Στον Κώδικα των Δικαστικών Επιμελητών (Ν. 2318/1995 ΦΕΚ 128Α) έχει προστεθεί πλέον η παρ. 2γ με το άρθρο 27 του Ν. 4745/2020 (ΦΕΚ 214 Α).
‘Αρθρο 1.- Καθήκοντα Δικαστικών Επιμελητών.
1. Ο δικαστικός επιμελητής είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός.
2. Έργο του δικαστικού επιμελητή είναι:
α) Η επίδοση δικογράφων και εξώδικων εγγράφων, καθώς και η κοινοποίηση, γνωστοποίηση, διαβίβαση ή άλλη συναφής διαδικαστική πράξη με φυσικό τρόπο ή με ηλεκτρονικά μέσα,
β) η εκτέλεση των εκτελεστών τίτλων που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 904 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας,
γ) η σύνταξη διαπιστωτικών εκθέσεων για πραγματικά περιστατικά, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, με βάση νόμο ή δικαστική απόφαση και
δ) η εκτέλεση κάθε άλλου καθήκοντος, που του ανατίθεται με νόμο.
Εισηγητική έκθεση επί του άρθρου που αφορά στις διαπιστωτικές εκθέσεις.
Οι δικαστικοί επιμελητές είναι δημόσιοι λειτουργοί της Δικαιοσύνης και ενεργούν προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος. Ο ρόλος τους στην προδικασία της δίκης και στην εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων προβλέπεται από το νόμο και είναι θεμελιώδης για τα συνταγματικά δικαιώματα των πολιτών – διαδίκων, την ασφάλεια δικαίου, την ταχύτητα και την αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης.
Βασικοί παράγοντες για την επίτευξη αυτών των στόχων, σε ενωσιακό κι εθνικό επίπεδο, ιδιαίτερα στη σύγχρονη εποχή των ταχύτατων τεχνολογικών εξελίξεων, είναι η προσκόμιση και προστασία των αποδεικτικών στοιχείων και η λήψη αποδεικτικού υλικού πληροφόρησης, σε συνδυασμό με προσωρινές διαταγές και ασφαλιστικά μέτρα συντηρητικής κατάσχεσης, αγωγές και απαγορευτικές διατάξεις.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, με τη συγκεκριμένη τροποποίηση, προστίθεται, ρητά, στο έργο των δικαστικών επιμελητών, και ειδικότερα στην παρ. 2 του άρθρου 1 του Κώδικα Δικαστικών Επιμελητών (που έχει κυρωθεί με το ν. 2318/1995), η δυνατότητα σύνταξης διαπιστωτικών εκθέσεων για πραγματικά περιστατικά, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, με βάση νόμο ή δικαστική απόφαση. Ήδη, η αμοιβή των δικαστικών επιμελητών για τη σύνταξη διαπιστωτικών εκθέσεων έχει καθοριστεί από το έτος 2008 με την κοινή υπουργική απόφαση υπ’ αρ. 2/54638/0022 (Β’ 1716/26.08.2008).
Οι δικαστικοί επιμελητές, κατά το ημεδαπό αστικό δικονομικό δίκαιο, ενεργούν ως όργανα επίδοσης και ως τα κύρια όργανα της εκτελεστικής διαδικασίας σε πολλά είδη αναγκαστικής εκτέλεσης (άμεση εκτέλεση, εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων). Σε αμφότερες τις κατηγορίες ενεργειών τους, συντάσσουν διαπιστωτική έκθεση, αφενός για κάθε πράξη επίδοσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 139 του ΚΠολΔ, και, αφετέρου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 931 του ΚΠολΔ, για κάθε πράξη της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης.
Επιπλέον, η ανάθεση της διενέργειας πραγματικών διαπιστώσεων σε δικαστικούς επιμελητές είναι δυνατό να γίνει στο πλαίσιο κάθε εκκρεμούς δίκης, καθώς επίσης διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως, όταν για την εξασφάλιση αποδεικτικής βεβαιότητας κρίνεται επιβεβλημένη η διενέργεια τέτοιων διαπιστώσεων από αυτούς, ενεργούντες με βάση το νόμο ή εντολή (προσωρινή διαταγή ή απόφαση) δικαστηρίου. Άλλωστε, παρέμβαση άλλου δημόσιου λειτουργού στις διαδικασίες εκκρεμών δικών και αναγκαστικής εκτέλεσης, που προαναφέρθηκαν, δεν προβλέπεται από την ημεδαπή δικονομική έννομη τάξη, με συνέπεια να κρίνεται επιβεβλημένη η ρητή θεσμοθέτηση αυτής της συμμετοχής των δικαστικών επιμελητών στις ανωτέρω διαδικασίες και η χορήγηση σε αυτούς εξουσίας βεβαιώσεως πραγματικών περιστατικών, κρίσιμων για την απόδειξη των αντίστοιχων ουσιαστικών ισχυρισμών των διαδίκων προς σχηματισμό πλήρους δικανικής πεποιθήσεως, Εάν η διαπίστωση προϋποθέτει ειδικές τεχνικές, ή επιστημονικές γνώσεις, τότε, ο δικαστικός επιμελητής συνεπικουρείται από εξειδικευμένο τεχνικό σύμβουλο, ο οποίος διαθέτει τις γνώσεις αυτές και ορίζεται από τον δικαστικό επιμελητή, ο οποίος έχει την αρμοδιότητα της εξακρίβωσης των πραγματικών περιστατικών και συντάσσει τη διαπιστωτική έκθεση, η οποία περιέχει, όπου χρειάζεται, φωτογραφικό υλικό και κάθε είδους στοιχεία, παρουσιάζοντας τα πραγματικά γεγονότα με αντικειμενικό τρόπο.
Παράλληλα με τη σπουδαιότητα με την οποία περιβάλλει ο ΚΠολΔ την αποδεικτική διαδικασία και την πρόβλεψη ασφαλιστικών μέτρων προς συλλογή και διαφύλαξη των αντίστοιχων αποδεικτικών στοιχείων, επισημαίνεται η σημασία που αποδίδεται, με ειδικές διατάξεις δικονομικού χαρακτήρα της ΕΕ, στην ταχεία, πλήρη και αποτελεσματική εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας από τα κράτη-μέλη, ιδιαίτερα, μέσω της άμεσης εξ αρχής συγκέντρωσης και προστασίας των αποδεικτικών στοιχείων, με την καταγραφή τους βάσει διαπιστωτικών εκθέσεων που συντάσσονται από δικαστικούς επιμελητές κατόπιν έκδοσης προσωρινών διαταγών. Ενδεικτικές είναι οι περιπτώσεις των διατάξεων των άρθρων 6, 7, 8, 9 της Οδηγίας 2004/48/ΕΚ, σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας (που ενσωματώθηκαν με το άρθρο 2 του ν. 3524/2007 στα άρθρα 63Α, 63Β και 64 του ν. 2121/1993 περί πνευματικής ιδιοκτησίας και με το άρθρο 53 του ν. 3966/2011 στα άρθρα 17Α, 17Β και 17Ζ του ν. 1733/1987 περί βιομηχανικής ιδιοκτησίας), και των διατάξεων του άρθρου 5 της Οδηγίας 2014/104/ΕΕ, σχετικά με τις αγωγές αποζημίωσης βάσει του εθνικού δικαίου για παραβάσεις των διατάξεων του δικαίου ανταγωνισμού της ΕΕ και των κρατών-μελών (που ενσωματώθηκαν με το άρθρο 4 του v. 4529/2018).