβούλων και αντιπροσώπων για την ομοσπονδία, που δεν μπορούν να υπερβαίνουν το μισό των εκλεγομένων, παραλειπομένου του κλάσματος. Σε όποια από τις ομάδες ανεξάρτητων υποψηφίων – προέδρων, συμβούλων, αντιπροσώπων – ο αριθμός των σταυρών προτιμήσεως είναι μεγαλύτερος του επιτρεπομένου, η ψήφος θεωρείται άκυρη μόνο για την ομάδα αυτή. Αν στο ψηφοδέλτιο ανεξαρτήτων περιλαμβάνεται ένας μόνο υποψήφιος, σε κάποια ή και σε όλες τις παραπάνω ομάδες, η σημείωση σταυρού προτιμήσεως είναι απαραίτητη για να υπολογισθεί ως  ψήφος υπέρ αυτού.

β) Για τα  μέλη της ελεγκτικής επιτροπής ο ψηφοφόρος σημειώνει την προτίμησή του με σταυρούς δίπλα στα ονόματα των υποψηφίων, όχι περισσότερους του αριθμού των εκλεγομένων.

γ) Ο ψηφοφόρος τοποθετεί τα δύο ψηφοδέλτια της τελικής επιλογής του – ένα συνδυασμού ή ανεξαρτήτων και ένα ελεγκτικής επιτροπής – στο φάκελο, που του χορηγείται από την εφορευτική επιτροπή, μονογραμμένο από τον πρόεδρό της και σφραγισμένο με τη σφραγίδα του συλλόγου, τον σφραγίζει και τον ρίχνει ο ίδιος στην ψηφοδόχο.

2. Οι υποψήφιοι πρόεδροι συνδυασμών , εφόσον τελικά ο συνδυασμός τους δεν ανέδειξε τον πρόεδρο, θεωρούνται πρώτοι σε σταυρούς προτιμήσεως του συνδυασμού τους και εκλέγονται σύμβουλοι μόνο στην περίπτωση που ο συνδυασμός τους συγκέντρωσε αριθμό ψήφων τουλάχιστον ίσο προς το ένα όγδοο των έγκυρων ψηφοδελτίων. Το ίδιο ισχύει και για την εκλογή τους ως αντιπροσώπων για την ομοσπονδία, εφόσον έχουν υποβάλει σχετική υποψηφιότητα.

3. Κανένας δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα υποψήφιος πρόεδρος και σύμβουλος ή μέλος της ελεγκτικής επιτροπής. Μόνο οι υποψήφιοι αντιπρόσωποι για την ομοσπονδία μπορούν ταυτόχρονα να είναι υποψήφιοι και για μία από τις προηγούμενες ιδιότητες.

4. Από την εφορευτική επιτροπή συντάσσεται και υπογράφεται πίνακας ψηφισάντων.

5. Η διαλογή των ψηφοδελτίων γίνεται με τον ακόλουθο τρόπο: Μετρούνται οι φάκελοι που βρίσκονται στην ψηφοδόχο και, εφόσον ο αριθμός τους είναι ίσος ή μικρότερος  του αριθμού των ψηφισάντων, η διαλογή συνεχίζεται. Στην περίπτωση που ο αριθμός των φακέλων είναι μεγαλύτερος του αριθμού των ψηφισάντων, η διαλογή συνεχίζεται, αφού προηγουμένως ο πρόεδρος της εφορευτικής επιτροπής αφαιρέσει στην τύχη και καταστρέψει, χωρίς να τους ανοίξει, αριθμό φακέλων ίσο προς τους πλεονάζοντες. Ο πρόεδρος της εφορευτικής επιτροπής ανοίγει έναν – έναν τους φακέλους, ανακοινώνει δυνατά το περιεχόμενό τους, αριθμεί και μονογράφει τα ψηφοδέλτια και φροντίζει για την καταχώρισή τους στο πρακτικό διαλογής. Η αρίθμηση είναι ιδιαίτερη για τα ψηφοδέλτια προέδρων, συμβούλων και αντιπροσώπων για την ομοσπονδία και ιδιαίτερα για τα ψηφοδέλτια της ελεγκτικής επιτροπής. Αν μέσα στο φάκελο βρεθούν περισσότερα από ένα ψηφοδέλτια για κάθε κατηγορία- προέδρων , συμβούλων, αντιπροσώπων  αφ’ ενός και ελεγκτικής επιτροπής αφ’ ετέρου – η ψήφος θεωρείται άκυρη ως προς την κατηγορία αυτή και μόνο. Τα άκυρα ψηφοδέλτια παραλείπονται από την αρίθμηση, σημειώνεται σε αυτά η ακυρότητα και φυλάσσονται. Είναι  άκυρα τα ψηφοδέλτια, που έχουν διακριτικά σημεία, αναγράφουν ονόματα μη ανακηρυχθέντων υποψηφίων ή έχουν πρόσθετες εγγραφές ή διαγραφές. Κατά της εγκυρότητας ή ακυρώσεως ψηφοδελτίου δικαιούνται μόνο οι υποψήφιοι να υποβάλουν προφορική ένσταση, επί της οποίας αποφαίνεται αμέσως η εφορευτική επιτροπή, η δε απόφασή της καταχωρείται στο σχετικό πρακτικό. Ενστάσεις κατά των αποφάσεων αυτών της εφορευτικής επιτροπής υποβάλλονται εγγράφως, καταχωρούνται στο πρακτικό διαλογής και επισυνάπτονται σ’ αυτό. Οι κατά το προηγούμενο εδάφιο ενστάσεις θεωρούνται ότι δεν υποβλήθηκαν, εφόσον ο ενιστάμενος δεν προσφύγει μέσα σε πέντε ημέρες από την επόμενη της ανακηρύξεως των επιτυχόντων στο αρμόδιο δικαστήριο.

Άρθρο 132

Εγκυρότητα αρχαιρεσιών – Επαναληπτικές αρχαιρεσίες

1. Είναι έγκυρες οι αρχαιρεσίες, εφόσον εψήφισαν τουλάχιστον τα μισά από τα μέλη, που έχουν δικαίωμα ψήφου.

2. Αν κατά την ημέρα των αρχαιρεσιών δεν ψηφίσει ο κατά την προηγούμενη παράγραφο απαιτούμενος αριθμός εκλογέων, η εκλογή  ματαιώνεται και οι φάκελοι με τα ψηφοδέλτια που έχουν μέσα καταστρέφονται χωρίς να ανοιχτούν. Για τα παραπάνω συντάσσεται από την εφορευτική επιτροπή πρακτικό, στο οποίο καταχωρούνται υποχρεωτικά οι τυχόν υποβαλλόμενες αντιρρήσεις από παριστάμενους υποψήφιους Προέδρους, που δικαιούνται να το υπογράψουν.  Το πρακτικό αυτό παραδίδεται στο σύλλογο μέχρι την επόμενη ημέρα. Το διοικητικό συμβούλιο του συλλόγου, με πρόσκλησή του που αποστέλλεται ταχυδρομικά, γνωστοποιεί στα μέλη του ότι απέβη άκαρπη η εκλογή και τα καλεί να προσέλθουν για επαναληπτική  εκλογή, ορίζοντας ημέρα διεξαγωγής της μετά από δέκα αλλά όχι πέραν των τριάντα ημερών από τη ματαίωσή της. Κατά την ημέρα αυτή οι αρχαιρεσίες είναι έγκυρες, αν ψηφίσει το ένα τέταρτο τουλάχιστον των δικαιούμενων ψήφου μελών, παραλειπομένου του κλάσματος. Κατά την επαναληπτική αυτή εκλογή υποψήφιοι είναι μόνο εκείνοι, που είχαν ανακηρυχθεί και έλαβαν μέρος στην προηγούμενη. Αν κατά την επαναληπτική εκλογή δεν ψηφίσει το παραπάνω ποσοστό, ο πρόεδρος της εφορευτικής επιτροπής ή οποιοδήποτε μέλος του συλλόγου ενημερώνει σχετικά τον Υπουργό Δικαιοσύνης, ο οποίος μπορεί με απόφασή του, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, να διαλύσει το σύλλογο αυτόν και να υπαγάγει τα μέλη του σε άλλο σύλλογο.

3. Το νέο διοικητικό συμβούλιο παραλαμβάνει από το προηγούμενο γραφεία, σφραγίδες, βιβλία, έγγραφα και γενικά όλη την περιουσία του συλλόγου, συντάσσεται δε σχετικό πρακτικό παράδοσης και παραλαβής.

4. Η θητεία του προηγούμενου διοικητικού συμβουλίου εξακολουθεί μέχρι να αναλάβει τα καθήκοντά του το νέο.

Άρθρο 133

Εκλογικό σύστημα – Εκλογή προέδρου- κατανομή εδρών

1. Η εκλογή των συμβούλων, της ελεγκτικής επιτροπής και των αντιπροσώπων για την ομοσπονδία γίνεται με το σύστημα της απλής αναλογικής.

2. Πρόεδρος εκλέγεται εκείνος, που συγκέντρωσε αριθμό ψήφων μεγαλύτερο από το μισό των έγκυρων ψηφοδελτίων.

3. Αν κατά τις αρχαιρεσίες κανένας υποψήφιος πρόεδρος δεν συγκεντρώσει αριθμό ψήφων μεγαλύτερο από το μισό των έγκυρων ψηφοδελτίων , επαναλαμβάνεται η εκλογή μόνο ως προς τον πρόεδρο μέσα σε δεκαπέντε ημέρες, καλούνται δε τα μέλη  με προσκλήσεις, που αποστέλλονται ταχυδρομικώς. Κατά την επαναληπτική αυτή εκλογή δεν απαιτείται η συμμετοχή του κατά την παράγραφο 1 του προηγούμενου άρθρου αριθμού εκλογέων, θεωρούνται δε ως υποψήφιοι πρόεδροι μόνο οι δύο πρώτοι, που κατά σειρά πλειοψήφησαν σχετικά κατά την πρώτη εκλογή, καθώς και όσοι τυχόν ισοψήφησαν με αυτούς. Η εκλογή διενεργείται ενώπιον της ίδιας εφορευτικής επιτροπής με ένα ψηφοδέλτιο στο οποίο αναγράφονται με αλφαβητική σειρά και κάτω από την ένδειξη «ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ ΠΡΟΕΔΡΟΙ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΗΣ ΕΚΛΟΓΗΣ» τα ονοματεπώνυμα και πατρώνυμα των υποψήφιων προέδρων. Η προτίμηση εκδηλώνεται με την τοποθέτηση σταυρού δίπλα στο ονοματεπώνυμο του υποψηφίου. Ψήφοι που δεν φέρουν σταυρό προτιμήσεως ή φέρουν περισσότερους από έναν θεωρούνται άκυρες. Για την έναρξη και λήξη της εκλογής, τη διαδικασία της διεξαγωγής της , τις ενστάσεις, τη διαλογή και την ανακήρυξη εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των προηγούμενων άρθρων. Πρόεδρος εκλέγεται εκείνος, που συγκεντρώνει τις περισσότερες ψήφους, σε ισοψηφία δε διενεργείται κλήρωση από την εφορευτική επιτροπή.

4. Ο υπολογισμός για την κατανομή των εδρών είναι αυτοτελής για κάθε ομάδα υποψηφίων -συμβούλων και αντιπροσώπων για την ομοσπονδία- και γίνεται με τον ακόλουθο τρόπο:

α) Διαιρείται το σύνολο των έγκυρων ψηφοδελτίων με τον αριθμό των εκλεγόμενων συμβούλων ή αντιπροσώπων για την ομοσπονδία αντίστοιχα και το πηλίκον, παραλειπομένου του κλάσματος, αποτελεί αντίστοιχα το  εκλογικό μέτρο. Κάθε συνδυασμός εκλέγει τόσους συμβούλους ή αντιπροσώπους για την ομοσπονδία, όσες φορές αντίστοιχα το εκλογικό μέτρο χωράει στο σύνολο των ψηφοδελτίων που έλαβε ο συνδυασμός, παραλειπομένου του κλάσματος. Επίσης ανεξάρτητοι υποψήφιοι σύμβουλοι ή αντιπρόσωποι για την ομοσπονδία εκλέγονται, εφόσον συγκέντρωσαν αριθμό σταυρών ίσο τουλάχιστον προς το εκλογικό μέτρο.

β) Αν από την πρώτη κατανομή μείνουν αδιάθετες έδρες, αυτές κατανέμονται μόνο μεταξύ των συνδυασμών, που έλαβαν έδρα κατά την πρώτη κατανομή και των συνδυασμών που δεν έλαβαν μεν έδρα κατά την πρώτη κατανομή αλλά ο αριθμός των ψήφων που έλαβαν είναι τουλάχιστον ίσος προς το μισό του εκλογικού μέτρου, παραλειπομένου του κλάσματος, οι δε έδρες περιέρχονται κατά σειρά στους έχοντες τα μεγαλύτερα υπόλοιπα, σε περίπτωση δε ισοψηφίας διενεργείται κλήρωση από την εφορευτική επιτροπή.

γ) Αν μετά και τη δεύτερη κατανομή μείνουν αδιάθετες έδρες, περιέρχονται στον πρώτο κατά σειρά επιτυχίας συνδυασμό, αν δε ισοψηφούν στην πρώτη θέση περισσότεροι του ενός συνδυασμοί, οι έδρες κατανέμονται ισομερώς μεταξύ αυτών, εφόσον τούτο είναι εφικτό, διαφορετικά γίνεται κλήρωση για το μέρος και μόνο που δεν είναι εφικτή η ισομερής κατανομή.

δ) Από τα ψηφοδέλτια των συνδυασμών σύμβουλοι και αντιπρόσωποι για την ομοσπονδία εκλέγονται κατά σειρά εκείνοι, που έλαβαν τους περισσότερους σταυρούς προτιμήσεως, οι δε λοιποί θεωρούνται επιλαχόντες. Σε περίπτωση ισοψηφίας γίνεται κλήρωση από την εφορευτική επιτροπή μεταξύ των εχόντων ίσο αριθμό σταυρών προτιμήσεως για τον καθορισμό της σειράς επιτυχίας.

ε) Αν από την πρώτη κατανομή δεν πήρε έδρες κανένας συνδυασμός, τότε όλοι οι υποψήφιοι θεωρούνται ανεξάρτητοι και εκλέγονται κατά σειρά εκείνοι που έλαβαν τους περισσότερους σταυρούς προτιμήσεως, οι δε λοιποί θεωρούνται επιλαχόντες κατά σειρά προτιμήσεως, εφόσον έλαβαν τουλάχιστο δύο σταυρούς. Σε περίπτωση ισοψηφίας ενεργείται από την εφορευτική επιτροπή κλήρωση για τον καθορισμό της σειράς επιτυχίας.

στ) Εφόσον εκλεγμένος σύμβουλος ή αντιπρόσωπος στην ομοσπονδία δεν αποδεχθεί  ή χάσει την ιδιότητά του αυτή, αν μεν προέρχεται  από συνδυασμό, τη θέση του καταλαμβάνει ο επόμενος κατά σειρά επιτυχίας από τον ίδιο συνδυασμό, αν δε προέρχεται από το ψηφοδέλτιο των ανεξαρτήτων, η έδρα αυτή θεωρείται αδιάθετη από την πρώτη κατανομή και γίνεται εκ νέου υπολογισμός από το διοικητικό συμβούλιο του συλλόγου για τις επόμενες κατανομές σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος.

5. Μέλη της ελεγκτικής επιτροπής εκλέγονται κατά σειρά εκείνοι,  που έλαβαν τους περισσότερους σταυρούς προτιμήσεως και οι υπόλοιποι, εφόσον έλαβαν τουλάχιστο δύο σταυρούς προτιμήσεως, θεωρούνται επιλαχόντες. Σε περίπτωση ισοψηφίας διενεργείται από την εφορευτική επιτροπή κλήρωση για τον καθορισμό της σειράς επιτυχίας.

Άρθρο 134

Ενστάσεις κατά του κύρους των εκλογών

1. Το αποτέλεσμα της εκλογής, με βάση το πρωτόκολλο διαλογής της εφορευτικής επιτροπής και το πρακτικό των αρχαιρεσιών, τοιχοκολλάται από τον πρόεδρο της εφορευτικής επιτροπής στο κατάστημα του συλλόγου και γνωστοποιείται στον πρόεδρό του μέσα σε δύο ημέρες, υποβάλλεται δε στον Υπουργό Δικαιοσύνης το αργότερο μέσα σε πέντε ημέρες. Μετά την πάροδο της προθεσμίας για την υποβολή ενστάσεων ή την απόρριψή τους, ο Υπουργός Δικαιοσύνης δημοσιεύει στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μέσα σε τριάντα ημέρες τα ονόματα των εκλεγέντων. Αν περάσει άπρακτη η προθεσμία αυτή, η δημοσίευση θεωρείται ότι έγινε την τριακοστή ημέρα.

2. Ένσταση κατά του κύρους των αρχαιρεσιών ή της εκλογής υποψηφίων επιτρέπεται μόνο σε ανακηρυχθέντα υποψήφιο που έχει έννομο συμφέρον.

3. Η ένσταση γίνεται μέσα σε τρεις ημέρες από την κατά την παράγραφο 1 του παρόντος τοιχοκόλληση, με κατάθεση δικογράφου, και εκδικάζεται από το πολυμελές διοικητικό πρωτοδικείο της έδρας του συλλόγου μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την άσκησή της.

4. Αντίγραφο της ενστάσεως με την πράξη προσδιορισμού της δικασίμου επιδίδεται με φροντίδα του ενισταμένου στον πρόεδρο του συλλόγου  και στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, το οποίο τηρείται ενήμερο για την πορεία της ενστάσεως με μέριμνα του αρμόδιου γραμματέα.

5. Αν η ένσταση στρέφεται κατά της εκλογής συγκεκριμένων προσώπων, αντίγραφο αυτής με κλήση προς εμφάνιση κατά τη συζήτηση επιδίδεται επίσης προς αυτούς νόμιμα.

6. Αν ο ενιστάμενος δεν παραστεί κατά τη συζήτηση, η ένσταση απορρίπτεται. Αν δεν εμφανιστούν εκείνοι, κατά της εκλογής των οποίων στρέφεται η ένσταση , η υπόθεση συζητείται σαν να είναι παρόντες.

7. Κατά της εκδοθείσας αποφάσεως επιτρέπεται μόνο η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας αποκλειστικά για λόγους μη νόμιμης κλητεύσεως ή ανώτερης βίας. Η ανακοπή είναι απαράδεκτη αν δεν ασκηθεί μέσα σε πέντε ημέρες από τη δημοσίευση της αποφάσεως, δικάζεται δε μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την κατάθεσή της. Άλλο ένδικο μέσο αποκλείεται.

8. Σε περίπτωση ολικής ακυρώσεως των αρχαιρεσιών, με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου ορίζεται νέα ημέρα διεξαγωγής αυτών μετά από είκοσι και όχι πέραν των σαράντα ημερών από την τελεσίδικη ακύρωσή τους. Στις αρχαιρεσίες αυτές οι υποψηφιότητες υποβάλλονται δέκα τουλάχιστον ημέρες πριν από την εκλογή.

9. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται και στην περίπτωση ακυρώσεως της εκλογής του προέδρου.

Άρθρο 135

Νέες ή συμπληρωματικές εκλογές

1. Σε περίπτωση που χηρεύσει η θέση του προέδρου για οποιονδήποτε λόγο στα δύο πρώτα έτη της θητείας του, γίνεται νέα εκλογή προέδρου. Αν χηρεύσει κατά το τρίτο έτος της θητείας, η θέση καταλαμβάνεται από τον αντιπρόεδρο, συμπληρώνεται η κενή θέση στο διοικητικό συμβούλιο, σύμφωνα με τη διάταξη της περιπτώσεως στ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 133 του παρόντος και εκλέγεται ο νέος αντιπρόεδρος.

2. Σε περίπτωση εξαντλήσεως του αριθμού των επιλαχόντων μελών και εφόσον καθίσταται εκ του λόγου αυτού αδύνατη η επίτευξη απαρτίας των οργάνων στα οποία μετέχουν, ενεργούνται νέες αρχαιρεσίες για την ανάδειξη των ελλειπόντων.

3. Στις κατά τις προηγούμενες παραγράφους συμπληρωματικές αρχαιρεσίες εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παραγράφου 8 του προηγούμενου άρθρου. Η θητεία των κατά το παρόν άρθρο εκλεγομένων λήγει κατά το χρόνο λήξεως της θητείας των λοιπών.

4. Αν λείπουν τα απαιτούμενα για τη διοίκηση του συλλόγου πρόσωπα, διορίζεται προσωρινή διοίκηση, σύμφωνα με το άρθρο 69 του Αστικού Κώδικα.

Άρθρο 136

Έκπτωση εκλεγμένων

1. Αποβάλλει αυτοδίκαια την ιδιότητα του προέδρου, συμβούλου, μέλους της ελεγκτικής επιτροπής ή αντιπροσώπου στην ομοσπονδία εκείνος που: α) έχασε την ιδιότητα του δικαστικού επιμελητή, β) τέθηκε σε αργία, γ) βρίσκεται σε αναστολή, και δ) τιμωρήθηκε τελεσίδικα σε πειθαρχική ποινή τουλάχιστον προσωρινής παύσεως.

2. Με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του συλλόγου, που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών του και υπόκειται στην έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης, μπορεί να κηρυχθεί έκπτωτος από τη θέση του προέδρου, συμβούλου, μέλους της ελεγκτικής επιτροπής ή αντιπροσώπου στην ομοσπονδία εκείνος που: α) απουσιάζει αδικαιολόγητα από τρεις συνεχόμενες συνεδριάσεις του οργάνου, στο οποίο μετέχει, β) απέχει αδικαιολόγητα από την άσκηση των καθηκόντων του αυτών για συνεχόμενο διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών και γ) δεν ανταποκρίνεται εμπρόθεσμα στις οικονομικές του υποχρεώσεις προς τον οικείο σύλλογο και την ομοσπονδία.

3. Ο πρόεδρος του συλλόγου, οι σύμβουλοι, τα μέλη της ελεγκτικής επιτροπής και οι αντιπρόσωποι στην ομοσπονδία δικαιούνται να παραιτηθούν.

4. Στις περιπτώσεις των προηγούμενων παραγράφων οι χηρεύουσες θέσεις συμπληρώνονται με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του εδαφίου στ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 133 και των άρθρων 134 και 135 του παρόντος.

Άρθρο 137

Καθορισμός εξόδων παραστάσεως

1. Η υπηρεσία του προέδρου του συλλόγου, των συμβούλων, των μελών της ελεγκτικής επιτροπής και των αντιπροσώπων στην ομοσπονδία είναι άμισθη.

2. Κατ’ εξαίρεση ο πρόεδρος του συλλόγου, ο γενικός γραμματέας και ο ταμίας λαμβάνουν έξοδα παραστάσεως που  καθορίζονται από το διοικητικό συμβούλιο και εγκρίνονται από τη γενική συνέλευση. Τα έξοδα αυτά κατ΄ έτος δεν μπορεί να υπολείπονται, αλλά ούτε και να υπερβαίνουν το διπλάσιο, του ισάξιου της αμοιβής των: α) εκατόν είκοσι επιδόσεων για συλλόγους των οποίων ο αριθμός των μελών δεν υπερβαίνει τα εκατό, β) διακοσίων είκοσι επιδόσεων για συλλόγους των οποίων ο αριθμός των μελών είναι μεγαλύτερος των εκατό και δεν υπερβαίνει τα διακόσια, γ) τετρακοσίων είκοσι επιδόσεων για συλλόγους των οποίων ο αριθμός των μελών είναι μεγαλύτερος των διακοσίων και δεν υπερβαίνει τα τετρακόσια, δ) οκτακοσίων επιδόσεων για συλλόγους των οποίων ο αριθμός των μελών είναι μεγαλύτερος των τετρακοσίων και δεν υπερβαίνει τα οκτακόσια και ε) χιλίων τριακοσίων επιδόσεων για συλλόγους των οποίων ο αριθμός των μελών είναι μεγαλύτερος των οκτακοσίων.

Σε κάθε περίπτωση το συνολικά καταβαλλόμενο, σύμφωνα με τα παραπάνω, ποσό δεν μπορεί να υπερβαίνει: α) το ένα τρίτο των συνολικών ετήσιων εσόδων του συλλόγου στην περίπτωση «α» του προηγούμενου εδαφίου, β) το ένα τέταρτο αυτών στην περίπτωση «β» του προηγούμενου εδαφίου και γ) το ένα πέμπτο αυτών σε κάθε άλλη περίπτωση.

 Από το ποσό αυτό τα πέντε όγδοα αναλογούν στο πρόεδρο και τα τρία όγδοα κατανέμονται ισομερώς στο γενικό γραμματέα και τον ταμία.

*** Το τρίτο εδάφιο αντικαταστάθηκε ως άνω με το εδάφ. στ΄ παρ. 24 άρθρ. 3 ν.2479/1997 (ΦΕΚ 67 Α΄/1197).

3. Ο πρόεδρος της ομοσπονδίας και τα μέλη της εκτελεστικής της γραμματείας λαμβάνουν έξοδα παραστάσεως, τα οποία καθορίζονται από την εκτελεστική γραμματεία και εγκρίνονται από τη συνέλευση της ομοσπονδίας. Τα έξοδα αυτά δεν μπορεί να υπολείπονται, για μεν τον πρόεδρο της ομοσπονδίας εκείνων του προέδρου του συλλόγου Αθήνας- Πειραιά- Αιγαίου- Δωδεκανήσου, για δε τα μέλη της εκτελεστικής γραμματείας εκείνων του γενικού γραμματέα του ίδιου συλλόγου.

Επίσης τα έξοδα αυτά δεν μπορούν να υπερβαίνουν τα ανώτατα επιτρεπόμενα από τον παρόντα νόμο για τους αμέσως πιο πάνω αναφερόμενους.

*** Το τελευταίο εδάφιο προστέθηκε με το εδαφ. ζ΄ παρ. 24 άρθρ. 3 ν. 2479/1997. (ΦΕΚ 67 Α΄/1997).

4.Μέλος που μετακινείται στα πλαίσια εκτελέσεως εντολής του συλλόγου ή της ομοσπονδίας λαμβάνει κάθε ποσό που δαπανά, με βάση παραστατικά έγγραφα, καθώς και ημερήσια αποζημίωση ίση τουλάχιστον προς το πενταπλάσιο της αμοιβής μιας επιδόσεως. Το σχετικό ποσό εγκρίνεται από το διοικητικό συμβούλιο και την εκτελεστική γραμματεία αντίστοιχα.

Άρθρο 138

Πρόταση μομφής

1. Πρόταση μομφής κατά του προέδρου του συλλόγου, των συμβούλων, των μελών της ελεγκτικής επιτροπής και των αντιπροσώπων στην ομοσπονδία συζητείται αν το ζητήσουν εγγράφως από το διοικητικό συμβούλιο το ένα όγδοο τουλάχιστον των εχόντων δικαίωμα ψήφου μελών.

2. Η πρόταση συζητείται σε ειδική έκτακτη γενική συνέλευση του συλλόγου, κατά την οποία δεν επιτρέπεται η συζήτηση άλλου θέματος. Περισσότερες προτάσεις μομφής, καθώς και όσες έχουν κατατεθεί μέχρι την προηγούμενη ημέρα της ειδικής αυτής συνελεύσεως, συζητούνται στην ίδια συνέλευση.

3. Το διοικητικό συμβούλιο του συλλόγου είναι υποχρεωμένο να συγκαλέσει τη συνέλευση αυτή μέσα σε τριάντα ημέρες από την υποβολή της σχετικής αιτήσεως.

4. Οι διατάξεις του άρθρου 98 του παρόντος εφαρμόζονται και στην ειδική αυτή συνέλευση.

5. Η έκτακτη γενική συνέλευση για τη συζήτηση προτάσεων μομφής σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος βρίσκεται σε απαρτία αν παρίστανται κατά τη λήψη της σχετικής αποφάσεως το ένα τρίτο τουλάχιστον του συνόλου των μελών, η δε σχετική απόφαση για την αποδοχή της προτάσεως λαμβάνεται με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να είναι μικρότερη του ενός τετάρτου του συνόλου των δικαιούμενων ψήφου μελών. Σε κάθε άλλη περίπτωση η πρόταση μομφής θεωρείται ότι απορρίπτεται.

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

ΤΕΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 139

Τήρηση βιβλίων και αρχείου- τρόπος κατανομής επαγγελματικής ύλης

1. Με αποφάσεις του Υπουργού Δικαιοσύνης, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται:

α) Κάθε λεπτομέρεια σχετική με την τήρηση  και τη φύλαξη του αρχείου των δικαστικών επιμελητών.

β) Ο τύπος των βιβλίων που τηρούνται από τους δικαστικούς επιμελητές σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις και κάθε λεπτομέρεια σχετική με την τήρησή τους και

γ) κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή διατάξεων του παρόντος.

2. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και των συναρμόδιων υπουργών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται ο τρόπος και οι λεπτομέρειες κατανομής, μεταξύ των δικαστικών επιμελητών της ίδιας κατά τόπον αρμοδιότητας, της επαγγελματικής ύλης που προκύπτει από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 51 του παρόντος πηγές.

3. Αν για τη λειτουργία συλλογικού οργάνου προβλεπόμενου από τον παρόντα νόμο απαιτείται κατά τις διατάξεις του ο προσδιορισμός ποσοστού, το τυχόν προκύπτον κλάσμα αν είναι μικρότερο του μισού της μονάδας δεν υπολογίζεται, αν δε είναι ίσο προς το μισό τουλάχιστο λογίζεται ως ακέραια μονάδα. Η παρούσα διάταξη δεν ισχύει σε περιπτώσεις, που ειδικές διατάξεις του παρόντος προβλέπουν διαφορετικά .

4. Από την έναρξη της ισχύος του παρόντος ο μέχρι τώρα «Σύλλογος Δικαστικών Επιμελητών Εφετείου Λάρισας», μετονομάζεται σε «Σύλλογο Δικαστικών Επιμελητών Εφετείων Λάρισας – Δυτικής Μακεδονίας». Στο Σύλλογο αυτόν μετεγγράφονται υποχρεωτικά από το σύλλογο Εφετείου Θεσσαλονίκης μέσα σε δύο μήνες και καθίστανται μέλη του οι δικαστικοί επιμελητές των Πρωτοδικείων Καστοριάς και Φλώρινας. Η μετεγγραφή ενεργείται με φροντίδα του προέδρου του συλλόγου στον οποίο μετεγγράφονται, από δε της μετεγγραφής διαγράφονται αυτομάτως από τα μητρώα του συλλόγου από τον οποίο μετακινούνται και οι φάκελοι με τα ατομικά τους στοιχεία παραδίδονται χωρίς υπαίτια βραδύτητα στο νέο τους σύλλογο. Τα δελτία ταυτότητας των μετεγγραφομένων ισχύουν μέχρι να αντικατασταθούν από το νέο σύλλογό τους σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος. Για τη μετεγγραφή οι σύλλογοι ενημερώνουν αντίστοιχα τους οικείους εισαγγελείς πρωτοδικών.

Άρθρο 140

Δυνατότητα ίδρυσης σχολής Δικαστικών Επιμελητών

1. Με προεδρικό διάταγμα, εκδιδόμενο μετά από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, μπορεί να συσταθεί ειδική σχολή για την υποχρεωτική φοίτηση των επιτυχόντων δικαστικών επιμελητών.

2. Η σχολή θα συσταθεί μετά από πρόταση της ομοσπονδίας δικαστικών επιμελητών, η οποία θα έχει την ευθύνη και τον έλεγχο της λειτουργίας της, θα καλύπτει δε και τις σχετικές δαπάνες.

3. Η διάρκεια φοιτήσεως που δεν μπορεί να είναι μικρότερη του έτους ούτε μεγαλύτερη των τριών ετών, το πρόγραμμα σπουδών, το διδακτικό προσωπικό, οι συνέπειες της μη επιτυχούς φοιτήσεως, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των σπουδαστών και κάθε άλλη λεπτομέρεια θα καθορίζονται με το ίδιο προεδρικό διάταγμα.

Άρθρο 141

Εκκρεμείς πειθαρχικές δίκες

1. Οι πειθαρχικές δίκες, που εκκρεμούν κατά  την έναρξη ισχύος του παρόντος, εκδικάζονται από τα προβλεπόμενα στον παρόντα νόμο πειθαρχικά συμβούλια και με τη διαδικασία που καθορίζεται από αυτόν. Οι εκκρεμείς πειθαρχικές δικογραφίες διαβιβάζονται αμέσως στα πειθαρχικά συμβούλια του παρόντος με μέριμνα των οικείων εισαγγελέων πρωτοδικών.

2. Ο πρώτος μετά την έναρξη της ισχύος του παρόντος διαγωνισμός για την κάλυψη κενών οργανικών θέσεων δικαστικών επιμελητών θα γίνει σύμφωνα με τα άρθρα 3 και επόμενα του παρόντος, μέσα στο επόμενο έτος από την έναρξη της ισχύος του. Για τον πρώτο μετά την έναρξη της ισχύος του παρόντος διαγωνισμό η ηλικία και τα λοιπά προσόντα των ήδη ασκουμένων κρίνονται με τις προϊσχύουσες διατάξεις, μπορούν όμως να διοριστούν και οι έχοντες ήδη συμπληρώσει το εικοστό δεύτερο έτος της ηλικίας, καθώς και οι συμπληρούντες το τεσσαρακοστό έτος κατά το τέλος του έτους ενάρξεως της ισχύος του παρόντος.

3. Υποψήφιοι που γράφτηκαν ως ασκούμενοι πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος, μπορούν να λάβουν μέρος στους διαγωνισμούς μέχρι και του έτους 1997, έστω και αν έχουν υπερβεί το 35ο έτος της ηλικίας τους και να διοριστούν εφόσον επιτύχουν.

*** Η παρ. 3 προστέθηκε με το εδαφ. η΄ παρ. 24 άρθρ.3 ν.2479/1997 (ΦΕΚ 67 Α΄/6-5-1997)

Άρθρο 142

Εκλογές μετά την ισχύ του παρόντος νόμου, προσωρινή εκτελεστική γραμματεία Ομοσπονδίας

1. Οι πρώτες αρχαιρεσίες για την ανάδειξη προέδρων, συμβούλων, μελών των ελεγκτικών επιτροπών και αντιπροσώπων για την ομοσπονδία θα γίνουν εντός του Οκτωβρίου του έτους ενάρξεως της ισχύος του παρόντος. Οι σύλλογοι οφείλουν να συγκαλέσουν έκτακτη γενική συνέλευση εντός του δεύτερου δεκαπενθήμερου του Σεπτεμβρίου, προκειμένου να γίνει ο απολογισμός των απερχόμενων διοικητικών συμβουλίων και η εκλογή της εφορευτικής επιτροπής των αρχαιρεσιών με ανάλογη εφαρμογή των παραγράφων 3, 4 και 5 του άρθρου 124 του παρόντος, χωρίς να αποκλείεται και η συζήτηση άλλων θεμάτων. Για τις πρώτες αυτές αρχαιρεσίες ο μεν κατάλογος των εχόντων δικαίωμα ψήφου καταρτίζεται κατά μήνα Αύγουστο, με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 126 του παρόντος, η δε υποβολή αιτήσεων υποψηφίων πρέπει να γίνει στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του ίδιου μήνα , με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 127 και επόμενα του παρόντος.

Η θητεία των οργάνων που θα εκλεγούν στις αρχαιρεσίες αυτές λήγει την τριακοστή Απριλίου του έτους χίλια εννιακόσια ενενήντα οκτώ.

2. Μέχρι να διενεργηθούν οι κατά την προηγούμενη παράγραφο αρχαιρεσίες συνεχίζεται η θητεία των διοικήσεων και ελεγκτικών επιτροπών που υπάρχουν.

3. Μέχρι την εκλογή των μελών της, η ομοσπονδία δικαστικών επιμελητών θα διοικείται από επταμελή εκτελεστική γραμματεία, αποτελούμενη από τον πρόεδρο του συλλόγου δικαστικών επιμελητών Αθήνας- Πειραιά- Αιγαίου – Δωδεκανήσου, δύο συμβούλους του ίδιου συλλόγου, που θα οριστούν με απόφαση του διοικητικού του συμβουλίου και από ένα μέλος του διοικητικού συμβουλίου των τεσσάρων μεγαλύτερων, από τους υπόλοιπους, συλλόγων της χώρας, που θα οριστούν με αποφάσεις των διοικητικών τους συμβουλίων. Με τις ίδιες αποφάσεις θα ορίζονται και αντίστοιχα αναπληρωματικά μέλη. Οι σύλλογοι οφείλουν να ενημερώσουν μέσα σε δέκα ημέρες από την έναρξη ισχύος του παρόντος τον πρόεδρο του συλλόγου Αθήνας – Πειραιά – Αιγαίου –Δωδεκανήσου για τα πρόσωπα του προηγούμενου εδαφίου, αυτός δε υποχρεούται μέσα σε δέκα ημέρες από τη λήξη της προηγούμενης προθεσμίας να συγκαλέσει τα μέλη της προσωρινής εκτελεστικής γραμματείας προκειμένου να συγκροτηθούν σε σώμα εκλέγοντας τον πρόεδρο, τους τρεις αντιπροέδρους, το γενικό γραμματέα, τον αναπληρωτή γενικό γραμματέα και τον ταμία, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος. Η προσωρινή εκτελεστική γραμματεία, μέχρι την πρώτη σύνοδο της αιρετής ομοσπονδίας, ασκεί όλα τα καθήκοντα που προβλέπονται στα άρθρα 117, 118, 119 και 122 εκτός από εκείνα των περιπτώσεων β΄, δ΄, και η΄ του άρθρου 117 του παρόντος.

Άρθρο 143

Διατάξεις που καταργούνται ή διατηρούνται

1. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργούνται:

α) το νομοθετικό διάταγμα 1210/1972 Περί κώδικος  δικαστικών επιμελητών και

β) κάθε διάταξη νόμου, γενική ή ειδική, που είναι αντίθετη προς τον παρόντα ή αναφέρεται σε θέματα, που ρυθμίζονται από αυτόν.

2. Διατηρούνται σε ισχύ διατάξεις, με τις οποίες ορίζονται ως αρμόδια όργανα πρόσωπα ή όργανα για την ενέργεια πράξεων αρμοδιότητας δικαστικού επιμελητή, που αφορούν το Δημόσιο, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οργανισμούς και επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας.

3. Προεδρικά διατάγματα και υπουργικές αποφάσεις, που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότηση διατάξεων του νομοθετικού διατάγματος 1210/1972, εξακολουθούν να ισχύουν μέχρις εκδόσεως νεωτέρων κατά τον παρόντα νόμο.

4.  Η διάταξη του άρθρου 25 του ν. 1941/1991 ισχύει και για τους δικαστικούς επιμελητές.

Άρθρο 144

Εξαίρεση για παρακολούθηση σεμιναρίων

Εξαιρούνται από την υποχρέωση της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του παρόντος οι κατά την έναρξη της ισχύος του ασκούμενοι δικαστικοί επιμελητές που θα λάβουν μέρος στον πρώτο μετά την ισχύ του διαγωνισμό.

Άρθρο δεύτερο

Υπηρέτηση μέχρι το 68ο  έτος – ποιοι το δικαιούνται

1. Οι υπηρετούντες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος δικαστικοί επιμελητές μπορούν να παραμένουν στην υπηρεσία και μετά το 65ο έτος της ηλικίας τους για τη συμπλήρωση και μόνο χρόνου πλήρους σύνταξης, σε καμία όμως περίπτωση πέραν του 68ου έτους της ηλικίας τους.

2. Η ισχύς του παρόντος αρχίζει μετά ένα μήνα από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός από τις διατάξεις των άρθρων 117 έως 119 , 121, 122,  και 142 του παρόντος, που ισχύουν από τη δημοσίευσή του.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα 19 Ιουνίου 1995

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ    ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ Γ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ 

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Α. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ     Α. ΠΕΠΟΝΗΣ              

ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ   Ι. ΒΑΛΥΡΑΚΗΣ

Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους

 Αθήνα 19 Ιουνίου 1995

 Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ    Α. ΠΕΠΟΝΗΣ